Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Μαρία Στασινοπούλου

 «Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση»

Στις αχανείς εκτάσεις του υποσυνείδητου και στα πολλαπλά επίπεδα του συνειδητού καταλαγιάζει η μνήμη και αναβιώνει η ανάμνηση. Από τους τόπους του μυαλού και της ψυχής αρδεύονται οι ιστορίες που διηγούνται τη ζωή, τη δική μας ή των άλλων. Μιλάνε οι άνθρωποι, αλλά μιλάνε και οι τόποι. Και το κουβάρι ξετυλίγεται.

 Η θεωρία των συνειρμών

Η στιγμή που θα ένιωθα έτοιμη, επιστημονικά κατοχυρωμένη, για να ασχοληθώ με την περιβόητη θεωρία των συνειρμών, που με είχε εντυπωσιάσει από τα μαθητικά μου χρόνια, ήταν μακριά ακόμη. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους συνειρμούς να διεκδικούν κάθε στιγμή της μέρας μου. Να με συνδέουν με το παρελθόν, με κάποιον τόπο, κάποια φωνή, κάποιο γεγονός, κάποιον άνθρωπο. Ακόμη και μία λέξη ή ένα τραγούδι είχε αυτόματο αντίκρισμα σε κάτι που έγινε.
«Συνειρμός», κοίταξα στο λεξικό, όταν μου πρωτοήρθε η ιδέα, «είναι η ελεύθερη, μη σκόπιμη ανάκληση στη μνήμη σκέψεων, εικόνων, παραστάσεων, που προκαλείται εξαιτίας της σύνδεσής τους με εσωτερικά ή εξωτερικά ερεθίσματα. Η λέξη παράγεται εκ του ρήματος συνείρω που σημαίνει συνδέω, συνενώνω, συνάπτω». Από το ίδιο ρήμα ήξερα ότι παράγεται και η ειρήνη. Οι συνειρμοί όμως δεν είναι ειρήνη, είχα σκεφτεί, είναι βουβό κύμα που περνά σιωπηλά ή σε αναστατώνει, χωρίς να φαίνεται, την ώρα που η κουβέντα σου γυρίζει σε άλλα θέματα, ζει το παρόν ή χάνεται σε καταστάσεις ανούσιες.
Γύρισα ένα βράδυ κακόκεφη. Το φαγητό της στιγμής και λιτό. Ο παππούς σηκώθηκε και βιάστηκε να βάλει τη μασέλα στο ποτήρι και να αποσυρθεί για ύπνο. Ο παππούς ο Ανδρέας, ωραίος τύπος. Στα ογδόντα του και είχε ακόμη κότσια να εμπορεύεται. Όχι βέβαια την ανταλλακτική αγορά της Κατοχής, ούτε το μεταπολεμικό μεγαλεμπόριο, όπου διέπρεψε. Του έφτανε ένα μακρόστενο μαγαζάκι με ψιλικά και εφημερίδες σε κάποια απόμερη συνοικία της Αθήνας. Του έδινε τη βεβαιότητα πως κάνει ό,τι ακριβώς και οι άλλοι άνθρωποι, οι νέοι, εκείνοι με την προοπτική της ζωής μπροστά τους. Κάθε ηλικία πιστεύει, και περισσότερο η προχωρημένη, πως η επιστήμη θα μακρύνει το μέσο όρο ζωής. Αυτό πίστευε κατάβαθα και ο παππούς Ανδρέας. Έφτασε τα ενενήντα οκτώ.
Στο όνομα του παππού θυμήθηκα, ανάμεσα σε μια τελευταία ελιά και τους καπνούς από το τσιγάρο, την πρωινή συνάντησή μου με τον Ανδρέα. Έναν παλιό μου μαθητή από την επαρχία. Τον θεωρούσα πνευματικό μου δημιούργημα. Τον είχα συνδέσει με κείνη την τόσο μακρινή εποχή του πρώτου μου διορισμού. Όταν ξεκίνησα με δυο βαλίτσες στο χέρι, λίγα λεφτά στην τσέπη και όνειρα πολλά στην καρδιά για να φτιάξω τον κόσμο.
Όνειρα είπα και θυμήθηκα πως, όταν ήμουν μικρή, στο σπίτι και έπειτα οι συμμαθητές μου στο σχολείο, με λέγανε αλαφροΐσκιωτη και νεραϊδοπαρμένη, γιατί πάντα έβλεπα όνειρα και ζήταγα να τα ερμηνεύσω και να βρω κάποιο σημάδι. Κι ύστερα, τη χαρά που ένιωσα, όταν, εκείνος ο καθηγητής, που δίδασκε ψυχολογία στην δευτέρα Λυκείου, μας είπε ότι όνειρα πολλά βλέπουν οι ευφυείς άνθρωποι, οι έξυπνοι, εκείνοι που το εσωτερικό τους υπόστρωμα είναι τέτοιο ώστε να θέλει να δουλεύει και την ώρα του ύπνου, τότε που η βούληση δε λειτουργεί. Και η Βούλα, με τα μεγάλα ονειρικά μάτια και τα κοκκαλιάρικα πόδια γύρισε και μου χαμογέλασε όλο νόημα. Είχε κι αυτή καταλάβει όπως κι εγώ.
