Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από τον Δημήτρη Κανελλόπουλο

 “Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση”

Ποια είναι η σχέση μας με τον τόπο; Πώς επιδρά στη διαμόρφωσή μας; Σε ποιον βαθμό και με ποιους όρους καθορίζει τις επιλογές μας; Ερωτήματα που όσο αφορούν το βίωμα και την καθημερινή μας πράξη άλλο τόσο αφορούν και το φαντασιακό ή την επινόηση του «άλλου» μας κόσμου.

Πεζογράφοι σχολιάζουν τόσο για τους ίδιους όσο και για τη γραφή τους την πολύσημη αυτή σχέση δίνοντας και ένα απόσπασμα από κάποιο έργο τους που λειτουργεί ως ένδειξη για την παραπάνω σύζευξη.

Πιστεύουμε ότι θα φιλοξενούμε πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις τόσο λογοτεχνικά όσο και ερευνητικά.

Καλή ανάγνωση!

Άννα Αφεντουλίδου

 

Το πρώτο βιβλίο με διηγήματά μου, με τον τίτλο «Ο θάνατος του Αστρίτη και άλλες ιστορίες», γράφτηκε σε μια περίοδο δέκα χρόνων. Είναι προϊόν αφύπνισης της μνήμης σε σχέση με τον γενέθλιο τόπο. Γενέθλιος τόπος, ένα μικρό χωριό, του Οροπεδίου Φολόης. Σε αυτήν την ανάκληση του κόσμου του χθες, με οδήγησε η διαπίστωση της φθοράς των ήχων, των λέξεων, των εικόνων, καθώς και η απώλεια ανθρώπων, πραγμάτων και καταστάσεων στο πέρασμα του χρόνου.

Οδηγός μου σ’ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν δεν ήταν η νοσταλγία. Θέλησα να διασώσω από τη λήθη εκείνες τις σκοτεινές και θλιβερές όψεις της ζωής που αφήνει στη σκιά ένας ορισμένος εξωραϊσμός της μνήμης. Ανασύροντας ιστορίες από το παρελθόν, επιχείρησα να δείξω ότι ο πραγματικός κόσμος δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που κατασκευάζει η νοσταλγική αναπόληση του χτες. Ο πραγματικός κόσμος ήταν σκληρός, διακατεχόταν από πάθη και σκοτεινά ένστικτα, αλλά συνάμα διακρίνουμε σε αυτόν μια απλότητα και μια ομορφιά που δεν συναντάμε συχνά σήμερα. Προσπάθησα να δώσω πνοή στο βλέμμα των ανθρώπων μιας άλλης εποχής. Γιατί στο βλέμμα τους καθρεφτίζεται η ψυχή τους. Το βλέμμα και τη φωνή τους θέλησα να αναστήσω στο βιβλίο αυτό.

Σε τούτο το εγχείρημα πολύτιμοι οδηγοί στάθηκαν πρωτίστως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο συντοπίτης μου Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ήπια πολύ νερό από τον αγαπημένο μου Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο.

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Το ανέκδοτο διήγημα που ακολουθεί φωτίζει διαφορετικά την πολύσημη αυτή σχέση με τον Τόπο”

