ΝΑΥΑΓΟΙ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ
Αμπελόκηποι, η πρώτη μου γειτονιά στη Θεσσαλονίκη. Ο χώρος, όπου πορεύονται και οι ήρωες μου, από το «Είναι κάπου αλλού η γιορτή». Η υποβαθμισμένη Δυτική Θεσσαλονίκη – τότε, στη δεκαετία του 80. Και τώρα… Με τις παλιές πολυκατοικίες, χωρίς ασανσέρ και θέρμανση. Ανάμεσα τους διάσπαρτες αυλές με μικρά σπιτάκια. Κάποια στιγμή θα υποκύψουν στην αντιπαροχή. Και να την η πολυκατοικία μας! Πενταόροφη, καμαρωτή. Στην ταράτσα, στο «σπιτάκι για το ασανσέρ», ο κυρ Νίκος, ο οικοπεδούχος θα γράψει με τεράστια μαύρα γράμματα – ΠΑΟΚ. Για να φαίνονται από μακριά. Τόσο μοιάζουν με τα μηνύματα SOS, που γράφουνε στις ακτές οι ναυαγοί, μπας και τα δει κάποιο καράβι. Φοίνικες, αμμουδιά και η επιγραφή. Σώστε τις ψυχούλες μας, πριν δραπετεύσουνε κι αυτές προς τις πιο εύπορες συνοικίες, εκεί – που όλα είναι τέλεια τακτοποιημένα και η ρυμοτόμηση αποκλείει τη μιζέρια. Εκεί, που πάντα είναι η γιορτή.
Τώρα έχουν μείνει ελάχιστοι από τους παλιούς, τους native Αμπελοκηπιώτες. Μόνο Σάββατο θα τους δεις σε κάποιο ουζερί στην «Βενιζέλου». Πλάι τους περνάνε αυτοί που επιστρέφουνε από την λαϊκή, με τα καροτσάκια, και τις πολλές σακούλες. Φάτσες περίεργες, με πηχτά μαύρα φρύδια και βλέμμα κοφτό. Οι ομιλίες τους με τραχείς λαρυγγισμούς, από τον Καύκασο, από τη Γεωργία, και την Αρμενία. Διάφορες ράτσες – γαλανομάτες, ψηλές γυναίκες με μαραμένα τα πρόσωπα. Πρόωρα γερασμένες ρωσσοπόντιες με τσεμπέρια στα μαλλιά. Και τώρα τελευταία, μελαχρινά κορίτσια με μαντήλες. Όλοι τους εκεί, στο σπρωξίδι της λαϊκής… Ένας τύπος ξεχωρίζει. Ψηλός με μεγάλη επίπεδη τραγιάσκα. Το κουστούμι του από καφετί κοτλέ και το παντελόνι χωμένο μέσα στις στρατιωτικές μπότες, που φτάνουν ως το γόνατο. Η μόδα για τους εύπορους στην Τιφλίδα του 50΄! Αχ, η αγορά της Τιφλίδας, αχ, του Ερεβάν! Οι πλάτες του σκυμμένες. Περπατάει λυγίζοντας βαθιά τα πόδια. Κοιτάει με περιφρόνηση. Τίποτα δεν του αρέσει, δε είναι ευχαριστημένος.
