Scroll Top

Μιχάλης Κοβανίδης – 9ος όροφος

Κρατούσε από το χέρι τη μαμά της, στο άλλο έσφιγγε το χέρι μιας κούκλας. Πέρασαν την πύλη, τη ρεσεψιόν, βιαστικοί ασπροντυμένοι άντρες και γυναίκες έβρισκαν μια χαραμάδα χρόνου για ένα χαμόγελο σε ένα παιδί. Μια στάλα ήλιος ανάμεσα από τα σύννεφα γλιστράει στα παράθυρα και αντανακλά στα λευκά μάρμαρα. Είναι αρκετό για να κλείνει τα μάτια το κορίτσι και να παίζει με το φως, ανάμεσα από τα ματόκλαδα σκιές παίρνουν σχήματα. Μέσα στα μάτια της, οι άγγελοι κουβαλάνε τους ανθρώπους και φοράνε άσπρα, ιδρώνουν και βιάζονται να προλάβουν…
«Προσέχω μαμά, προσέχω!
Θε-α-γε.. δεν πρόλαβα να διαβάσω την ταμπέλα μαμά. Δεν πρόλαβα σου λέω! Καλά, όταν φεύγουμε να σταματήσουμε, καλά; Μαμά!»
Προχώρησαν προς το βάθος της υποδοχής.
«Μαμά, εδώ μένει ο Θεός; Λέω μήπως είναι το σπίτι του και γράφει στην ταμπέλα τ` όνομα του. Το εξοχικό του μήπως, σαν του θείου Παναγιώτη… Μήπως έρχεται καμιά φορά εδώ; Ναι, κάτι τον θέλω».
Μπήκαν στο ασανσέρ, κόσμος στριμωγμένος, σε κάθε όροφο άνθρωποι ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν σε λεωφορείο. Δεν κρατούσαν γλυκά ή λουλούδια, δεν υπήρχε κενός χώρος για αγκαλιές, παρά μόνο χαρτιά.
Η μικρή μέσα στον πηχτό κόσμο αισθανόταν ακόμη μικρότερη, έχασε την επαφή με τη μαμά της, αν μιλούσε δε θα την πρόσεχε, η φωνή δεν θα έφτανε ψηλά, θα πνιγόταν από τη σιωπή των μεγάλων. Σφιγγόταν επάνω στη μαμά της και κράταγε με όση δύναμη είχε το χέρι της. Στράφηκε και μίλησε στην κούκλα της.
«Τώρα εκεί που θα πάμε, να είσαι χαμογελαστή, μη σε δει λυπημένη, καλά κορίτσι μου; Και μην γκρινιάζεις εκεί οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούνε φασαρίες. Να είσαι μια καλή κούκλα. Και τι ωραίο το φόρεμα σου, μην το λερώσεις».
Ακούστηκε ο ήχος του ασανσέρ. «Ένατος όροφος», άνοιξε η πόρτα, άφησε το χέρι της μαμάς της και έτρεξε προς το θάλαμο.
«Εντάξει εδώ είμαι, προσέχω μαμά!»
Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, σοβαρή και προβληματισμένη.
«Σου αρέσει η κούκλα μου, τη θυμάσαι; Ελένη η μικρή, εγώ η μεγάλη. Ναι είναι φίλη μου, μη μιλάς εσύ να μην σε κουράζω είπε η μαμά. Και μετά θέλει κάτι να σου πει και η κούκλα μου.
Κοίτα τι έφτιαξα στο σχολείο, σου αρέσει;
Με χρυσόσκονη, κοίτα πως λάμπει, είναι πολλά αστέρια στον ουρανό και αστερίες στη θάλασσα. Θάλασσα είναι μπαμπά, μην μπερδεύεσαι! Οι αστερίες όμως δε λάμπουν, περπατάνε στο βυθό. Αλλά για να μην λυπούνται έβαλα και σ` αυτούς σκόνη να φωτίζουν. Αλλά, ωχ βλακεία, θα τα βρίσκουν εύκολα τα ψάρια και θα τους τρώνε! Θα το αλλάξω αυτό μόλις πάμε σπίτι!