Ο Παναγής κι ο δυναμίτης

Γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. Εγώ πρώτος, λίγο πριν γίνει ο μεγάλος σεισμός. Αυτός λίγη ώρα μετά, αφ’ ότου σταμάτησε. Ξεκινήσαμε τη ζωή μας ως σκηνίτες. Εννιά μήνες σε σκηνή. Ήμασταν και γειτονόπουλα. Ένα μικρό πλάτωμα, σαν πλατεία χώριζε τα σπίτια μας. Δίπατα, παλιά σπίτια πέτρινα.
Η πρώτη μας συνάντηση χάνεται στα βάθη της αρχικής μνήμης. Στη γειτονιά είχαν να το λένε. Σαν αδέρφια είναι! Έτσι μεγαλώναμε. Στην αρχή βγήκαμε μαζί, μέχρι την αριά, στην Πλάκα. Τότε η βλάστηση ήταν άγρια, έμπαινε μέσα στο χωριό. Αργότερα, καθώς ήμασταν πέντε έξι χρόνων, κατεβαίναμε πίσω από την Πλάκα, στη δημοσιά. Μέχρι του Μουστάκου το σπίτι. Εκεί είχε μια μεγάλη κερασιά, κι από την άλλη ήταν το ρέμα. Από το ρέμα ξεκινούσε ο δρόμος για τον Άμπουλα και λίγο παρακάτω χώριζε στα δύο. Από την άλλη μεριά, δεξιά, πήγαινε για την Παλιόβρυση και τον Άη Γιώρη. Λίγο χαμηλότερα, στις Πέτρες από κάτω, στήναμε τις πρώτες μας θηλιές και πιάναμε τσίχλες.
Έβγαινα από το σπίτι μου και τον έβρισκα να με περιμένει, τρώγοντας μια φέτα ψωμί με άλλειμα στεκόταν αμίλητος κάτω από τη κληματαριά. Όλη μέρα παίζαμε μπροστά στο σπίτι. Μοιραζόμασταν το ψωμί κι ότι άλλο είχαμε. Ήμασταν σαν αδέρφια.
Καθώς μεγαλώναμε, ο Παναγής δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Τού έδειχνα εγώ το βράδυ, στο φως της λάμπας. Τον έπιανε όμως μια στεναχώρια και δάκρυζε. Ίδρωναν τα χέρια του. Οι παλάμες του έσταζαν νερό και δε μπορούσε να πιάσει το κοντύλι. Ύστερα, καθώς γίναμε δέκα χρονών, ο Παναγής τα παράτησε. Εγώ συνέχισα στο σχολαρχείο. Η φιλία μας όμως δεν έλεγε να χαλάσει.
Ο πατέρας μου είχε το μαγαζί στο χωριό. Γενικά εμπόρια. Τα καλοκαίρια τον βόηθαγα. Το μυαλό μου όμως, ήταν συνεχώς στα παιχνίδια.
—Ρε κερατά, μου έλεγε ο πατέρας μου, ούλο στο παιχνίδι το ‘χεις το μυαλό σου. Να ιδώ τί θ’ απογίνεις σαν θα με πάρουνε στα κυπαρίσσια.
Αντιλαμβανόμουν, ότι τα «κυπαρίσσια» αργούσαν κι έτσι, απολάμβανα τα παιχνίδια και τα πειράγματα που κάναμε στο χωριό. Ήμουν ψηλό παιδί. Ο Παναγής υστερούσε στο ύψος. Ήταν κοντούλης και παχουλός. Όλη η αγάπη που μου είχε, φαινόταν στα μεγάλα πράσινα μάτια του. Δεν υπήρχε σκανταλιά που δεν είχαμε δοκιμάσει. Στο χωριό, τα άλλα παιδιά, μάς είχαν για αδέρφια.
Ο πατέρας του Παναγή, ο γέρο Γκρίτζας, είχε φύγει λίγο μετά τη γέννα του στην Αμέρικα. Στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Είχε ένα γιο μεγαλύτερο που τον πήρε μαζί του, και δυο κορίτσια πιο μεγάλα κι έβαλε σκοπό να κάνει ένα κομπόδεμα, για να τις παντρέψει, σαν θα ερχόταν η ώρα.
Ο Παναγής εκμεταλλευόμενος την απουσία του πατέρα, δεν πολυάκουγε τη μάνα του. Είχε μια ελευθερία δεδομένη. Ενώ εγώ έπρεπε να αγωνιστώ για αυτήν.
Η φαμελιά τού Παναγή είχε χωράφια στον Κάμπο. Είχανε κι ένα δίπατο σπίτι εκεί. Το κύκλωναν τεράστια πλατάνια, κι είχε έναν ίσκιο ευεργετικό, τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Συχνά, καβαλάγαμε τα άλογα και δίχως να δίνουμε καμιά αναφορά σε κανέναν, κατεβαίναμε στον Κάμπο όπου καθόμασταν δυο τρεις μέρες. Δεν ήταν όπως σήμερα που έχουν λιγοστέψει τα νερά. Το ίδιο το ποτάμι, ερχόταν ορμητικό από πάνω, από τα βουνά. Έσερνε με δύναμη τα νερά του και μια ευχάριστη βουή ακουγόταν από ψηλά, από την Κοτρώνα, σαν παίρναμε το περικοπό, να κατεβούμε στον Κάμπο.
Εκείνο το καλοκαίρι, είχαμε επεκτείνει τις δραστηριότητές μας προς του Χαρατσάρι το ρέμα. Είχαμε φτάσει ως κάτω χαμηλά, σ’ ένα πλάτωμα που βρισκόταν ο Αη Γιάννης ο Ρηγανάς. Και παραδίπλα, που ήταν ένα μικρός κάμπος ολόισιος, όπου έπεφταν τα νερά της Σουβάλας. Κάποια από τα εύφορα ποτιστικά χωράφια της οικογένειας τού Παναγή βρίσκονταν εκεί. Πηγαίνοντας στον Άη Γιάννη, δεν το ‘χαμε σε τίποτα να κατέβουμε κάτι λαξευτά σκαλοπάτια, πάνω σ’ έναν μαρμάρινο βράχο και, να κατεβούμε την κατηφόρα όλο δεξιά, να βγούμε στο πέτρινο γεφύρι, στη Ντοάνα.
Άλλες φορές κατεβαίναμε από την Κοτρώνα στο Ποτάμι. Παίρναμε το μονοπάτι και βγαίναμε πάνω από τα Μαραίϊκα. Εκεί κόβαμε δεξιά κατά τον Άη Δημήτρη, περνούσαμε πέντε έξι αγροτόσπιτα, και κατεβαίναμε στις εκβολές του Άμπουλα, που τότε κατέβαζε πολλά νερά με ορμή φτάναμε στο Ποτάμι. Σαν σκαρφαλώναμε απέναντι, περπατώντας μετά, είχαμε από τα δεξιά μας, την άκρη του δάσους με τα θεόρατα πλατάνια, κι αριστερά την πρασινόμαυρη κοίτη του Ποταμιού. Πάρα πέρα, κατεβαίναμε μέσα στην κοίτ. Γυρίζαμε όλη τη μέρα μέσα στις ιτιές και στα πλατάνια. Σε ένα σημείο γινόταν γύρω στα τριακόσια μέτρα πλατιά η κοίτη. Το Ποτάμι σ’ αυτό το σημείο πλάτειαζε, κι ήταν ρηχά τα νερά του. Από εκεί περνούσαμε απέναντι, στο Νιχωρίτικο. Περπατούσαμε πάνω στις λευκές ποταμόπετρες και πηγαίναμε πιο πέρα, όπου βρισκόταν ένας θεόρατος πλάτανος. Πάνω ψηλά στα κλαριά του κάποιοι ψαράδες είχανε φτιάξει μια κρεβάτα, για να κοιμούνται τα μεσημέρια, όταν «έκοβαν» το Ποτάμι στη Ζάλη, και περίμεναν να μαζέψουν τα ψάρια που έμεναν στην άδεια κοίτη του. Ανεβαίναμε κι εμείς, πολλές φορές στην κρεβάτα. Από εκεί, έβλεπες κατά κάτω ντουφέκι, μέχρι το πέτρινο γεφύρι, στη Μαυρολίμενα. Και πίσω, κατά τα βουνά και τις Παναγιές, φαινόταν το άλλο τρίτοξο γεφύρι της Ντοάνας. Κατάλοιπα και τα δυο της τουρκοκρατίας, άντεχαν ως τις μέρες μας.

Μια μέρα, Ιούλιος προχωρημένος, θα ήτανε κοντά στου Άη Λιώς, συνεννοηθήκαμε με τον Παναγή, να κατεβούμε την επομένη για ψάρεμα στο Ποτάμι.
Μου είπε χαμηλόφωνα:
«Πάρε ένα κομμάτι δυναμίτη από το μαγαζί του πατέρα σου». Τον κοίταξα έκπληκτος. «Τί με τηράς ρε, είπε; Με το δυναμίτη, θα καθαρίσουμε τάκα-τάκα. Δε θα περιμένουμε κάνα δυο μέρες να μάσουμε τα ψάρια με τα κοφίνια».
Μου πρότεινε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Με τα πολλά με έπεισε. Έτσι, το γιόμα, σαν ξάπλωσε ο πατέρας μου να κοιμηθεί και μ’ άφησε στο πόδι του στον πάγκο, μπήκα με προφυλάξεις στο κατώι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, που ήταν σκοτεινό και είχε μια ψύχρα απίστευτη. Εκεί πλάι στα βαγένια με το κρασί, είχε μια κάσα με λίγα κομμάτια δυναμίτη. Πήρα ένα με προσοχή και το πάσαρα στα γρήγορα του Παναγή που περίμενε απόξω. Δε νοιώθαμε από προφυλάξεις.
Την άλλη μέρα χαράματα, εξοπλισμένοι με τον δυναμίτη και τα σύνεργά μας, κάτι κοφίνια, δυο τράστα και κάτι φακιόλια, καβαλήσαμε τα άλογα άγρια χαράματα,και κινήσαμε κρυφά. Κατεβήκαμε στον Κάμπο. Μόνο κάτι τσοπαναρέοι ακούγονταν εδώ κι εκεί, να σφυρίζουν στα πρόβατα.
Δέσαμε τ’ άλογα στη Συκούλα, ένα πατρικό χωράφι του πατέρα μου. Μετά, κατεβήκαμε κατευθείαν στη Ζάλη του Ποταμιού. Ψάξαμε όλους τους βούλιαγκεςνα ιδούμε αν είχαν ψάρι. Δεν βλέπαμε τίποτα. Παραπάνω, στη Βέργα, είδαμε καπνό. Κάποιοι είχαν ανάψει φωτιά. Πήγαμε προσεχτικά μέχρις εκεί, να ιδούμε τη συμβαίνει. Εκεί ήταν μια ομάδα πέντε-έξι ανθρώπων. Κοιμούνταν ροχαλίζοντας γύρω από μια θράκα που είχε μισοσβήσει. Γνώρισα τον μπάρμπα Γιάννη, αδελφό του πατέρα μου και το μπάρμπα Σπήλιο. Τους άλλους δεν τους καλοέβλεπα. Ο μπάρμπα Γιάννης, σιγομουρμούριζε στον ύπνο του, κι αεριζόταν ασυστόλως. Φαίνεται είχαν φάει φασόλια αποβραδίς. Καταλάβαμε ότι αυτοί είχαν κόψει τα νερά, γυρίζοντας την κοίτη του Ποταμιού κατά το Νιχωρίτικο. Το πρωί, θα τα ξαναγύριζαν από την άλλη μεριά και θα μάζευαν τα ψάρια μπροστά στο φράγμα που είχαν υψώσει με τις πέτρες.
Περάσαμε από την άλλη μεριά. Στο Νιχωρίτικο, στις Αγριλιές, να μη μας ακούσουν. Εκεί αράξαμε κάτω από ένα πλατάνι. Γωνιάσαμε. Στρώσαμε ένα απλάδι, που είχαμε φέρει μαζί μας και ξαπλώσαμε μέχρι να πάρει λιγάκι ο ήλιος. Κοιμηθήκαμε κάνα δυο ώρες.
Ύστερα, σηκωθήκαμε και βαδίσαμε λίγο πιο πάνω από τη Βέργα. Είχαν ξυπνήσει και οι άλλοι. Άκουγα καθαρά τη φωνή του μπάρμπα μου του Γιάννη:
«Δε βλέπω να πιάνουμε ψάρι ούτε του χρόνου, δεν έχει τίποτα μέσα στη περασιά που κόψαμε».
«Με ποιο μάτι κοιτάς ρε Πριοβολή; Με το καλό ή το άλλο;», είπε κάποιος.
«Άμα σε μουνουχίσω, θα ιδείς με ποιό μάτι κοιτάου, κοθώνι…». Κατάλαβα ότι τον είχε ρωτήσει ο μπάρμπα Σπήλιος.
Περπατώντας φτάσαμε κάτω από το χωράφι του Γιατρού. Απ’ αυτό έβγαινε ένας μεγάλος, μαρμάρινος βράχος κι έκοβε την ορμή του Ποταμιού. Έφτιαχνε έναν τεράστιο βούλιαγκα. Ο Παναγής που έψαχνε τους βούλιαγκες, σταμάτησε. Έπεσε σιωπή. Εγώ κοίταζα τον ουρανό που ρόδιζε κι έμπαινε στην ψυχή μου. Ξαφνικά τον ακούω να μου λέει: «Να εδώ. Εδώ θα ρίξουμε. Τήρα τί ψάρι έχει! Παναγία μου, τόσο ψάρι δεν έχω ξαναδεί. Κόψανε το Ποτάμι οι μεγάλοι και τα ψάρια ήρθανε από τούτη τη μεριά. Τα ψάρια έχουν μυαλό. Άμ τί νόμιζες;». Κάνω κατά κει ανασηκώνω μια μικρή ιτιά για να δω πιο καθαρά. Τί να ιδώ; Εκατοντάδες κιλά ψάρια ασήμιζαν, σαν έπεφταν πάνω τους οι πρωινές ακτίνες του ήλιου κι έκαναν διάφανα τα νερά του Ποταμιού.
Ο Παναγής πήρε απ’ το τράστο το δυναμίτη κι έψαχνε σε ποια μεριά να τον ρίξει. Εγώ κοίταζα κατά πάνω, κατά του Ρανταλιάνη την πευκόφυτη πλαγιά. Ο Παναγής έκανε αντίθετα από τον βράχο. Κρατούσε το δυναμίτη στο δεξί του χέρι. Βάδιζε άκρη-άκρη στο Ποτάμι. Τον άκουσα να λέει «Μήτσο φυλάξου…». Έπεσα κάτω. Ύστερα ένας εκκωφαντικός κρότος και μια τρομερή λάμψη διέτρεξαν κατά μήκος, την κοίτη του Ποταμιού. Ο ήχος κομμάτιασε την ομορφιά του πρωινού, αλλά και την γαλήνη και την ομορφιά που μέχρι εκείνη την ώρα μαλάκωναν την ψυχή μου.
Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό, άκουσα τον Παναγή να βγάζει άναρθρες κραυγές. Οι κραυγές του υψώνονταν ως τον ουρανό. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη. Μετά την πρώτη αμηχανία, σηκώθηκα κι έτρεξα προς το μέρος του. Σφάδαζε πάνω στις ποταμόπετρες. Είχε ασπρίσει. Το δεξί του χέρι ήταν κομμένο μια σπιθαμή κάτω από τον αγκώνα. Έτρεχε το αίμα ποτάμι. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν κι οι άλλοι χωριάτες, που είχαν αποβραδίς κατασκηνώσει στο Ποτάμι. Αρπάξανε τον Παναγή και του δέσανε το χέρι, με μια ζώνη, εκεί που είχε κοπεί.
«Να π’ ανάθεμα το κεφάλι σας..», είπε ο μπάρμπα Γιάννης. «Ρε τί συμφορά είναι ετούτη!».

