Μάδησα όλες μου τις στιγμές
– απόσπασμα από τον Δεύτερο Κύκλο του ποιήματος, Κεφάλαιο Α’ –
[…]
Η δειλία
κρυμμένη στις φυλλωσιές του εαυτού μας
παραμόνευε σαν πάνθηρας
την ελαφροπάτητη ψυχή.
Καθένας
είχε το φυλαχτό του.
Αγόρασα από ένα σκοτεινό κι υγρό στενό
ένα υφασμάτινο λευκό,
γιατί πίστευα πως η ηλικία της αγνότητας
είναι η νύχτα
που γεννάει τα κουτάβια της η βαρβαρότητα.
Τα οράματά μου
ξέρω
ότι είναι τα μνημεία
που διέσωσα
από ένα πρωτόγονο παρελθόν,
λες κι είμαι η φθορά
που αποφασίζει
τη μορφή ενός προγονικού πέτρινου ιερού
στο μέλλον.
Εκείνο το πρωί
δεν έφυγα απ’ το παράθυρο
τρέχοντας
στο πλευρό του άντρα
που ψυχορραγούσε στο λιθόστρωτο,
γιατί με γοήτευσε
ο θάνατός του.
Η αγωνία στο πρόσωπο που πέθαινε
ήταν πιο πραγματική
απ’ τον Θεό που είχα γνωρίσει.
Η πίστη
γεννήθηκε μέσα μου
για τη θρησκεία του ανθρώπου.
Κάθε πρόσωπο
έγινε
μια αποκάλυψη.
Και κολυμπούσα
στο ποτάμι
που κυλούσε προς το μέλλον
νιώθοντας
ότι επιστρέφω στην πατρίδα.
Πίσω μου
οι τέσσερις εποχές γδύνονταν.
Το αεράκι
που ονομάστηκε συνείδηση,
σιωπηλά
κρυβόταν πίσω απ’ τους κορμούς
σαν παιδί.
Όλα χόρευαν
στον ρυθμό της γλώσσας
επικίνδυνων φυλών
που εξόριστες ζούσαν για καιρό
στη μεθόριο της σκέψης.
Αρμονικά
το αμόνι απαντούσε
στη μελωδία του σφυριού,
που μελαγχολική
ξάπλωνε σαν απόγευμα.
Κι οι τύψεις
κρέμασαν τη μακριά τους κόμη
έξω απ’ τα τείχη
για να τρομάξουνε τον πόλεμο.
Ο άνθρωπος
ήταν η συνθήκη τής ειρήνης.
(ανέκδοτο)