Ξεκινώντας τη νέα στήλη του culturebook
“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση”
Ποια είναι η σχέση μας με τον τόπο; Πώς επιδρά στη διαμόρφωσή μας; Σε ποιον βαθμό και με ποιους όρους καθορίζει τις επιλογές μας; Ερωτήματα που όσο αφορούν το βίωμα και την καθημερινή μας πράξη άλλο τόσο αφορούν και το φαντασιακό ή την επινόηση του «άλλου» μας κόσμου.
Πεζογράφοι σχολιάζουν τόσο για τους ίδιους όσο και για τη γραφή τους την πολύσημη αυτή σχέση δίνοντας και ένα απόσπασμα από κάποιο έργο τους που λειτουργεί ως ένδειξη για την παραπάνω σύζευξη.
Πιστεύουμε ότι θα φιλοξενούμε πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις τόσο λογοτεχνικά όσο και ερευνητικά.
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Θέα Ακρόπολη» θέλησα να μιλήσω για δύο τόπους∙ ο πρώτος μού υπαγόρευσε και το θέμα του βιβλίου το οποίο ήταν τα παρασκήνια, η αθέατη πλευρά ενός πεντάστερου ξενοδοχείου και ο δεύτερος τόπος ήταν το Κέντρο της Αθήνας στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Μιλώντας για έναν τόπο θα πρέπει να τον συνδέσουμε με μνήμες ανθρώπων για να αποκτήσει «ψυχή», για να αγγίξει τους αναγνώστες, για να τους μαγέψει αν είναι δυνατόν ή να τους θυμίσει έναν γνώριμό τους τόπο. Αφού λοιπόν αποφάσισα το θέμα του βιβλίου, βάλθηκα να σκεφτώ τους κύριους χαρακτήρες γύρω από αυτόν τον τόπο, δηλαδή το ξενοδοχείο. Ο πρώτος χαρακτήρας που γεννήθηκε στη φαντασία μου ήταν η Θέκλα, η καμαριέρα γύρω από την οποία ζωντάνεψαν στο χαρτί και οι δυο ήρωες που ανταγωνίζονται γι’ αυτήν, ο πρωταγωνιστής και ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου, ο Μάκης, και ο πρώην άντρας της, ο Παρμενίων.
Το επόμενο ερώτημα ήταν: γιατί εργάζεται σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο η Θέκλα; Και η απάντηση ήρθε πολύ εύκολα: για τη θέα στην Ακρόπολη. Αυτή η σκέψη με οδήγησε στην επόμενη κρίσιμη απόφαση να στήσω το φανταστικό μου ξενοδοχείο στην πλατεία Συντάγματος, στο Κέντρο της πόλης για να έχει την πιο απρόσκοπτη θέα στην Ακρόπολη. Απαντώντας λοιπόν σε αυτά τα βασικά ερωτήματα είχα και τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα στηριζόταν η αφήγηση της ιστορίας μου.
Ο τόπος όμως επανερχόταν ως ερώτημα και στη συνέχεια του γραψίματος. Πόσο έπρεπε να περιγράψω το ξενοδοχείο και πόσο τους ήρωες; Χειρίστηκα αυτό το θέμα τοποθετώντας κάθε χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη δράση μέσα στον τόπο (ξενοδοχείο) κι αυτό μου παρείχε τη δυνατότητα να περιγράψω το ξενοδοχείο με τρόπο που θα προχωρούσε την αφήγηση και δεν θα κούραζε τον αναγνώστη. Επίσης, έπρεπε να σκεφτώ άλλους τόπους, πολύ βασικούς για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος: τους τόπους καταγωγής τους. Διάλεξα μέρη τα οποία έχω επισκεφτεί (Τήνο, Κεφαλονιά, Μάνη) και σκέφτηκα πολύ πάνω στα χαρακτηριστικά που θα προσέδιδαν στον χαρακτήρα και στη ζωή τους. Ο σεισμός της Κεφαλονιάς ήταν το άλλοθι του Μάκη, οι βεντέτες της Μάνης δημιούργησαν έναν σκληρό Παρμενίωνα, ο τουρισμός της Τήνου βοηθούσε ώστε να δουλεύει η Θέκλα σε rooms to let.
