Scroll Top

Κλεονίκη Δρούγκα – Κρύσταλλο Βοημίας

Στη αρχή με είχε σε περίοπτη θέση στο μπουφέ κρύσταλλο Βοημίας με χειροποίητο σκάλισμα, δώρο γάμου από τη μαμά της, όταν παντρεύτηκαν, αν και Αυτός δεν ήθελε ούτε να με δει. Από την αρχή με θεωρούσε αντικείμενο προς εξαφάνιση, φθηνό, αμφιβόλου αισθητικής. Συνήθιζε να λέει, μάλιστα, ότι φλερτάρω με το σκουπιδοτενεκέ. Με ανέχτηκε, όμως κάποιες φορές με κοίταζε αδιάφορα, κάποιες άλλες δεν με ενοχλούσε καθόλου, ορισμένες στιγμές, όμως, με τρόμαζε, όταν με ακουμπούσε. Έκλεινα τα μάτια και περίμενα να δω σε ποιον τοίχο θα έφτανα και τι θα προκαλούσε αυτό στο υλικό που ήμουν φτιαγμένο. Εκείνες οι στιγμές ήταν σκέτος εφιάλτης. Από την άλλη Αυτή, ενώ έλεγε πόσο ταιριάζω με τον μπουφέ, από ένα σημείο και μετά δεν έκανε κάτι για να ενισχύσει τη θέση μου. Στην πραγματικότητα ούτε σ΄ Αυτήν άρεσα, αν και με έπλενε με προσοχή, με στέγνωνε καλά, με κοιτούσε και πάντα με έφερνε πιο μπροστά, όταν Αυτός με έχωνε πίσω από μια γλάστρα ορχιδέας. Αυτή συνήθιζε να με γεμίζει με χειροποίητα σοκολατάκια. Τα έβαζε μέσα μου προσεκτικά και τα έκλεινε εκεί για μέρες -να μην πω μήνες. Υπήρχαν φορές -δεν θα ξεχάσω το λάγνο βλέμμα της- που σήκωνε με τρόπο το κρυστάλλινο καπάκι, δάγκωνε τα χείλη, έπαιρνε ένα σοκολατάκι κι έριχνε κλεφτές ματιές στην πόρτα. Ήταν τότε που δεν την κοιτούσε Αυτός. Θα έτρωγε και θα το ‘φχαριστιόταν. Θα γέμιζε σοκολάτα το μέσα της, θα έγλυφε τα χείλη της γύρω γύρω, θα έσταζε στο πάτωμα και καρφάκι δεν θα της καιγόταν. Σπάνια, βέβαια, αυτή η χαρά ωστόσο, μεγάλη. Τα παιδιά, πάλι, με άνοιγαν άτσαλα, δεν καταλάβαιναν την αξία μου και πάντα ξεχνούσαν το καπάκι.

Μέχρι που ήρθε αυτός ο νέος ιός αρχές του ΄20 και άλλαξαν όλα! Από εκεί που περνούσα ώρες μοναξιάς και τα είχα βρει με τον εαυτό μου, άλλαξε ο ρυθμός του κόσμου. Δεν υπήρχε μέρα που να μην μετακινηθώ, για να φάνε, να παίξουν ping pong στο τραπέζι που ήταν δίπλα, να κάνουν εργασίες. Ριγούσα στη σκέψη ότι με παίρνουν στα χέρια τους, με ρίχνουν στην πολυθρόνα και μου σπάνε το κρυστάλλινο καπάκι. Τα παιδιά θα τα συγχωρούσα Αυτόν, όμως, όχι. Τον άκουγα επτά μέρες την εβδομάδα, τρεις και δεκατρείς και παραπάνω ώρες και αναστατωνόμουν. Διαρκώς ήθελε να με εξαφανίσει. «Τί τις θες όλες αυτές τις αηδίες; Καιρός να αποφασίσουμε τι θα μείνει και τι θα φύγει από εδώ μέσα», έλεγε. Κι Αυτή απαντούσε «τα δικά μου πράγματα μην τυχόν και τα πειράξεις. Να πετάξεις τα δικά σου». Ήμουν σε ένταση, ακούγοντάς τους κάθε μέρα, όλη μέρα αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Από την άλλη τα σοκολατάκια με δαμάσκηνο εμπλουτίζονταν με εκείνα που είχαν κερασάκι από το γειτονικό super market και με άλλα από το παραδίπλα μπακάλικο και ποτέ δεν έμενα άδειο. Έβαζαν τα χέρια τους μέσα μου πέντε κι έξι και παραπάνω φορές κι έτρωγαν όλοι. Το πρωί Αυτός έτρωγε ένα σοκολατάκι κι έφτιαχνε ελληνικό καφέ. Το μεσημέρι ,ενώ έβλεπε ειδήσεις, με πετούσε στον καναπέ και έτρωγε -από θαύμα γλύτωσα. Το απόγευμα που πήγαινε για άσκηση, ωστόσο, ηρεμούσα, ενώ Αυτή διάβαζε δίπλα μου. Το βράδυ της ψιθύριζα, αλλά ήταν τόσο δυνατές οι φωνές όλων, που μαζευόμουν πίσω από τα άλλα αντικείμενα στον μπουφέ.

Μετά από τόσες μέρες και νύχτες Αυτός αποφάσισε να με βγάλει έξω από το σπίτι. Τώρα μάλιστα. Αυτοί ραγισμένοι μέσα. Κι εγώ ατόφιο έξω.