Το σηκώσανε και τρέχοντας τον πήγανε απέναντι, στο μύλο του μπάρμπα Γιώρη του Ψαρρά. Εγώ έτρεχα πίσω τους κλαίγοντας. Δεν καταλάβαινα πού πάταγα και πού βρισκόμουνα. Όταν φτάσαμε εκεί, ο μπάρμπα Γιώρης και τα τσιράκια του που άλεθαν στον νερόμυλο είχαν ακούσει την έκρηξη και κατάλαβαν από τις φωνές, ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Έβγαλαν σπίρτο και τσίπουρο κι έριχναν πάνω στην πληγή. Τη δέσανε με μια τριχιά, να σταματήσει το αίμα, και τον πήραν πάνω στ’ άλογα, για τη Νεμούτα. Στο σπίτι τους στον Κάμπο, δεν ήταν κανείς.
Τον ανέλαβε ο Γιατρός και μετά από πολύ καιρό θεραπείας τον έκανε καλά. Η απώλεια όμως του χεριού, και μάλιστα του δεξιού, του κόστισε πολύ. Αργότερα που μεγάλωσε άρχισε να πίνει και να καπνίζει ασταμάτητα.
Συνεχίσαμε και μετά απ’ αυτό το γεγονός να είμαστε σαν αδέρφια. Όσο καιρό ήταν άρρωστος και αδύναμος, πήγαινα σπίτι του κάθε μέρα. Ήμουνα ο σύνδεσμος με τον έξω κόσμο. Τότες, κάπως περιοριστήκαμε. Σταματήσαμε τις τρέλες. Όταν σηκώθηκε, ήταν αδύνατος και χλωμός. Σιγά-σιγά, πήρε τα πάνω του. Τώρα πια, είχε το χέρι τυλιγμένο χειμώνα καλοκαίρι, με μια κάλτσα μάλλινη, χακί χρώματος, όπως αυτές του στρατού.