Είδες αστείο μπαμπά, να είναι στη θάλασσα και να μην ξέρουν να κολυμπάνε, να περπατάνε στο βυθό. Σαν τη θεία Άννα, που κάθεται στην άκρη στο κύμα, φοβάται να μπει πιο μέσα, αστείο ε; Εγώ ξέρω λίγο κολύμπι, ο ξάδερφός μου λέει να με μάθει, αλλά εγώ περιμένω, ξέρεις έτσι; Ξέρεις ποιον περιμένω να με μάθει. Α, δεν σου έδειξα, κοίτα, κοίτα κουνιέται ένα δοντάκι, εδώ μπροστά.
Το ξέρω θα βγει άλλο καινούργιο.
Καλά μαμά. Με ποια κοριτσάκια; Αυτά είναι μικρά, να μείνω μαζί σας; Έλα, όλο λείπει. Τι θα πείτε, να μην ακούω κι εγώ; Καλά θα παίξω.. Για λίγο όμως, μη με ξεχάσετε».
Έτρεξε προς τα άλλα παιδιά, στο βάθος στο μικρό παρεκκλήσι του θαλάμου. Εκείνα σταμάτησαν το παιχνίδι και την παρατηρούσαν. Τα κοίταξε βιαστικά και μπήκε στην παρέα. Έδειξε με το χέρι της προς τα εικονίσματα.
«Κοιτάξτε εκεί είναι ο Θεός. Αυτά είναι εικόνες και μέσα τους κρύβεται, αλλά και στον ουρανό. Δεν ξέρω γιατί, κρύβεται συνέχεια, μπορεί να φοβάται τους ανθρώπους. Όχι, δεν το χτύπησαν, το σταύρωσαν το παιδάκι του. Το βλέπεις εκεί; Δεν μπορώ να σε σηκώσω, δε φτάνεις να φιλήσεις, τις έφτιαξαν για τους μεγάλους…
Τόσο γρήγορα μαμά, δεν θέλω ακόμη, θα έρθουμε αύριο; Μαμά με ακούς;!
Α, κάτι ξέχασα να του πω, κάτι μόνο, ένα τελευταίο, ένα ακόμη μαμά. Καλά, αύριο…»
Έβρεχε από τα ξημερώματα, βρέχει ακόμη.
Έσκυψε την κούκλα προς το αυτί που μπαμπά της και κάτι ψιθύρισε, μετά ο ψίθυρος πήρε τη μορφή θυμωμένων απαντήσεων.
«Χθες, στο σχολείο. Ναι, εκείνη το άρχισε! Η Γεωργία στην αρχή, μετά και άλλα παιδιά. «Χαδή, μπαμπά και χαδά τα κοτσιδάκια μου και την κούκλα μου». Έτσι μου έλεγαν!
Δεν την πηγαίνω κάθε μέρα στο σχολείο, μερικές μόνο! Κι άλλες φέρνουν παιγνίδια και παίδουμε στο διάλειμμα και στο ολοήμερο».
Έσκυψε πάλι την κούκλα και ψιθύρισε.
«Μια μέρα, μετά που ήρθες εδώ, με κορόιδευαν και φώναξα θα το πω στον μπαμπά μου και μου είπαν ο μπαμπά σου δεν θα ξανάρθει στο σχολείο. Το είπα, κι εκείνη όλο λέει να καθόμαστε φρόνιμα! Τους κορόιδεψα, τους έβγαλα τη γλώσσα! Το ευχαριστήθηκα!
Εντάξει δεν είμαι πολύ μεγάλη, ούτε και σαν τη Νίκη τόσο μικρή. Μπορώ να κοροϊδεύω αν με πειράδουν. Εκείνη το άρχισε!
Ναι πέρασε λίγο, δεν είμαι θυμωμένη, λίγο θυμωμένη.
