Το θέατρο ήταν άδειο, ο τελευταίος θεατής είχε φύγει πριν από δυο ώρες και οι καθαρίστριες είχαν αφήσει τα σύνεργά τους στην αποθήκη πριν από μισή ώρα. Ο ευγενικός φύλακας, αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη για να περάσει μέσα η γλυκιά χωριατόπουλα, κόρη ενός φίλου του. Κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του αν κάποιος τον έβλεπε να επιτρέπει την είσοδο σε μια ξένη, θα τον έδιωχναν χωρίς δεύτερη κουβέντα, ίσως του έκαναν και μήνυση από πάνω, ίσως τον έσερναν στα δικαστήρια ζητώντας του μια περιουσία για αποζημίωση, όμως άξιζε το ρίσκο, η οικογένεια που βοηθούσε ήταν εξαιρετική. Εξαιρετική! Δεν θυμόταν να είχε χρησιμοποιήσει άλλη φορά αυτή τη λέξη αλλά δεν έβρισκε κάποια καλύτερη για να χαρακτηρίσει την οικογένεια του φίλου του. Συνελόντι ειπείν, δεν υπήρχε περίπτωση να το μετανιώσει ακόμη κι αν έχανε την αναθεματισμένη δουλειά του, η οποία έτρεφε την οικογένειά του πάνω από δέκα χρόνια.
Η όμορφη κοπέλα, με το απαλό δέρμα και το ευγενικό χαμόγελο, τρύπωσε μέσα στην αίθουσα παραστάσεων και διέσχισε τον διάδρομο, ανάμεσα στα καθίσματα, που οδηγούσε στη σκηνή, κρατώντας στα χέρια της το κείμενο που θα πρόβαρε. Ένιωθε ευτυχισμένη. Το όνειρό της ήταν να γίνει μια νέα Κατίνα Παξινού και ήταν διατεθειμένη να δουλέψει σκληρά, με πάθος και όρεξη, αρκεί να ελευθέρωνε από μέσα της το βρυχηθμό του ταλέντου της.
Ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου και χαμογέλασε. Η συγκίνηση της έφερε δάκρυα στα μάτια. Πριν από δυο μέρες έκανε πρόβα στα χωράφια, καθώς μάζευε με την οικογένειά της φρούτα από τα δέντρα και τώρα βρισκόταν πάνω στη σκηνή, εκεί που μεγάλα ονόματα, σπουδαίοι ηθοποιοί, έδιναν κάθε βράδυ παράσταση. Η κολλητή της δεν θα την πίστευε. Η αλήθεια είναι πως η φίλη της, εκείνη η απερίσκεπτα ρομαντική κοπέλα με τις κόκκινες αφέλειες, πάντα τη ζήλευε, συνήθιζε να διυλίζει τον κώνωπα και να καταπίνει την κάμηλο, παρ’ όλα αυτά την αγαπούσε και νοιαζόταν για εκείνη.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο κείμενο και το άφησε στο σανίδι. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκανε μια πιρουέτα για να διώξει τη νευρικότητά της. Ωραία, τώρα ήταν έτοιμη να προβάρει τα λόγια της. Έκλεισε τα μάτια, συγκεντρώθηκε και ξεκίνησε να μιλάει δυνατά. Το μικρό γατάκι είχε μεταμορφωθεί σε πανίσχυρο λιοντάρι, έτοιμο να ξεσκίσει οποιονδήποτε θα έμπαινε εμπόδιο στη διαδρομή του.
Στα τελευταία καθίσματα, ξαπλωμένος αναπαυτικά προς τα πίσω, για να μη γίνεται εύκολα αντιληπτός, ένας μουσάτος άνδρας παρακολουθούσε την ερμηνεία της με ανασηκωμένο φρύδι. Ο διάσημος σκηνοθέτης, ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης της αβανγκάρντ, ήταν έτοιμος να σηκωθεί επάνω και να της βάλει τις φωνές, όμως υπήρχε κάτι σε εκείνη την άβγαλτη κοπέλα που του θύμιζε… Κάτι από εκείνον. Του θύμιζε τον εαυτό του στα νιάτα του. Πάλεψε μέσα του για να πνίξει τις γραώδεις υπερβολές του, το αχόρταγο εγώ του, το οποίο φοβόταν οτιδήποτε λαμπερό και ταλαντούχο. Έπρεπε να παραδεχτεί πως το νιάνιαρο είχε ταλέντο και πείσμα. Και; Ήταν αυτά αρκετά για να γίνει ηθοποιός; Θα άντεχε την πίεση;
Ένωσε τα χέρια του πάνω από τη μύτη και προσπάθησε να διώξει συναισθηματισμούς και αηδίες. Ο χώρος του θέματος είναι άτεγκτος κι εκείνη έμοιαζε τόσο ευαίσθητη… Δεν θα κατάφερνε να φτάσει ούτε στα μισά της διαδρομής. Τα μεγάλα ονόματα, οι κυνικές ύαινες του χώρου, οι δήθεν καλλιεργημένοι άνθρωποι του πνεύματος, μόλις οσφραίνονταν το ταλέντο της θα ορμούσαν με λύσσα πάνω της για να την ξεσκίσουν. Μια νεαρή χωριατοπούλα, με όνειρα και ταλέντο, μπροστά στην πανίσχυρη ιντελιγκέντσια δεν είχε καμιά πιθανότητα, εκτός αν είχε κάποιον γνωστό για να της δώσει ώθηση.
