Scroll Top

Ποιήματα του Attila F. Balázs – Μετάφραση: Μανώλης Αλυγιζάκης

Ο Attila F. Balázs γεννήθηκε στο Targu Mures της Τρανσυλβανίας (Ρουμανία) στις 15 Ιανουαρίου 1954. Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, γράφτηκε στο Θεολογικό Κολλέγιο του Alba Iulia το 1973. Εγκατέλειψε το σχολείο το 1976 και ολοκλήρωσε ένα μάθημα κουκλοθέατρου στο Κρατικό Κουκλοθέατρο στο Targu Mures. Εργάστηκε σαν κουκλοπαίχτης στο Κουκλοθέατρο του Targu Mures το 1976 και το 1978. Εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη του Miercurea Ciuc απ’ την αρχή μέχρι το φθινόπωρο του 1978. Πήρε δίπλωμα στη βιβλιοθηκονομία και τη μετάφραση στο Βουκουρέστι το 1982. Μετακόμισε στη Σλοβακία όπου και εγκαταστάθηκε το 1990. Εργάστηκε για την εφημερίδα ΥΠΝΟΣ της Μπρατισλάβα (1990-1991), New Word, 1991, και το FreePress 1992. Εργάστηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Σλοβακίας από το 1990 έως το 1995. Εργάστηκε σαν διευθυντής των εκδόσεων Madách House (1993). Το 1994 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο AB – ART, εκ των οποίων είναι γενικός διευθυντής μέχρι σήμερα. Το 1996 κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό περιοδικό Szőrös Kő [Hairy Stone], του οποίου ήταν ο αρχισυντάκτης από το 2011. Αρχή με το 2010, ήταν συντάκτης του περιοδικού Poesis International.

Είκοσι ένα βιβλία ποίησης και πεζογραφίας του έχουν δημοσιευτεί στο εννέα χώρες σε 12 γλώσσες, καθώς και 17 μεταφράσεις του από Ρουμανικά, Αρομάνικα, Ισπανικά και Πορτογαλικά. Ως συντάκτης του εκδοτικού ΟίκουAB-ART έχει εκδώσει πάνω από 600 βιβλία. Έχει δημοσιεύσει την καλύτερη ουγγρική σύγχρονη ποίησης στη σειρά Τα Πιο Όμορφα Ποιήματα. Συχνά παίρνει μέρος σε Φεστιβάλ διεθνής ποίησης. Είναι μέλος Οργανισμού Ούγγρων, Ρουμάνων και Σλοβάκων συγγραφέων και Αντιπρόεδρος της Ουγγρικής Λέσχης PEN, μέλος της Austrian Grenloze Literatur, καθώς και η Dellart Society of Cluj. Έχει βραβευθεί με μεταξύ άλλων, τα βραβεία Arghezi, Eminescu, Madách και Blaga. Η δουλειά του έχει μεταφραστεί στα ρουμανικά, σλοβακικά, ιταλικά, σλοβενικά, πορτογαλικά, τσεχικά, αλβανικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, σέρβικα, Βόρεια Μακεδονικά, ρωσικά, χίντι και σουηδικά.

Attila F. Balázs was born in Targu Mures, Transylvania (Romania) on January 15, 1954. After graduating from high school, he enrolled in the Theological College of Alba Iulia in 1973. He left the school in 1976 and completed a course in puppetry at the State Puppet Theatre in Targu Mures. He was a puppeteer at the Puppet Theatre of Targu Mures betwen 1976 and 1978. He was employed at the County Library of Miercurea Ciuc beginning with the autumn of 1978. He obtained a diploma in library science and translation in Bucharest in 1982. He was head librarian of the Library of Miercurea Ciuc County until 1989. He moved to Slovakia where he settled in 1990. He worked for the Nap of Bratislava (Day, 1990-1991), Új Szó (New Word, 1991), and Szabad Újság (Free Paper, 1992), and the Slovak Radio from 1990 to 1995. He was manager of the Madách Publishing House (1993). In 1994 he set up the AB – ART Publishing House, of which he is director to this day. In 1996 he launched the literary journal Szőrös [Hairy Stone], of which he has been chief editor since 2011. Beginning with 2010, he has been editor of the journal Poesis International.

Twenty-one volumes of his poetry and prose have been published in nine countries in 12 languages, as well as 17 volumes of translations from Romanian, Aromanian, Spanish and Portuguese. As an editor (AB-ART Publishing House) he has published more than 600 books. He has published the best of Hungarian contemporary poetry in the series The Most Beautiful Poems. He is a regular guest at international poetry festivals. He is a member of the Hungarian, Romanian, and Slovak Writers’ Unions, a Vice-President of the Hungarian PEN Club, member of the Austrian Grenloze Literatur, as well as the Dellart Society of Cluj. He has won, among others, the Arghezi, Eminescu, Madách, and Blaga prizes. He has been translated into Romanian, Slovak, Italian, Slovenian, Portuguese, Czech, Albanian, English, French, Spanish, German, Serbian, Macedonian, Russian, Hindi, and Swedish.

ΣΙΣΥΦΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΣΤο πείσμα φύτρωνε στο μέτωπο μου
κάθε φορά που είπα να ξαναρχίσω
με το χέρι γεμάτο φωτιά
με το βράχο να παλέψω
με το φως που ρέει
κάτω απ’ το δέρμα μου
διόλου δεν θε με πείραζε
να με σύντριβε ο βράχος
έτσι για να σβηνόταν
η κακή μου φήμη

πού να `ναι `κείνο το βουνό;

πού να `ναι `κείνος ο βράχος;

SISYPHUS BETRAYED

On my forehead stubbornness budding
hey, how many times I’ve wished to start all over
with a blooming fiery hand
I would fight with the rock
light flows underneath my skin
I wouldn’t mind to be crashed
to get rid of the bad fame

where’s that rock
where’s that mountain?

*

ΕΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑΓΗΣ

Ελεγεία του άπειρου
ρυθμός και προσδοκία
ζωγραφίζουν της ζωής
την πιο πιστευτή εικόνα

χάρη, ικανοποίηση, καλοσύνη
απόλαυση, έκσταση
θεϊκή ασάφεια
και ξανά αγαλλίαση

σ’αγγίζω μ’ αγγίζεις
μια χειρονομία ή έλλειψη της
αληθινή ταλαιπωρία
εικονική λύση προς τί;
Αν πλησιάσεις κοντά στον εαυτό σου
Θα σ’ ελευθερώσω απ’ την αποπνιχτική ευτυχία

THE ICON OF CHANGE

Elegy again and again
rhythm pulsates waiting
the world to mechanically color
the icon of change

Attention, boredom, depression
repetition, indifference
intoxication, ecstasy
the divine sobering up

I touch you, you touch me
every act or lack of it
a perfect suffering
virtually a solution to what?
If you come near yourself
I’ll absolve you from the unbearable happiness

*

ΜΠΛΕ

Είναι άραγε μπλε το χρώμα της υπομονής;
έτσι που η θάλασσα κι ο ουρανός
ντύνονται γκρίζο μανδύα
καθώς αρμονία κι υπομονή
κι η λαγνεία των αισθημάτων
ξοδεύονται;

Είναι άραγε η θάλασσα
πάντοτες αγριεμένη
που βυθίζεται στα μάτια σου;

Άραγε εσύ μόνο μπορείς
να παίζεις με τα κύματα της;

Μακριά σκόρπισε το φόβο μου
σαν το πτώμα του χταποδιού

ΜΠΛΕ!

BLUE

Is blue the colour of patience?
Is this why the sea and the sky
turn grey
when harmony
and patience
and the sensuality of emotions
are spent?

Isn’t the sea, ever angry,
that moved into your eyes?

Can you only swing on its waves?

Sweep my fear
far away
like the carcass of an octopus

BLUE!

*

ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ

Μόνο η ηχώ απ’ τα βήματα μου
επίμονα μ’ ακολουθεί
στυλ και συμμετρία, εξιλέωση

κι η τσιχλόφουσκες
σπάζουν και με χτυπούν
στο πρόσωπο

μελαγχολία
το θεριεμένο δάσος με εξιτάρει
με παρηγορεί και
δίπλα μου πλαγιάζει

STYLE AND SYMMETRY

Only the echo of my footsteps
follows me obstinately
style and symmetry in atonement
every inflated chewing gum
hits me on the face

Sadness
the exuberant forest excites me
consoles me
and lies down with me

*

ΜΠΛΕ ΙΙ

Μπλε είναι το χρώμα της υπομονής
γι’ αυτό η θάλασσα κι ο ουρανός
ντύνονται γκρίζο μανδύα
κι η υπομονή
κι η λαγνεία των αισθημάτων
ξοδεύονται.

Η θάλασσα που βυθίζεται στα μάτια σου
δεν αγριεύει ποτέ;
Λικνίζομαι στα κύματα της
καθώς παίρνει το φόβο μου μακριά
σαν το πτώμα του χταποδιού

το ΜΠΛΕ!

BLUE ΙΙ

Blue is the colour of patience.
That is why the sea turns grey
and the sky when harmony
and patience
and the sensuality of emotions
are spent.

The sea that moved into your eyes
is it never angry?
I’m rocked by its waves
while it carries my fear far away
like the carcass of an octopus

the BLUE!

*

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΕΘΑΝΕ

Το διαβολικό κύκλωμα της δεισιδαιμονίας
αυτοσυγκεντρωτική θεωρία
κι ο ποιητής πέθανε χρόνια πίσω
πριν το θάνατο του
το τέλος του κατέγραψε
κάθε του λέξη
και μόνο χρωματιστές καρδιές
αποκωδικοποίησαν το μήνυμα
και στύλωσαν ένα άγαλμα
προς τιμήν
της δυστυχισμένης ευτυχίας

THE POET DIED

Vicious circle of superstition
theory devours itself
the poet died
long before his death
an encoded fate paid in advance
his every word
received only by transceivers
of damaged hearts
that raised a monument
to happy unhappiness

*

ΔΩΜΑΤΙΟ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Μετά το κλείσιμο των μαγαζιών ο κόσμος
σ’ ένα γραφείο αναμονής κάπου στην Ευρώπη

αδέξια διπλώνει την πολυσέλιδη εφημερίδα
απορροφημένος στο διάβασμα
πάνω απ’ το κεφάλι του
σαν σφαίρα η κλεψύδρα
απ’ όπου τα γράμματα
στάζουν αργά-αργά
χάνοντας το νόημα τους

το ρολόι στον τοίχο δεν αλλάζει
μόνον η κλεψύδρα ρέει σταθερά
απαλός ήχος σαν κροτάλισμα
διαστημοπλοίου που γλιστρά
μονότονα από πλανήτη σε πλανήτη

καθώς ξυπνώ απ’ τον υπνάκο μου
και παρατηρώ
την τσαλακωμένη εφημερίδα
απλωμένη στο παγκάκι
και τον καθαριστή που αναπνέει τα σκορπισμένα γράμματα

καθώς μέσα στο δωμάτιο που μοιάζει με τρούλο
μια διαστρεμμένη φωνή πολεμά
ν’ ανακοινώσει σε κάποια ξένη γλώσσα

πως δεν υπάρχει πουθενά πια

EUROPEAN WAITING ROOM

world after closing time
in a European waiting room
clumsily folding the thick newspaper
he is absorbed in reading
above his head the dome
like sphere of the hour-glass
from which the letters
trickle down slowly
lose their meaning

digital clock doesn’t change
only the hour-glass trickles down
with a soft crackling noise
spaceship could make such a sound
as it glides monotonously
from one planet to another

waking up from napping
I notice
the crumpled newspaper
lying on the bench
squat vacuum cleaner inhales scattered letters

in the dome like a demented dove
a distorted voice struggles
to announce something in a foreign tongue

she’s nowhere now

*

ΧΡΟΝΟΣ ΒΟΥΝΟ

Επιστρέφω στον εαυτό μου
ο χρόνος θερμαίνεται
ευφορία και κάθαρση
οι αμαρτίες μου
όνειρα που εγκατάλειψα
δεν τα μετρώ πια
αγώνας και αποτυχία
παράλογες υπευθυνότητες
που συναντώ στην κηδεία
μπορούσα να ΄μουν πλούσιος
μα ποιο μπορεί να ΄ταν το νόημα
όταν δεν ήμουν ζωντανός;

TIME HEAPS UP

I return to myself
for time heaps up well
euphoria over catharsis
my sins
dreams aborted
I no longer count them
struggle and failure
insane responsibilities
I find them at the requiem mass
I could be rich
but what’s the point
if when I wasn’t alive

*

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Το βουητό της πόλης ακούγεται
σαν να μην είναι μεσάνυχτα
πομπή χρωμάτων στο γραφείο αναμονής
διπλώνοντας την εφημερίδα άγαρμπα
η κοπέλα αφοσιώνεται στο διάβασμα
πάνω απ’ το κεφάλι της στο τρούλο
που σαν σφαίρα κλεψύδρας
απ’ όπου οι λέξεις ρέουν προς τα κάτω
ανακατεμένες κι αργά-αργά

το ρολόι αλλάζει την ώρα κανονικά
η άμμος της κλεψύδρας ρέει αργά-αργά
κροταλίζοντας απαλά, ειδυλλιακά
ήχος μοιάζει με διαστημοπλοίου
που σταθερά γλιστρά
από πλανήτη σε πλανήτη

ίσως και λαγοκοιμήθηκα —
η τσαλακωμένη εφημερίδα στο παγκάκι
ο καθαριστής μουρμουρίζει αδιάφορα

στον τρούλο οι λέξεις κυνηγούν η μια την άλλη
σαν παιγνιδιάρικα πουλιά
μιλούν για κάτι, σε μια ξένη γλώσσα
που θα έπρεπε να του δώσω προσοχή

ίσως να μπορέσω να την δω κιόλας

NEWSPAPER ON THE BENCH

the city is humming, as if it weren’t midnight
a cavalcade of colours in the European waiting room
awkwardly folding the thick newspaper
the girl is absorbed in reading
above her head the dome
like sphere of the hour-glass
from which the words trickle down
slowly mixed together

digital clock changes in orderly fashion
the hour-glass trickles down
crackling softly, serenely
such a humming might be in a spaceship
that glides steadily
from one planet to another

I may have dozed off —
the crumpled newspaper on the bench
the squat vacuum-cleaner
murmurs impassively

on the dome the words chase each other
like playful birds
they communicate something in a foreign tongue
I should pay attention

perhaps I will see her too

*

ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Η άμμος κυλά προς στο στόμα του κενού
τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
μόνο υπήρχε
θα υπάρξει
υπήρχε
ψηλότερα
χαμηλότερα
κι εκεί κάτω
απ’ την άμμο
θαμμένη για πάντα
μια πόζα και το φιλί του Ιούδα

HOUR-GLASS

the sand flows in the mouth of nothing
there is nothing more now
only was
and
will
being
only
above
and
below
and there
under the sand
buried for ever
a pose and the Judas kiss

*

ΚΛΕΨΥΔΡΑ ΙΙ

Η άμμος κυλά προς το στόμα του κενού
τώρα και για πάντα
υπήρξε
και θα υπάρχει
υπήρχε
το επάνω
ενώνονται
κάτω απ’ την άμμο
φαίνεται να υπάρχει
το αξέχαστο φιλί

HOUR-GLASS 2

sand flows in the mouth of nothing
now and always
the was
and
the
will
being
the
above
and the below
are interchangeable
under the sand
there appears the pose

of the unforgettable kiss

ΒΑΛΣΑΜΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Το σώμα, το σώμα
στάχτη που πεθυμά
τεντώνεται κι εκτείνεται
τρέφεται από αόρατα υγρά

το σώμα, το σώμα
λαγνεύει ένα οίκο ανοχής
να ηλεκτριστεί, σπασμός
κωδικοποιημένος θάνατος

το σώμα, το σώμα
υπέροχο χαλί εμορφιάς
ψαλμός που γεννιέται στα δάχτυλα μου
που τα κύτταρα μου άδουν
σχεδόν μηχανικά

το σώμα σου, γοητευτικός κλοιός
που βαλσαμώνω στο στίχο τούτο
να υπάρξει για πάντα
για να υπάρξει για πάντα

EMBALMED IN VERSE

the body, the body
a dripstone that desires
stretch and strain
nourished by invisible fluids

the body, the body
lust, a brothel
electric shock, convulsion
encoded death

the body, the body
beauty’s unique carpet
psalm generated by my fingers
that my cells murmur
almost mechanically now

your body, the ravishing pillory
I embalm in this poem
that it will live forever
that it will last forever

*

Ο ΤΟΚΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Επιστρέφω στον εαυτό μου
ο χρόνος αποκτά ενδιαφέρον
πέρα απ’ την κάθαρση
και την έκσταση
δεν μετρώ πια
τα λάθη που δεν έκανα
τα όνειρα που άφησα πίσω μου
τον αγώνα και τις αποτυχίες
τις τρελές προσπάθειες
που συναντώ στο επικήδειο γλέντι
πλούσιος είμαι
ή ήμουν κάποτε