Να παίξουμε, να σου δείξω κάτι. Κλείνω τα μάτια, έτσι λίγο, να περνάει το φως να μη γίνεται σκοτάδι. Και τώρα βλέπω σχέδια σαν δωγραφιές. Το κάνεις κι εσύ, αλήθεια; Με τον ήλιο είναι καλύτερα, όχι στη λάμπα, αλλά δεν πειράδει. Τι βλέπεις; Ένα άλογο; Τόιγκ, τι ακούω! Τι άλογο βρε μπαμπά, μήπως είναι μονόκερος; Τι χρώμα έχει ο δικός σου; Ε, μου το πήρες! Καλά ο δικός μου τότε κόκκινος, ο δικός σου άσπρος. Ωχ, τώρα όλο πολύχρωμες βούλες βλέπω. Μια κόκκινη βούλα χορεύει στη μύτη σου, αστείο ε, μπαμπά; Με βλέπεις κι εσύ με βούλες; Πασχαλίτσα, χαχαχα! Ααα να σου δείξω, κοίτα έπεσε το δόντι, εδώ το φύλαξα να στο δείξω. Ε, λίγο σε μερικές λέξεις μόνο. Με δυσκολεύει το δδ, το δδ, μπαμπά! Όπως λέμε δουδούνι! Με το σ,σ, τα καταφέρνω κάπως. Ευτυχώς δεν έχει πολλές λέξεις με δ!
Κοίτα, εδώ βλέπεις σε δωγράφισα. Ναι μεγάλο κεφάλι, χαχαχα, δεν είναι κέρατα, είναι ήλιος, μα είναι κίτρινος! Ήλιος με πόδια, ο μπαμπάς μου. Εδώ δίπλα η μικρή είμαι εγώ, αστεράκι με πόδια, δε φτάνω το χέρι σου. Η μαμά είναι στη δουλειά δεν τη δωγράφ… δεν την έφτιαξα.
Σου βάλανε καλώδια, σαν ρομπότ σε έφτιαξαν. Έχει φάρμακο αυτό μέσα; Δεν μου αρέσει το χρώμα, μπλιάχ! Θυμάσαι που παίδαμε τα ρομπότ. Ο Βασίλης ήταν μικρός δεν μπορούσε να κουνάει τα χέρια και χωριστά τα πόδια του, πήγαινε σαν να έπαθε βραχυκύκλωμα, εσύ του το είπες! Πολύ αστείο ήταν!
Είναι καλοκαίρι τώρα; Κάνει ζέστη γι` αυτό. Άνοιξη; Με τσίμπησε ένα κουνούπι, να σου δείξω, που είναι δεν το βρίσκω, εδώ ήταν μια κόκκινη φουσκάλα, πέρασε φαίνεται, πέρασε χωρίς να το φιλήσεις. Να σου πω κάτι, βαριέμαι να πηγαίνω στο μπαλέτο με τη δέστη, η κυρία Λένια δεν ανάβει το κλιματιστικό γιατί πονάει ο λαιμός της λέει. Όταν κάνει δέστη βαριέμαι, να πεις της μαμάς να με σταματήσει το καλοκαίρι! Ε μέχρι να κλείσει το μπαλέτο, εγώ θα σκάω.
Α, ο Ρούντυ ξέρεις τι έκανε; Δάγκωσε το ρομπότ από τη ρομποτική του σχολείου. Να τον μαλώσεις όταν έρθεις, εσύ τον βρήκες και σ` ακούει. Εμένα όχι, εγώ του λέω «όχι Ρούντυ, όχι» αλλά εκείνος δαγκώνει τον καναπέ και ό,τι βρει. Εμένα δε με δαγκώνει, μ` αγαπάει, μου δείχνει τα δόντια του να έτσι, σαν να γελάει.Θα πρέπει να τον κουρέψουμε λέει η μαμά. Το ρομπότ το επέστρεψα στην τάξη δαγκωμένο. Μας αφήνει καμιά φορά να το έχουμε σπίτι μας. Ο δάσκαλος με ρώτησε, «ήταν νόστιμο;», και γέλασαν όλοι κι εγώ μαζί. Ήταν αστείο, ο κύριος της ρομποτικής λέει πολλά αστεία, το ξέρεις το όνομα του; Κύριος Αγαμέμνωνας, παράξενο όνομα, ο πρώτος που ξέρω με αυτό. Ο Πτολεμαίος έχει το επόμενο παράξενο που άκουσα. Συμμαθητής μου! Μου έδωσε το μισό σάντουιτς του μια μέρα. Έπεσε, έπαιζα κι έπεσε. Ε όχι τόσο πολύ μπαμπά, τον αγαπάω, λίγο, κάπως, όχι όπως την ξαδέρφη μου, που παίζουμε τις Κυριακές! Και ο κύριος αγαπάει τα σκυλιά και δε θύμωσε για το σημάδι στο πλαστικό. Έχει κι εκείνος σκυλί και του κάνει διάφορες ζημιές λέει. Κοιμάσαι; Κουράστηκες; Α, αυτό μόνο και φεύγουμε μαμά! Έλα αυτό μόνο, ένα τελευταίο!.. Στο αυτί, είναι μυστικό.
Όταν θα βγουν πολλά κουνούπια και με τσιμπάνε να είσαι σπίτι να φιλάς τη φουσκάλα να περνάει».

Η βροχή συνέχιζε, αλλά είχε χορτάσει τα νεύρα της. Πέρασαν την κεντρική πύλη και βγήκαν στο δρόμο.
«Μαμά, αύριο θα `ρθούμε; Κάτι… Ξέχασα, να το πω σήμερα. Όχι δεν είπα και πολλά! Σιγά, μην ήμουν δωηρή!»
Άλλο ένα επισκεπτήριο. Κάποια κρεβάτια άδειασαν και γέμισαν πάλι. Στο διάδρομο του θαλάμου δυο παιδιά έπαιζαν. Μια νοσοκόμα έφερε το δάχτυλο στο στόμα και τους έκανε νόημα «ησυχία». Ησύχασαν για λίγο και επέστρεψαν οι ψίθυροι και τα σκυφτά βήματα.
«Μπαμπά να βγάδεις τη γλώσσα στην αρρώστια, όπως κάνω κι εγώ όταν με πειράδουν στο σχολείο, να σου δείξω, έτσι, ναααα να την κοροϊδεύεις με δύναμη, νααααα! Εντάξει μαμά, κάτι δείχνω στον μπαμπά, για να νικήσει του λέω.
Είμαι λίγο, στεναχωρημένη, θα σου πω.
Αύριο κάναμε, ουχ, σωστά, χθες κάναμε βουτιές με το Δημητράκη και ξέρεις κάτι, νομίδω ότι άρχισα να κολυμπάω. Δεν το ήθελα μπαμπά, εγώ περιμένω να μου μάθεις εσύ, αλλά νομίδω ότι, χθες, έμαθα λίγο περισσότερο, με μαθαίνει η θάλασσα, δεν βουλιάδω και αν προσπαθώ πάλι δεν βουλιάδω. Μπορεί ένας άνθρωπος να μη βουλιάδει στο νερό; Υπάρχουν γοργόνες με κοτσιδάκια; Ωραία, έτσι, κάτι σκέφτηκα…
Αν δεν έρχεσαι θα τα μαθαίνω όλα μόνη μου, γιατί έτσι γίνεται με τα παιδιά, όπως με τη θάλασσα που μαθαίνω μόνη μου να κολυμπάω. Και θέλω να φυτεύουμε λουλούδια και να τηγανίσω αυγό, θυμάσαι που μου είπες να μου μάθεις, αυτό το κρατάω για σένα. Δε θα τηγανίσω με κανέναν άλλο!
Είναι ψηλές οι γοργόνες ή κοντές; Ο μπαμπάς τους είναι μόνο γοργόνος ή και άνθρωπος; Κάτι σκέφτηκα…
Να έρθεις γρήγορα, γιατί μεγαλώνω γρήγορα, κοίτα, κοίτα με, ψήλωσα πάλι, δυο γραμμούλες, ψήλωσα χωρίς εσένα, σε εκείνες τις γραμμούλες μου εσύ δεν ήσουν. Μετράω πόσο μεγαλώνω. Τις βάφω με καφέ μαρκαδόρο, να θυμάμαι πόσες έλειπες.
Πάλι! Δεν θα πάω! Έχω να του πω κι άλλα μαμά, κι αν αργήσει να γυρίσει κι εγώ γίνω κοπέλα; Μου χρωστάει τρεις γραμμούλες! Σήμερα θα του πω τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Να μην ξέρει; Μόνο εσύ; Θα φωνάδω! Ναι σιγά, πόσες πολλές ακόμη, τι είμαι γίγαντας, ή μαγική φασολιά; Μη γελάς, σοβαρά το λέω!
Καλά, αλλά για λίγο, μετά έχω να πω κάτι ακόμη, ένα τελευταίο».
Παρκαρισμένα βιαστικά τα αυτοκίνητα, πάνω σε διαχωριστικές νησίδες και πεζοδρόμια, λες και οι οδηγοί τα εγκατέλειψαν κι έφυγαν να κρυφτούν στο μεγάλο κτίριο στο χρώμα της ώχρας.
Ουρά τα ταξί και τα αυτοκίνητα μπροστά από την είσοδο, εκεί οι οδηγοί φοράνε την ευγένεια τους, ίσως θυμούνται την κοινή μοίρα των ανθρώπων και περιμένουν τη σειρά τους. Ο χώρος ξαφνικά γέμισε φανταχτερά φεϊγβολάν στο χρώμα του χρυσού, διαχρονικές μπίζνες για εύκολο χρήμα βρίσκουν τρόπο να επιστρέφουν από άλλες εποχές. «Αγοράζονται κοσμήματα τοις μετρητοίς». Σαν μύκητες εισχώρησαν στα αυτοκίνητα, στο ασανσέρ, στους θαλάμους των ασθενών.
«Τι θα κάνουμε τώρα μαμά, που θα πάμε, δεν θέλω σπίτι! Σου μιλάω, μην με σφίγγεις, είμαι μωρό; Καλά, μόνη μου.
Κο-σμή-μα-τα με-τρη-τοίς, τι είναι μετρητοίς μαμά; Εκεί το γράφει σε ένα χαρτί στο ασανσέρ. Γιατί «σα δεν ντρέπονται» τι έκαναν;..»
Πέρασαν κι άλλες μέρες, κι άλλες γραμμές χαράχτηκαν, κι άλλες ματιές συναντήθηκαν. Οι πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν, άφηναν και μάζευαν ανθρώπους. Οι καθαρίστριες καθάριζαν τα ίχνη και η ζωή άφηνε κι άλλα.
«Γιατί σήμερα φεύγουμε τόσο γρήγορα; Σήμερα δε μου μίλησε ο μπαμπάς, ήταν κουρασμένος; Εγώ φταίω που τον κουράζω και του μιλάω πολύ, υπόσχομαι μαμά, δεν θα μιλάω πολύ, μόνο να με φέρνεις μαζί σου να τον βλέπω. Θα κάθομαι στην καρέκλα και δε θα κάνω τίποτα. Αλήθεια μαμά και μόλις μου λες να φεύγω θα πηγαίνω να παίζω στο διάδρομο. Εντάξει μαμά;
Θα `ρθούμε αύριο;
Θα `ρθούμε;
Γιατί δε μιλάς;…
Μαμά;….μαμά;
Τι σου ζητάω μαμά, να με παίρνεις μαζί σου!…
Μαμά, είπα το ζήτα!

τ έ λ ο ς