Ζουλτσμπουργκστράσσε. Το επόμενο τραμ θα περάσει σε 6 λεπτά. Ψιχαλίζει ελαφρά, η κίνηση στο δρόμο αραιή, ο συρμός σταματά μπροστά μου. Οι πόρτες κλείνουν αυτόματα πίσω μου. Στο τζάμι αντανακλώνται παραμορφωμένα τα είδωλα όσων περιμένουν μαζί μου: μια μαυροντυμένη γυναίκα, τόπος της το πένθος, φρικτός τόπος όπου πια δεν φοβάσαι (κατά τον Ρολάν Μπαρτ) ακριβώς πίσω της δυο έφηβοι φιλιούνται, τόπος τους το πάθος (δεν θυμάμαι αν έλεγε ο Μπαρτ κάτι και γι’ αυτό).
Αρνουλφστράσσε. Έχω ρίξει τα κέρματα στο μηχάνημα, περιμένω το εισιτήριο να εμφανιστεί στη σχισμή. Στον δρόμο που διασχίζει κάθετα τις ράγες ένα αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω, όπως φόρτωνε με κατσαρολικά, μαγιό, πετσέτες, τσιγάρα και μπισκότα ο πατέρας το μικρό μαύρο Φίατ 127 όταν φεύγαμε για διακοπές. Τα πρωτοσέλιδα «μπάνια του λαού» να ξεθωριάζουν στον ήλιο, το ράδιο να παίζει αθλητικά και να χάνεται το σήμα στις στροφές, η μητέρα να ακουμπά τα γυμνά της πόδια στο ταμπλό. Τόπος μας η μνήμη που παραμορφώνουν το φως, το τραγούδι των τζιτζικιών, το αλμυρό νερό του Κορινθιακού—ο ανέμελος χρόνος της παιδικής ηλικίας.
Βαϊσχαουστράσσε. Στην απέναντι πλευρά της αποβάθρας στέκεται μια κοπέλα με φούτερ του Πανεπιστημίου της Κολωνίας. Έχω ένα ίδιο από τα χρόνια μου στην Αγγλία, γκρίζο. Εκεί ολοκλήρωσα το πρώτο μου βιβλίο. Υπάρχουν φορές που αναρωτιέμαι αν θα το ολοκλήρωνα ποτέ χωρίς την πυκνή πρωινή ομίχλη στη διαδρομή δίπλα στο ποτάμι ή χωρίς την πυκνή μοναξιά στο διαμέρισμα των δυόμιση δωματίων στο τέλος της Abingdon Road. Τόπος μας ο εαυτός μας, περίκλειστος, ζεστός, εκεί όπου η μνήμη ξεχνά και ξεχνιέται. Το γκρι φούτερ δεν μου κάνει πια.
Άιφελβαλ. Τόπος μας οι μνήμες των άλλων, οι γοητευτικές, οι αποκρουστικές—δεν ξέρω γιατί τα σκέφτομαι αυτά καθώς το τρένο στρίβει. Σκέφτομαι πως όλες μας οι ιστορίες είναι ιστορίες άλλων, από δεύτερο χέρι ή από τρίτο. Σκέφτομαι πως ποτέ δεν λέμε δυο φορές την ίδια ιστορία με τον ίδιο τρόπο, πως με τον καιρό όλες οι ιστορίες που ακούσαμε, διαβάσαμε, γράψαμε, θα γίνουν μία και θα επιστρέψουν σε έναν τόπο, σε εκείνον που γέννησε την πρώτη πρώτη μας ιστορία. Δεν ανυπομονώ να μάθω ποιος θα είναι αυτός.
Μπαρμπαρόσαπλατς. Το ζευγάρι των εφήβων αποβιβάζεται. Στον απέναντι τοίχο ένα τεράστιο γκράφιτι καλύπτει το κόκκινο τούβλο. Έφυγα από την Ελλάδα το 2008, πάνε 13 χρόνια. Είναι δύσκολο πια να πεις που είναι το σπίτι σου και που όχι. Τόπος σου είναι εκεί που κατοικούν οι άνθρωποί σου, αλλά οι δικοί μου είναι και εδώ και εκεί. Νιώθω πως θα μπορούσα να ζήσω παντού, με τον φόβο πως τελικά δεν ζω πουθενά. Συλλέγω εικόνες από την πόλη με το κινητό μου—κτερίσματα ή faux bijoux; Φωτογραφίζω το γκράφιτι, συνειδητοποιώ πως έχω αργήσει.