TIME EARNS INTEREST

I return to myself.
Time earns good interest
beyond catharsis
and ecstasy
I don’t count
my omitted sins
my aborted dreams
struggles and failures
mad undertakings
I find at the funeral feast
I am rich
or I was
once

*

Ο ΤΟΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Απ’ τον εαυτό μου στον εαυτό μου
είναι μακρύς ο δρόμος
ο χρόνος πάντα κυλά σε μια κατεύθυνση
η σακούλα που άφησε ο Θεός πίσω του
είναι γεμάτη τρύπες
κι ο διάβολος την ιππεύει
και προσφέρει έκσταση αντί ποσού χρημάτων
επιτυχίες και ικανοποίηση
αλλά λογαριάζει δίχως εμένα τον ξενοδόχο
καθώς ηγείται και οδηγεί στο τίποτα
ενώ εγώ περιδιαβάζω
τρώγω
νηστεύω
ήμουν φτωχός
και πάντα θα `μαι

THE DEVIL’S INTEREST

From myself to myself
the path is long
time flows away somewhere
the bag God left behind
is full of holes
devil rides on it
offers ecstasy for money
success and pleasure
it counts without me
it packs and leads astray
I potter about
I eat
I don’t eat
I was poor and

will still be

*

ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΑΜ

Το ελπιδοφόρο γέλιο της πλατείας
οι άντρες γδύνουν τις γυναίκες
με λαίμαργα μάτια
η αγάπη σφύζει σαν πελώρια καρδιά
στο κέντρο της πόλης
μόνο που εγώ κρυώνω
σαν κολόνα από τζάμι
φέρνοντας ξεθωριασμένα νέα
διστάζοντας και απελπισμένα
σαν εκτροχιασμένο τραμ

όλα έχουν χάσει το νόημα τους
σαν σ’ ένα κουτί μ’ άχρηστα αντικείμενα
ψάχνω να σε βρω
να ριχτώ στο υπέροχο βάθος σου
σε άλλο είδος θανάτου
με την ελπίδα ν’ αναστηθώ ξανά

σε βλέπω σ’ ένα αυτοκίνητο
το μελαγχολικό σου χαμόγελο
δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο
για μια στιγμή σταματάς
το πρόσωπό μου φωτίζεται
αλλά τότε σαν από αμηχανία κρύβεσαι
στην αγκαλιά ενός αγνώστου

THE DERAILED TRAMthe hopeful laughter of the square
with greedy stares
men undress women
love beats like an enormous heart
in the heart of the city –
only I am like a cold
glass pillar, carrying faded information,
hesitating and despairing
like a derailed tram

everything has lost its meaning
like in the box of unnecessary things
I search for you
to throw myself into your gentle depths
into another death
in the hope of another resurrection

I see you in a car
your sad smile
cannot be compared to anything
you stop short for a moment
my face lights up
then embarrassed you snuggle down
in the arms of a stranger

*

ΚΡΙΘΑΡΙ ΣΤΟ ΤΥΜΠΑΝΟΤο ελπιδοφόρο γέλιο της πλατείας
άντρες με λαίμαργες ματιές
γδύνουν τις γυναίκες
η αγάπη σφύζει σαν πελώρια καρδιά
στο κέντρο της πόλης
είμαι τόσο ελαφρύς
όσο κόκκοι σταριού στο τύμπανο
κι η πόλη σφύζει μέσα μου
ή εγώ σφύζω μέσα στην πόλη;

Όλα αποκτούν σημασία
καθώς ψάχνω να σε βρω
στο μονότονο ρυθμό της πόλης
κι όταν αφαιρούμαι στ’ όμορφο χαμόγελο σου
θα νιώσω σα να `μαι στο σπίτι μου
και να` είσαι κι εσύ εκεί μαζί μου —

διακρίνω τη σιλουέτα σου
μέσα απ’ το τζάμι του μαγαζιού
κι εσύ χαμογελάς τώρα
και μου κάνεις σινιάλο —
κάθομαι στο τραπέζι μας
και μετά φεύγουμε
για κει που θέλαμε να πάμε.
Η πόλη έχει ζωντανέψει ολόγυρά μας.

