Στο παιδί άρεσε ν’ αγναντεύει την απέναντι πλαγιά, τη θάλασσα, το ακρωτήρι. Ώρες ολόκληρες στεκόταν όρθιο μπροστά στο παράθυρο θαυμάζοντας την ακινησία του τοπίου, το ταξίδι των σύννεφων, τα χρώματα του ουρανού.
Όταν το καλοκαίρι άφησαν το ορεινό χωριό για τη σταφίδα, όπου όλα ήταν ίσωμα, χάθηκε η θάλασσα, το γνώριμο τοπίο, ο ορίζοντας. Τη μέρα άκουγε μόνο τα τζιτζίρια και παρατηρούσε τα κοντινά δέντρα, τους απέναντι λόφους με τα λίγα άσπρα σταφιδόσπιτα και το χωριό.
Τη νύχτα η μάνα την έβαζε για ύπνο στο ακριανό αλώνι. Το σπίρτο της λιασμένης σταφίδας έμπαινε στα πνευμόνια της και την κράταγε άγρυπνη. Μαζί και μια μαύρη κάργια φόβου, αφού, εκτός απ’ τα τριζόνια άκουγε και σουρσίματα. Γουστέρες, ποντίκια του αγρού, νυφίτσες, πιο μακριά κανένα τσακάλι. Γύρναγε ανάσκελα, έσφιγγε τα δόντια κι έμενε ακούνητη για κανά δυο ώρες παρατηρώντας τον ουρανό που γινόταν θάλασσα με χρυσά ψάρια. Ένα βράδυ ένα δειλό φωτάκι της τράβηξε την προσοχή για λίγα λεπτά και μετά εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί του τη μαύρη κάργια του φόβου. Το ίδιο και το επόμενο βράδυ. Και το μεθεπόμενο. Από τότε περίμενε ξάγρυπνη μέχρι να περάσει εκείνο το αστέρι ανάμεσα απ’ τα κλαριά του λιόφτου, πάνω από το χωράφι, πάνω από το χωριό, για κει που πρέπει να ήταν η θάλασσα.
Ένα βράδυ που ήταν όλοι ξύπνιοι, ο πατέρας της έδειξε το φωτάκι και είπε κοίτα ένα αεροπλάνο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τη λέξη.
Τον χειμώνα ανεβήκανε στην Αθήνα με το λεωφορείο. Εφτά ώρες δρόμος. Βλαστήμησαν από τις στροφές, τον εμετό, την ταλαιπωρία. Όσες μέρες έμειναν στην πρωτεύουσα είχαν στο στόμα την πίκρα του Αχλαδόκαμπου. Ψώνισαν, πήγαν σε γιατρούς, τους έμειναν τα μισά λεφτά. Σκέφτηκε ο πατέρας να γυρίσουν πίσω με αεροπλάνο.
Στο αεροδρόμιο ξεδιπλώθηκε μπρος στα μάτια της ένας καινούργιος κόσμος. Δεν τους έντωνε ρούπι. Στο μαγαζί με τα σουβενίρ αγόρασε μια κούκλα. Μια αραπίνα στο χρώμα της σταφίδας, με τσαχπίνικα μάτια, κατσαρά γυαλιστερά μαύρα μαλλιά και σκούρο κόκκινο μαλακό σώμα. Σαν να ‘ταν γεμισμένο με σπόρια. Ένα κοριτσάκι δίπλα της, από την Αλεξανδρούπολη, όπως είπε ο ένας πατέρας στον άλλο, αγόρασε μια ξανθιά κούκλα με πράσινο λαχανί σώμα. Δεν ήξερε ότι η Αλεξανδρούπολη ήταν στην άλλη άκρη του χάρτη. Δεν είχε πάει ακόμα σχολείο. Δεν ήξερε για ανταλλαγή διευθύνσεων, τηλέφωνα. Δεν ήξερε ότι δεν θα ξανάβλεπε το κοριτσάκι με την ξανθιά πράσινη κούκλα ποτέ ξανά στη ζωή της, αλλά θα είχε την ανάμνησή της για σαραντατόσα χρόνια.
Όταν σε λίγο ο πατέρας είπε πάμε στο αεροπλάνο, η μοναξιά της σταφιδίσιας νύχτας έγινε κόμπος στον λαιμό. Όχι, δεν μπαίνω μέσα, ούρλιαζε η μικρή στο αεροδρόμιο, δεν μπαίνω στον ουρανό, στη νύχτα, σκιάζουμαι. Οι γονείς τής έκλειναν το στόμα, τη βάλαν μέσα σέρνοντας. Ρεζίλι γίναν στους υπόλοιπους συνταξιδιώτες. Ο πατέρας κοίταζε πλάγια μήπως βρεθεί κανάς γνωστός. Μα ποιος συγχωριανός να ταξιδέψει με αεροπλάνο; Προτιμούσαν την καρότσα στο φορτηγό του Νιόνου ή όσοι είχαν λεφτά το Κτελ. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Πλάνταξε στο κλάμα όση ώρα διήρκεσε η μικρή διαδρομή αυτού που τόση ώρα νόμιζε για αεροπλάνο. Όταν σταμάτησε το λεωφορειάκι του αεροδρομίου, η μικρή μπήκε ολόχαρη ήσυχα και πρόθυμα στο αληθινό αεροπλάνο. Κι όταν μετά από μισή ώρα έφτασαν στον προορισμό τους ήξερε τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Αεροπόρος, φυσικά. Το έλεγε δεξιά κι αριστερά σ’ όλους τους φίλους και συγγενείς εκείνο το καλοκαίρι των έξι της χρόνων. Όλο το καλοκαίρι μέχρι το επόμενο ταξίδι στην πόλη για επίσκεψη στον οφθαλμίατρο, όπου διεγνώσθη με αστιγματισμό και υπερμετρωπία. Και με υπέρμετρη θλίψη έκτοτε για τις χαμένες πτήσεις.
* Η Φωτεινή Βασιλοπούλου ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Καλαμάτα. Έχει γράψει τα βιβλία: Για μια χούφτα ζωή: Δεκαεφτά Διηγήσεις, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015, τις ποιητικές συλλογές Πρωσικό Μπλε, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2016, Αμείλικτο νερό, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019 και από κοινού με τον Γιώργο Γάββαρη τη συλλογή Λάμψη Λεπιδοπτέρων, 68 Χαϊκού, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2018. Έχει, επίσης, συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους και ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες.