Η ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Η μητέρα μου αρρώστησε..
Έμενε ακίνητη για ώρες στην πολυθρόνα της κοιτώντας το ταβάνι.
Ο πατέρας την έσερνε κάθε βράδυ στο κρεβάτι απ’ τα μαλλιά. Άκουγα βογκητά και κραυγές.
Λίγο πριν αρρωστήσει, ζωγράφιζε κάτι δύσμορφα πρόσωπα, ανθρώπους με κεφάλι ύαινας, κάτι γυναίκες δεμένες με αλυσίδες πάνω σε τροχούς, να μαστιγώνονται από ζωόμορφα όντα.
Μια μέρα πριν την κλείσουν στο ψυχιατρείο, έσκισε με τα νύχια της το πρόσωπο του πατέρα μου, και προσπάθησε να πέσει απ’ το μπαλκόνι.
Έβλεπα τα ίχνη από τις ουλές στα μάγουλά του κάτω από τα σκοτεινιασμένα μάτια του.
Μετά ένα μήνα έφερε μια άλλη γυναίκα στο σπίτι.
Τρώγαμε όλοι μαζί στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνη με σέρβιρε με χαμηλωμένα μάτια, δεν γύριζε ποτέ της να με κοιτάξει. Δεν ήξερα τι χρώμα είχαν τα μάτια της.
Ήταν πιο σιωπηλή από την μητέρα, μια ξένη, αφού δεν άπλωνε το χέρι όπως η μητέρα μου να αγγίξει απαλά τα χείλη μου, να με σφίξει στην αγκαλιά της. Αν το έκανε θα της έσπαγα τα χέρια.
Το σώμα μου, το πρόσωπό μου, εγώ, ήμουν μόνο της μητέρας μου.
Τα βράδια άρχισαν πάλι τα βογκητά και οι κραυγές.
Η ξένη γυναίκα ένα απόγευμα άρχισε να ετοιμάζει την βαλίτσα της. Το πρόσωπό της μελανιασμένο και πρησμένο. Γύρισε και με κοίταξε για πρώτη φορά. Είχε γαλαζοπράσινα αιχμηρά μάτια. Αλλά και κάτι από το βλέμμα της μητέρας μου, ένας σιωπηλός λυγμός, μια πονεμένη τρυφερότητα, με ποιο δικαίωμα με κοίταζε έτσι, γι’ αυτό την πλησίασα και την έφτυσα στο πρόσωπο. Δεν είπε τίποτα, σήκωσε την άκρη της μπλούζας της και σκουπίστηκε.
Ο πατέρας βλέποντας την βαλίτσα την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε στην κρεβατοκάμαρα. Έτρεξα ξοπίσω τους. Τον είδα που την κρατούσε ανάσκελα και την γρονθοκοπούσε ενώ πηγαινοέρχονταν πάνω της με ορμή. Όταν σηκώθηκε από πάνω της, δίνοντάς της μια τελευταία γροθιά, είδα τα πόδια της και το σεντόνι γεμάτα αίματα.
Ο πατέρας της γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε αργά προς την πόρτα σπρώχνοντας με μέ τον ώμο του.
Η ξένη γυναίκα καθώς με είδε να κοιτάω κοκαλωμένος, κατέβασε το φουστάνι της, και σάλταρε πάνω στον πατέρα μου έχοντας αρπάξει το λαμπατέρ από το κομοδίνο και με το σιδερένιο πόδι του φωτιστικού τον χτύπησε από πίσω στο κεφάλι. Ζαλισμένος ο μπαμπάς έπεσε στο πάτωμα. Μετά εκείνη πήγε στην κουζίνα γέμισε έναν κουβά νερό και το έριξε στα μούτρα του.
Αν το ξανακάνεις θα σε σκοτώσω, είπε ο πατέρας τρίβοντας το κεφάλι του.
Εκείνη σήκωσε ξανά το σιδερένιο πόδι και το κατέβασε δυο και τρεις φορές στα γεννητικά του όργανα. Ο πατέρας λιποθύμησε.
Πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε έναν φίλο της φοιτητή της ιατρικής, για να τον περιποιηθεί να μην μολυνθεί και να σιγουρευτεί ότι δεν θα μπορούσε να ξαναπάει με γυναίκα.
Αύριο φεύγω του είπε, αν τολμήσεις να μ’ ακολουθήσεις θα σε αποτελειώσω.
Εκείνο το βράδυ μας ειδοποίησαν πως η μητέρα μου πέθανε.
Η ξένη γυναίκα με πήγε στο νοσοκομείο να την αποχαιρετήσω. Η μαμά, μου φάνηκε γαλήνια σα να ελευθερώθηκε από κάτι.
Πρέπει να αντιδράς εγκαίρως στο κακό από όπου κι αν προέρχεται μου είπε η ξένη γυναίκα και μου χάιδεψε το κεφάλι. Μου άρεσε που το έκανε, που την άφησα να το κάνει.
Ύστερα κρατώντας στο ένα χέρι την βαλίτσα της και στο άλλο εμένα μπήκαμε σε ένα λεωφορείο και φύγαμε μακριά από τον πατέρα.
* Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε το 1945 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Διηγήματά και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το βιβλίο της “Άγριο βελούδο” τιμήθηκε με τα βραβεία διηγήματος του περιοδικού “Διαβάζω” (2009) και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010). Το βιβλίο της “Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα” τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2017).
Πίνακας: Cagedmind, Rayne artz