Είχαμε γίνει πια άντρες. Ο Παναγής παντρεύτηκε την Αριστέα του Βαγενά κι έκανε δυο κόρες. Αυτή αγαπούσε από παιδί. Πάντρεψε και τις δυο αδελφές του. Με την προίκα που ήρθε από την Αμέρικα… Ο πατέρας του δε γύρισε ποτέ στο χωριό. Κάτι ακούστηκε ότι έκαμε άλλη φαμελιά στο Κλήβελαντ. Πήρε όμως τον πρώτο γιο του μαζί του. Τον μεγάλο του αδελφό του Παναγή, τον Νικολή, που πήγε εκεί, όπου έμεινε κοντά στον πατέρα του. Δούλεψε κοντά πενήντα χρόνια. Έφυγε παλληκαράκι, λίγο μετά που έκοψε ο Παναγής το χέρι του και γύρισε πολύ γέρος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Εμείς, ψάχναμε ευκαιρίες για γλέντια. Κάθε δεκαπενταύγουστο μαζεύαμε τους φίλους μας και το στρώναμε στο γλέντι, κάτω από την κληματαριά. Κλείναμε το δρόμο και δεν πέρναγε κανείς.
Μια φορά, σ’ μια γιορτή, μερακλώθηκα κι ενώ τα πόδια μου δεν μπορούσαν να συντονιστούν ποτέ με το μυαλό μου, έδωσα έναν σάλτο κι άρχισα να σέρνω πρώτος το χορό, που δεν γνώριζα. Ο Παναγής καθόταν στη μέση του τραπεζιού. Είχε μια καραμπίνα αμερικάνικη, ολοκαίνουργια κι έριχνε στον αέρα. Έφερα δυο βόλτες κι ενώ έφερνα την τρίτη, σήκωσα το δεξί μου χέρι φωνάζοντας ώπα. Τότε ακούστηκε μια ντουφεκιά κι εγώ ένιωσα τα σκάγια να μου τρυπούν το χέρι, σε όλο τον καρπό. Προς στιγμήν, τσίριξα από τον πόνο. Διπλώθηκα και δύο. Ο Παναγής τρομαγμένος, πέταξε το ντουφέκι και κλαίγοντας ήρθε και μ’ αγκάλιασε, λέγοντας:
«Όχι Παναγιά μου Μεγαλόχαρη, μη μου το κάνεις αυτό και μου πάρεις και το άλλο χέρι». Ύστερα λιποθύμησε στην αγκαλιά μου. Φέρανε σπίρτο και μου βάλανε στο χέρι. Ακόμη και σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, φαίνονται ολοκάθαρα, δεκατέσσερα σκάγια κάτω από το δέρμα μου.

Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στη Νεμούτα Ηλείας, το 1954 από την οποία εκπατρίστηκε το 1958, ακολουθώντας την οικογένειά του, στην Αθήνα, ως εσωτερικός μετανάστης. Σπούδασε Ιστορία-Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Babes–Bolyai του Cluj Napoca της Ρουμανίας και είναι πτυχιούχος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως υπάλληλος διάφορων εκδοτικών οίκων και ὡς Φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές ποιημάτων Ομίχλη πέτρινη (Ηριδανός, 1986) Σκυθικές Ερημίες (Κολωνός, 1996),  Σιγή Ασυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη Σπόρου, Καλή  (Οροπέδιο 2010) και Το φράγμα της μνήμης, (Οροπέδιο 2017). Ακόμη την συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, (Κίχλη 2018), για το οποίο βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, το 2019. Επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη Ρουμανική Λογοτεχνία του περιοδικού «Πολιορκία», τεύχος 16ο, Απρίλιος 1982. Το 1984, οργάνωσε και παρουσίασε στο Ρουμανικό αναγνωστικό κοινό, την ανθολογία νεοελληνικής ποίησης με τον τίτλο 42 Poeti grecii contemporani, (42 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές) Editura DACIA, Cluj Napoca, Ρουμανίας. Τo 1996 επιμελήθηκε το θέμα του περιοδικού Πλανόδιον τεύχος 24ο, το αφιερωμένο στον Ρουμάνο ποιητή Anatol Baconsky. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Από το 2006 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Οροπέδιο.