Ο σκηνοθέτης συνήθιζε να λέει πως δεν αρκούσε το ταλέντο για να φτάσεις ψηλά, έπρεπε να έχεις κι ένα εισιτήριο διαρκείας για να σου ανοίγει πόρτες. Η πλέμπα το ονόμαζε «μέσον», «βύσμα». Ανάμεσα σε δυο καλούς ηθοποιούς επιλεγείς πάντα εκείνον που είναι ανιψιός ενός φίλου ή γνωστού, εκείνον που είναι παιδί ενός πολιτικού, πανίσχυρου, προσώπου. Ανάμεσα σε έναν καλό ηθοποιό, χωρίς μέσον, κι έναν μέτριο ηθοποιό, με μέσον, επιλέγεις πάντα τον δεύτερο. Δυστυχώς, έτσι παίζεται το παιχνίδι της ζωής εισέτι. Η κοινωνία μας είναι μια ζούγκλα, ένας απέραντος οχετός υποκρισίας και ανθρωποφαγίας, ντυμένος βέβαια με λαμπερά στολίδια και χρυσοποίκιλτες λέξεις όπως: «Δημοκρατία», «πολιτισμός», «ελευθερία», «ισότητα».
Η διάβρωση της κοινωνίας δεν προήλθε εκ του μη όντος, οι άνθρωποι έγιναν αχόρταγα τέρατα, εγωιστικές μαριονέτες της ύλης, αργά και σταθερά, ναρκώνοντας τον αλτρουισμό. Όποιος τολμήσει να ανανήψει, καρατομείται επιτόπου. Η κοινωνία βυθίστηκε αύτανδρη.
Στα τελευταία καθίσματα, ξαπλωμένος αναπαυτικά προς τα πίσω, για να μη γίνεται εύκολα αντιληπτός, ο εκκεντρικός σκηνοθέτης συνέχιζε να κάνει περίεργες σκέψεις παρακολουθώντας ταυτόχρονα την κοπέλα να ερμηνεύει τον ρόλο της πάνω στη σκηνή. Αν ήταν σαδιστής, αν του άρεσε να βλέπει τους ανθρώπους να βασανίζονται και να υποφέρουν, θα άφηνε αυτό το νιάνιαρο να συνεχίσει να ονειρεύεται, όμως δεν ήταν παλιάνθρωπος. Ακόμη κι αν της έδινε εκείνος μια ευκαιρία, ακόμη κι αν την έπαιρνε σε μια παράστασή του, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Παρά ήταν εύθραυστη. Η εμπειρία του τον βοηθούσε να καταλάβει ποιος είχε ελπίδες και ποιος όχι. Η χώρα είναι μικρή και οι θέσεις περιορισμένες. Δεν θα την άφηνε να καταστρέψει τη ζωή της.
Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να φωνάζει, να απειλεί πως θα καλέσει την αστυνομία, ξεφτιλίζοντας με τον χειρότερο τρόπο την κοπέλα και τον φύλακα που της επέτρεψε την είσοδο. Όταν εκείνη άρχισε να κλαίει ζητώντας του συγγνώμη, ο σκηνοθέτης ένοιωσε την σκληρή καρδιά του να μαλακώνει αλλά κρατήθηκε, δεν έπρεπε να το δείξει, θα έκανε κακό σε εκείνο το δύσμοιρο πλάσμα.
«Είσαι ατάλαντη», της φώναξε καθώς την οδηγούσε προς την έξοδο. Εκείνη έσπρωξε την πόρτα, βγήκε από το θέατρο και γονάτισε στο πεζοδρόμιο ξεσπώντας σε λυγμούς. Η φυσική ερμηνεία της εκείνη τη στιγμή, καθώς πενθούσε για τα όνειρά της, ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει ο σκηνοθέτης. Δεν είπε τίποτα άλλο, μπήκε μέσα κλείνοντας αργά την πόρτα πίσω του και επέστρεψε στην αίθουσα αδιαφορώντας για την απολογία του σαστισμένου φύλακα. Κάθισε, όπως πάντα, στα τελευταία καθίσματα και κοιτάζοντας την άδεια σκηνή προσπάθησε να αναλογιστεί αν είχε πράξει το σωστό. Φυσικά και το είχε πράξει, σκέφτηκε συνοφρυωμένος. Τι τον είχε πιάσει βραδιάτικα; Δεν έπρεπε να λυγίσει, δεν έπρεπε να της δώσει μια ευκαιρία, όχι αν ήθελε το καλό της.
Ο φύλακας τον πλησίασε δειλά και αφού απολογήθηκε, για ακόμη μια φορά, με τρεμάμενη φωνή, παρακάλεσε τον διάσημο σκηνοθέτη να δώσει μια ευκαιρία στην κοπέλα. Ήταν πραγματικά πολύ καλή και τίμια, προσπαθούσε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, να γίνει ηθοποιός και…
«Αρκετά», τον διέκοψε εκείνος σηκώνοντας το χέρι του. «Θα ζητήσω να σε διώξουν», του είπε ψυχρά.
Ο φύλακας τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και γονάτισε μπροστά του προσπαθώντας να τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Του εξήγησε πως είχε παιδιά να μεγαλώσει, χρειαζόταν αυτή τη δουλειά, δεν μπορούσε να τον διώξει. Δεν μπορούσε; Αναρωτήθηκε κυνικά ο σκηνοθέτης. Όχι, φίλε, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω.
«Και τώρα δίνε του», τον διέταξε κοφτά.
«Μάλιστα», τραύλισε ο φύλακας. «Θα θέλατε κάτι άλλο πριν φύγω;»
«Ναι», απάντησε ο πανίσχυρος άντρας. «Θέλω ένα μεγάλο σακουλάκι ποπ-κορν και αναψυκτικό».
Ο φύλακας κατένευσε και έφυγε. Ο σκηνοθέτης κοίταξε ξανά τη σκηνή και χάθηκε στις σκέψεις του.