Και όπως φύσαγε αργά, σχεδόν βαρετά ο αέρας, μεμιάς φούσκωσε και βούρκωσε ο ουρανός σαν θάλασσα. Εκείνος της χλιδής. Εκείνη, δηλαδή η ηλικιωμένη κάθεται μαζεμένη απέναντι στον καναπέ, ράβοντας με κλωστή λευκή τη μαύρη της ζακέτα όταν ξαφνικά ένιωσε να τη διαπερνά το ψύχος, με τη ράχη ηλεκτρισμένη, τώρα, που η βελόνα ξέφυγε του στόχου τρυπώντας τον αντίχειρα και αργά τομή ολόκληρη στον βραχίονα ανατέμνει, ξεσπώντας και τρυπώντας την ψυχή, τον άνθρωπο και ξανά το χέρι σαν χειρουργός με χαλασμένα χέρια και ολοένα αγκαλιάζει αισθαντικά και παθιασμένα τις ματωμένες κουρτίνες, χορεύοντας μαζί με αυτές και μυρίζοντάς τες, γυρνώντας 180° στο πλευρό και κάποιου ονειρικού. Διαστρεβλώνοντας το σκηνικό σαν σε βομβιστική επίθεση ή ταινία του Tarantino (με το ψυγείο αντιαρματικό και την κουζίνα το κέντρο επιχειρήσεων και τη γριά λιποτάκτη). Η γκρίζα γάτα στο πλευρό της, που δεν είχε κουνηθεί διόλου συνέχιζε τον ύπνο εκπέμποντας πιο χαριτωμένη από ποτέ, την ώρα που με δάκρυα χαράς στα μάτια και σε κατάσταση έκστασης βρίσκει τον κουβά με τη μπογιά, τον φέρνει πλάι της, τον ανοίγει, τον μυρίζει και αφού τον αραίωσε με αρκετό νερό και λίγο νέφτι, αφού βρήκε στο ξεχειλωμένο ντουλάπι που ήταν σα να σου έβγαζε τη γλώσσα, το χύμα πλαστικό μπουκάλι το κονιάκ τραβώντας τρεις γερές ρουφηξιές, βάστηξε με αγωνία το βαρύ αντικείμενο αδειάζοντας το πάνω στις αιματοβαμμένες κουρτίνες. (Εδώ πρέπει να σημειωθεί το χρώμα της μπογιάς που ήταν γαλάζιο). Γαλάζιο βαθύ όπως το πιάνο που δέσποζε στην άκρη της σάλας. Η γιαγιά σηκώθηκε πήγε κι έκατσε, άνοιξε το καπάκι αρχίζοντας ρυθμικά τα πλήκτρα να χτυπά. Η γάτα ξύπνησε από τον ήχο τρέχοντας κοντά στο μεγάλο όργανο. Ανέβηκε στην ουρά-παρολίγο να ξαπλώσει το αλκοόλ στις νότες- κατεβαίνοντας στα πλήκτρα και άρχισε να τα ποδοπατά. Οι πατούσες που είχαν λερωθεί τα χρώματα, σχημάτισαν μια τρίχρωμη σειρά που στο ενδιάμεσο μπερδευόταν σε καμβά. Το πιάνο αρμένιζε με τον αέρα, όπως αερικά ξεπετιόταν οι μελωδίες από το στόμα της, κάτι σαν άριες με βαλς τέμπο. Μια αυτοσχέδια μουσική υπόκρουση. Ενόσω χτύπαγε τα πλήκτρα, δάκρυα την κατέκλυζαν ορμώμενα στην χάρτινη παρτιτούρα που οι νότες της άρχισαν να γερνούν και ξέφτιζαν από το υγρό στοιχείο. Το πιάνο έπαψε, η μουσική κρύφτηκε πίσω από τα έπιπλα μαζί με τη γάτα. Οι κουρτίνες σε αποχρώσεις λευκού, με πιτσιλιές από κόκκινο και πολύ γαλάζιο ήταν σαν έκθεμα σε μουσείο του Andy Warhol! Η γριά αφού ανέσυρε το σαπισμένο από την υγρασία μπαούλο πίσω από τη βιβλιοθήκη, κάπως σκονισμένο και αρκετά βαρύ (με δυσκολία το τράβηξε) έβαλε τον κωδικό στην κλειδαριά, άνοιξε και άρχισε νευρικά να αφαιρεί αντικείμενα. Παλιές παρτιτούρες, φουστάνια, μερικά τιμαλφή και το συμβόλαιο του σπιτιού που την προηγούμενη άφηνε στην αδερφή της. Εδώ και πέντε μέρες είχε μάθει πως πάσχει από μια σπάνια ασθένεια μη αναστρέψιμη. Το κράτησε στα χέρια και αφού το διάβασε το έσκισε σε τρία κομμάτια.
Post cover: Vincent van Gogh | Marguerita Gachet at the Piano, 1890