SEEDS OF WHEAT ON A DRUM-ROLLthe hopeful laughter of the square
with greedy stares
men undress women
love beats like an enormous heart
in the heart of the city
I am as light
as seeds of wheat on a drum
the city beats inside me
or do I beat inside it?

everything gains meaning
while I look for you
in the stupefying humming of the city
that relaxing in your gentle smile
I’ll feel at home
where you’ll be at home –

I see your silhouette
through the shop window
you too smile now
and wave at me –
I sit down at your table
then we set off
for we have arrived.
The city around us has put flesh on.

*

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ

Όταν η αγαπημένη μου εμφανίζεται
στο υπέροχο λιθόστρωτο
τα βήματά της αντηχούν στο γύρω τοίχο
στη σκοτεινή σπηλιά
εκεί που κάτω απ’ τα φτερά της ύπαρξης
απλοϊκοί στίχοι
γεννημένοι στη σκιά
μουρμουρίζουν
για την αγάπη
και την αθανασία
και κινούνται
ο κάθε στίχος πλέκοντας τη ζεστασιά του άλλου

VIRTUAL COBBLE-STONES

When my darling appears
on the virtual cobble-stones
sound of footsteps echo against walls
in the dark cave
where under the wings of beings
born in the shadow
simple-minded verses
mutter
about love
and eternity
they move
filching each other’s warmth

*

ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ

Η αγαπημένη μου εμφανίζεται
σε λιθόστρωτο
γυαλιστερό
σαν μετάξι
βήματα σε αντίθετη μέτρηση
που φέρνει πιο κοντά
τη στιγμή που
τα χαμόγελα μας στα χείλη
ενώνονται
με τα μάτια μας

COBBLE-STONES

My sweet darling appears
on cobble-stones
shiny
as silk
footsteps like
countdown
that brings ever closer
the moment
when
our
smiles rise from our lips
to meet
in our eyes

*

ΠΕΙΣΜΑ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ

Δεν αναρωτιέσαι πια
για τα δελφίνια που πηδούν πάνω απ’ το νερό
για τις σπουδαίες σκέψεις
που κυματίζουν σε φόβους πίσω από τοίχους
το καυστικό κι αδυσώπητο δάγκωμα του μίσους
που γίνεται φυσαλίδα και διαλύεται
σ’ αρμονικές μορφώσεις

το δάκρυ που γίνεται σταγόνα στην άκρη του ματιού σου
εξατμίζεται πριν
διαλυθεί στη σκόνη του αιώνα
που συγκεντρώνεται στους πόρους σου
και τονίζει τα μελαγχολικά σου χαρακτηριστικά
το αγαλματένιο πείσμα σου

ξέχασες να κλάψεις τη γοητευτική εκείνη στιγμή

STATUESQUE STUBBORNNESS

you no longer wonder
at dolphin leaps, great thoughts
rippling of fears behind walls
the acid and implacable bite of hatred
when bubbling it dissolves
into harmonious forms

tear collected in the corner of your eyes evaporates
before
dissolving into the century’s dust
that has nestled in your pores
accentuating your gloomy features
your statuesque stubbornness

 

you forgot to cry in the grotesque time

 

*

ΞΕΧΑΣΕΣ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙΣ

Δεν αναρωτιέσαι πια
για τα δελφίνια που πηδούν πάνω απ’ το νερό
τις βαθιές σκέψεις
τον οργιαστικό έρωτα πίσω από τοίχους
το τρυφερό άγγιγμα αγάπης
καθώς αλλάζει
σε δύσκαμπτη μορφή

το δάκρυ που γίνεται σταγόνα στην άκρη του ματιού σου
διαλύεται μέσα στη σκόνη του αιώνα
που συγκεντρώνεται στους πόρους σου
αλλά, τα μάτια σου λάμπουν
τα χαρακτηριστικά σου μαλακώνουν
το φως εισέρχεται στο δωμάτιο
διστακτικά

ξέχασες να κλάψει

YOU FORGOT TO CRY

you no longer wonder
at dolphin leaps, great thoughts
orgy of love behind walls
the light touch of love
as it dissolves
into stiff forms

tear that has collected in the corner of your eye
dissolves into the century’s dust
that has nestled in your pores
lo, your eyes are brighter
your features softer
the light streams into the room
discreetly

you forgot to cry

*

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

Ελεγεία δίχως τέλος
ρυθμός που αναμένει
να χρωματίσει του κόσμου
το πιο ευσεβές σχήμα