Ποστστράσσε. Το τραμ βουτάει επιτέλους κάτω από τη γη, σταματάει σ’ έναν κόκκινο σηματοδότη. Σκοτάδι. Το δεύτερο βιβλίο μου τοποθετεί την αφήγηση στο Πρίπιατ, την πόλη-δορυφόρο του σταθμού πυρηνικής ενέργειας του Τσερνόμπιλ, μέσα στη σιωπή λίγο πριν και λίγο μετά από την καταστροφή. Ο παππούς μου, από τη μεριά της μητέρας μου, με ρίζα Ποντιακή, ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας από την Ουκρανία. Ευθύνεται λοιπόν η μακρινή μου ρίζα; Ευθύνονται οι μνήμες του ’86 γεμάτες κούτες από γάλατα Νουνού και κλειστά παντζούρια; Ποιος αποφάσισε να γραφτεί έτσι αυτή η ιστορία; Δεν έχει σημασία. Τόπος της αφήγησης είναι πρώτα η ίδια η αφήγηση.
Νόυμαρκτ: Στην αποβάθρα δυνατά φώτα, φωνές, βιαστικά βλέμματα, ακουστικά στ’ αυτιά. Πρόσφατα έγραψα (όχι χωρίς δισταγμό, το παραδέχομαι) ένα ποίημα που πηγαίνει κάπως έτσι:
η αδιάφορη μουσική
στην αίθουσα αναμονής
η φωτογραφία στο διαβατήριο σου
που δεν σου μοιάζει καθόλου
το ψαλιδάκι για τα νύχια
που σου κράτησαν στον έλεγχο
το σύννεφο που ζητούσες
από την αεροσυνοδό για μαξιλάρι
η διαφορά της ώρας
που πάντα σου χαλούσε τον ύπνο
τόσοι κι άλλοι τόσοι λόγοι
να μην επιστρέψουμε ξανά εκεί
στο τέρμιναλ 5
με τα εκτυφλωτικά φώτα
στα μαγαζιά που ντρεπόμουν
να μπω
μετρημένα, άλλωστε
στα δάχτυλα των χεριών μας
τα ταξίδια που κάναμε μαζί
μα αφού προσγειωθήκαμε
ας χτίσουμε τουλάχιστον εδώ
—με την αφελή επιμονή μικρών παιδιών—
κάστρα στην άμμο
Απέλχοφπλατς. Φτάσαμε. Οι πόρτες ανοίγουν και κατευθυνόμαστε όλοι στις κυλιόμενες σκάλες που βγάζουν στην επιφάνεια. Δεν βρέχει πια. Στις στιλπνές επιφάνειες των ψηλών κτιρίων, παρατηρώ, το είδωλο της πόλης, τις σκιές από τα σύννεφα. Οι φωνές των ανθρώπων γύρω μου είναι λέξεις που δυσκολεύομαι να αποκωδικοποιήσω (τσάμπα 4 χρόνια μαθήματα Γερμανικών σ’ εκείνο το γωνιακό φροντιστήριο στα Σούρμενα). Τόπος μας, εντός και εκτός χρόνου, η γλώσσα, η θερμοκρασία και οι χρωματισμοί της. Αφηγούμαι σημαίνει αφήνω τη γλώσσα να με πάει εκεί που δεν με πήγε ο χρόνος κι εκεί που μου απαγορεύει να πάω η μνήμη. Έχω όντως αργήσει.
* Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και είναι Kαθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Göttingen. Έχει εκδώσει δύο βιβλία, τη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη 2014 – Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλ. περιοδικού Αναγνώστης) και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές (Κίχλη 2019). Από τις ίδιες εκδόσεις θα κυκλοφορήσει σύντομα η ποιητική του συλλογή bildungsroman.