Ξαναγυρνάω λοιπόν στην γειτνίαση του ξενοδοχείου με την Ακρόπολη η οποία αναφέρεται σε διάφορα σημεία στο μυθιστόρημα με την κατακλείδα της αφήγησης όπου η Θέκλα δεν βλέπει τον Μάκη που κάθεται σε ένα παγκάκι στην πλατεία Συντάγματος αλλά βλέπει την Ακρόπολη (τον λατρεμένο της τόπο). Αλλά και ο Μάκης δεν αντέχει να μπει μέσα στο ξενοδοχείο (τον δικό του λατρεμένο τόπο) και γι’ αυτό κάθεται και το κοιτάει με λαχτάρα – σαν εξόριστος – για να το ξαναδεί τουλάχιστον απ’ έξω.
Ο τόπος λοιπόν ήταν το ερώτημα από την αρχή του γραψίματος του βιβλίου και αυτό το ερώτημα έδωσε και όλες τις λύσεις μέχρι το τέλος.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα:
«Αξέχαστη εκείνη η χρονιά: το 1992.Το καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστα ζεστό στην Αθήνα και στα μέσα Ιουλίου οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν τα τσιμέντα της πόλης στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές του κέντρου. Μόνο οι νεραντζιές και τα φυλλώματά τους προσέφεραν λίγη φιλόξενη σκιά στους βιαστικούς κατοίκους και τους ιδρωμένους τουρίστες. Στη σκιά του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, τα δαιδαλώδη δρομάκια της Πλάκας γέμιζαν σαν μελίσσια με τo βουητό των γκρουπ, οι ξεναγοί περπατούσαν κρατώντας ψηλά τα αναγνωριστικά σημαιάκια και πληροφορούσαν τους τουρίστες για τα αρχαία μνημεία, οι κράχτες τούς καλούσαν επίμονα να γευματίσουν στις ταβέρνες, οι καταστηματάρχες των τουριστικών και των δερμάτινων ειδών ξεφυσούσαν παριστάνοντας πως δεν δέχονταν παζάρια στις τιμές, ενώ ο νεαρός στο περίπτερο με την διαφημιστική γκρίζα τέντα δεν προλάβαινε να παγώνει μπουκαλάκια νερού στο ψυγείο. Οι κοσμηματοπώλες ήταν κι αυτοί μέσα στη φούρια τέτοια εποχή, μέσα Ιουλίου∙ έστηναν τις πιο ευφάνταστες βιτρίνες και ξεσκόνιζαν τα Αγγλικά τους περιμένοντας τους Αμερικανούς, τους Άραβες και τους Γιαπωνέζους τουρίστες – τους τελευταίους πάντα σε γκρουπ με αρχηγό – να ψωνίσουν χρυσά κοσμήματα με το κιλό. Η εποχή αυτή βοηθούσε να ρεφάρουν για τους χειμωνιάτικες μήνες και να πληρώσουν τις προμήθειες στους συνεργάτες τους: ξεναγούς, αρχηγούς γκρουπ, οδηγούς λιμουζίνων, ταξί και ρεσεψιονίστ ακριβών ξενοδοχείων.
Η τουριστική σαιζόν είχε ήδη μπει στην υψηλή της περίοδο, οι τιμές των δωματίων είχαν αυξηθεί τριάντα τοις εκατό και τα περιζήτητα δωμάτια με θέα Ακρόπολη ήταν νοικιασμένα. Στην πλατεία Συντάγματος τα βλέμματα στρέφονταν στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας, το Athens Excelsior, το οποίο ήταν πλήρες βδομάδες πριν και δεν μπορούσε να δεχτεί πελάτες χωρίς κράτηση. Μαγεμένοι οι τουρίστες χάζευαν τα βράδια από το πεζοδρόμιο της πλατείας τα αναμμένα φώτα των δωματίων. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική του δεκαόροφου κτηρίου με τα διακόσια πενήντα δωμάτια και την επιβλητική είσοδο, το έκανε να φαντάζει εξίσου εντυπωσιακό με τη Βουλή των Ελλήνων διαγωνίως απέναντι.Οι υπάλληλοι των κεντρικών γραφείων της Ιονικής Τράπεζας, δίπλα ακριβώς στο ξενοδοχείο, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας καθημερινά την πλατεία, ένιωθαν κι εκείνοι, έστω απ’ έξω, την πολυτέλεια και τη μαγεία του, καθώς τους καλημέριζε ο Στέλιος, ο γιγαντόκορμος πορτιέρης του ξενοδοχείου με το σκούρο περιποιημένο μουστάκι και τη μπεζ στολή, τα λευκά γάντια και το πηλήκιο.»
* Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.Έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα, μια νουβέλα και δυο συλλογές διηγημάτων. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά, πολωνικά και ρουμανικά.