Θυμάμαι που τον πρωτοείδα. Απέναντί μας, στην ταράτσα. Στον τελευταίο όροφο, είχαν μαζευτεί στο μπαλκόνι και ψήνανε τεράστια σουβλάκια από πρόβειο κρέας – shishlaki. Πριν καθίσουν στο τραπέζι κάνανε επιδεικτικά την προσευχή τους. Ο θείος κατέβασε την επίπεδη τραγιάσκα. Γυάλισε η φαλάκρα και φάνηκαν τα λίγα αχυρένια μαλλιά. Μουρμούριζε άφωνα, μαζί με τους άλλους και μετά έκανε φαρδιά πλατιά τον σταυρό του. Μόνο τότε άρχισε το γλέντι. Τρώγανε, πίνανε κρασί και τραγουδούσανε με τους τραχείς λαρυγγισμούς. Μετά το φαγητό – χορός. Η μουσική στη διαπασών – η pop του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Στην Βουλγαρία τα λένε chalga, στην Σερβία – turbo folk, σαν τα δικά μας τα σκυλάδικα. Τα χορεύουν με άγριο πάθος. Μα, οι πιο νέοι θέλουν τη δική τους μουσική. Ποστσοβιετικό ραπ!!! Ναι ρε, με κυνισμό κι απέχθεια προς όλους τους βολεμένους. Με έντονη σιχασιά για σας, που μας έχετε στο φτύσιμο. Ο κύρ Νίκος βγαίνει στο μπαλκόνι να τους κάνει παρατήρηση, μα δεν τολμάει να πει κουβέντα. Από απέναντι τον κοιτάει με περιφρόνηση ο γέρος με την τραγιάσκα και το κοτλέ κουστούμι. Ποιος ξέρει τι κρύβει στην μπότα του – μάλλον δίκοπο, φινλανδικό μαχαίρι. Κάτι τέτοια τα συνηθίζουν οι τύποι από την Οδησσό! Μπορεί απλά να έχει χωμένο κάποιο ξύλινο κουτάλι, όπως κάνουν οι φαντάρους στις ρώσικες ταινίες για τον πόλεμο. Όμως, ποτέ δεν ξέρεις. Καλύτερα να μην μπλέκει. Κάποια στιγμή το γλέντι ξεθυμάνει. Ηρεμεί η γειτονιά.
Και τότε ακούγεται ακορντεόν: «Σ’ αγαπώ γιατί σαι ωραία» . Ρομά – καλλιτέχνες του δρόμου. Η γυναίκα κρατάει ντέφι. Μόνο η αρκούδα τους λείπει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, δεν επιτρέπει να περιφέρουν τα ζώα. Πρώτη στον αγώνα για τις αρκούδες η γερασμένη Γαλλίδα σταρ Μπριζίτ Μπαρντό. Δίνει δέκα χιλιάδες ευρώ σε κάθε αρκουδιάρη για το ζώο του. Μετά τα φιλοξενούν σε άσυλο… Πέφτουν κάποια κέρματα. Μετά επικρατεί ησυχία… Μακάρια γαλήνη… Για λίγο. Ξαφνικά μας αναστατώνει σειρήνα καραβιού.
Επιτέλους μας έχουν προσέξει! Ναι, το τεράστιο φωτισμένο πλοίο θα μας περισυλλέξει!
Στα σαλόνια του στροβιλίζονται ωραία ζευγάρια. Οι σερβιτόροι προσφέρουν σαμπάνιες και οι μπάντα εύθυμα παιανίζει. Εκεί θα βρούμε επιτέλους τη γιορτή που τόσο λαχταρούσαμε.
Και στην πλώρη του καραβιού γράφει: «Τιτανικός».
* Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γεννήθηκε το 1954 στη Βουλγαρία, σε οικογένεια Ελλήνων, πολιτικών προσφύγων. Σπούδασε Ιατρική και σήμερα εργάζεται σαν Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κομοτηνής. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις στο λογοτεχνικά περιοδικά “Νέα Πορεία”, “Η Λέξη”, “Το Δέντρο” “Ιστός” και «Μανδραγόρας». Τα τελευταία χρόνια είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού «Μανδραγόρας». Έχει δημοσιεύσει 4 μυθιστορήματα, 1 νουβέλα και 2 συλλογές διηγημάτων. Πέντε θεατρικά του έχουν ανέβει στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας και στην σκηνή του θεάτρου «Μελίνα Μερκούρη» στην Καλαμαριά – Θεσσαλονίκης. Έχει δύο πανβουλγαρικά βραβεία για διήγημα και μυθιστόρημα και δύο φορές έχει προταθεί για τα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω» – για διήγημα και μυθιστόρημα.