Έσπρωξα το πιάτο, καθάρισα πρόχειρα το χώρο του τραπεζιού μπροστά μου, άνοιξα την εφημερίδα και άρχισα το διάβασμα από την τελευταία σελίδα. Είχα κρατήσει τη συνήθεια από τα μικρά μου χρόνια, τότε που μου έπεφτε στα χέρια κάποιο βιβλίο και το ξεκίναγα ανάποδα. Να δω πρώτα το τέλος και κατόπιν να πάρω τη σειρά. Κι ήρθε στο νου μου η μάνα μου, η μάνα χωρίς παιδαγωγική, που μπορούσε όμως να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τούτη την ιδιοτροπία της κόρης της.
– Άρχισέ το, παιδάκι μου, κανονικά. Τι αναποδιά είναι πάλι αυτή; Και μετά, εάν ξέρεις το τέλος, με τι καρδιά θα κοιτάς να το φτάσεις;
– Σώπα, ρε μάνα, η καλή δουλειά δεν έχει αρχή και τέλος. Είναι σε όλα της τα σημεία το ίδιο ενδιαφέρουσα, αρκεί να υπάρχει και να ξέρεις να τη βρίσκεις.
– Ε, καλά, για να το λες εσύ, έτσι θα ‘ναι, απαντούσε,
σίγουρα, χωρίς να έχει καταλάβει. Και έπαιρνε την ξύλινη παλαιϊκιά κουτάλα να ανακατέψει το χαλβά, για να μην κολλήσει.
Μηχανικά άπλωσα το χέρι και άνοιξα το ραδιόφωνο, το προτιμούσα πάντα από την τηλεόραση. «Η Μαρία, η Μαρία, η Μαρία των βράχων / δώδεκα χρόνους στο γιαλό…»∙ στο άκουσμα του τραγουδιού πέρασε απ’ το μυαλό μου η Έφη, το εξάχρονο στρουμπουλό κοριτσάκι, που γνώρισα πριν δέκα χρόνια στα Καλάβρυτα. Χειμώνας, χιόνια, παγωνιά, τζάκι ζεστό και η Έφη τραγούδαγε όλη μέρα με την κοντράλτα φωνούλα της το τραγούδι που εγώ, πρώτη φορά άκουγα «Η Μαρία, η Μαρία, η Μαρία των θρύλων / με τα παντζούρια της κλειστά…». «Η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο» πρόβαλε στη συνείδηση ο λόγος του ποιητή.
Σήκω, δώδεκα η ώρα, θα ξυπνήσεις πρωί, ξεχάστηκες πάλι. Κλείσε το φως και κοιμήσου, ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο. Και ήταν η ίδια φωνή, την ίδια ώρα, κάθε βράδυ, χρόνια τώρα.

Photo: Irene Savaidis, Platinum photos

Μαρία Στασινοπούλου (Καλαμάτα 1945). Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη στην παραγωγή και εφαρμογή ηλεκτρονικών μέσων διδασκαλίας. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της: Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Μεταίχμιο 2000), Πίσω από τις γραμμές. Σελίδες κριτικής (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005), Κυρία, με θυμάστε; Αφηγήματα (Εκδόσεις Κίχλη 2010), Χαμηλή βλάστηση, θάμνοι, πόες και μπονσάι (Κίχλη 2018) και, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη (Μεταίχμιο 2002, και νέα συμπληρωμένη έκδοση 2013) και Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα. Επιλογή (Μεταίχμιο 2003). Έχει επιμεληθεί την έκδοση του τρίτομου Κοινού Λόγου της Έλλης Παπαδημητρίου (Ερμής 2003) και του δεύτερου τόμου της Αλληλογραφίας Μαρώς-Σεφέρη (Ίκαρος 2005). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και γράφει κριτική βιβλίου στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο και στην αθηναϊκή Εφημερίδα των Συντακτών. Συνεργάζεται επίσης με τα ηλεκτρονικά περιοδικά Διάστιχο και Χάρτης.