χάρη, γοητεία
ομορφιά, έκσταση
η θεϊκή αποτοξίνωση
κι η μέθη επαναλαμβάνεται

δεν θα σ’ αγγίξω
κάθε πράξη είναι
η τέλεια ταλαιπωρία
αντί για το εξαίσιο βασανιστήριο

άφησέ με να πλησιάσω τον εαυτό μου
απάλλαξε με απ’ αυτή την ασφυκτική ευτυχία

THE PARTICULARITY OF WANT

Elegy with no end
rhythm of waiting
colors the world’s
most devout icon

charm grace
enchantment ecstasy
the divine sobering up
and again intoxication

I won’t touch you
every act is
perfect suffering
rather than virtual torture

let me come closer to myself
absolve me from this suffocating happiness

*

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΤΗ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

Στη βιτρίνα του μαγαζιού
κουρασμένα φύλλα του δέντρου
σαν να `ναι από μολύβι

ψυχρό τέλος Φεβρουαρίου
εισχώρηση
μενεξελί καμπύλη

το πάτωμα σιμά
εμπόρευμα
πρακτικός ρόλος

αυτοσχέδια
της γύφτισσας τ’ άσπρα δόντια
γελούν

γραπώνεις ένα μήλο
απ’ τον πάγκο του πωλητή στο δρόμο
χαμογελώντας

το μήλο χαμογελά
όχι ο πωλητής
στο σταθμό του τραίνου

φεύγεις
καταφθάνεις
φεύγεις

END OF WINTER IN BUDAPEST

in the shop window
leaves of the tree tired
as if made of lead

drafty end of February
penetration
purple contour

the floor is close
inventory
pragmatic role

improvisation
gypsies’ white teeth
laugh

you reach for an apple
from the stand of the street vendor
smiling

the apple smiles
not the vendor
optional metro station

you go
you arrive
you go

*

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Τα βαριά φύλλα του δέντρου πέφτουν
στη λάσπη βαριά
σαν να `ναι από μολύβι

ψυχρό τέλος Φεβρουαρίου
εισχώρηση
ψίθυρος μιας μπυραρίας

βρώμικο πάτωμα
υγρό
διανέμει τους ρόλους

αυτοσχέδια
τ’ άσπρα δόντια της γύφτισσας
γελούν

ο πάγκος σαν κόλλα
πιάνεις τη μπύρα σου
ο αφρός της εύχεται

στην υγειά σου
κάποιος λέει
μουρμουρίζεις κάτι

φεύγεις
έχεις αργήσει πολύ
φεύγεις

END OF WINTER IN THE COUNTRY

the leaves of the tree fall heavily
into the mud
as if made of lead

drafty end of February
penetration
a pub’s murmur

the floor is dirty
moist
distributes the roles

improvisation
gypsies’ white teeth
laugh

the counter is sticky
you reach for your beer
its foam fizzes

to your health
someone says
you mutter something

you go
you’re too late
you go

*

ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΜΙΓΟΥΝ

Τα χέρια δεν σμίγουν
κωπηλατούν τον αέρα
σαν ξεχασμένα κουπιά

ο ουρανός σχηματίζει ένα γιγάντιο κοχύλι
με τη ταλαιπωρημένη γη από κάτω
οροφές ασπρισμένες από στάχτη

απολιθωμένα δέντρα σαν προσφορά
πάνω από πανάρχαια νεκροταφεία
αδέσποτα σκυλιά με ουρές στα σκέλια

οι άνεμοι φέρουν το θάνατο

γνωρίζουν πίσω απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες
τα χέρια δεν αγγίζουν
τα χέρια δεν αγγίζουν

HANDS DON’T MEET

the hands don’t meet
they just paddle the air
like abandoned oars

the sky shapes an enormous seashell
with the tortured earth under
roofs snowed with ash

trees petrified into a gesture of offering
built-over ancient cemeteries
stray dogs with tails tucked in

winds bring death

behind the drawn curtains they know
hands don’t meet
hands don’t meet

*

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Η πεθυμιά κρύβεται
σαν ντροπαλή υπηρέτρια
σκυφτή, με κόκκινα μάγουλα
απ’ του ζωγράφου το πινέλο
το χρώμα της
στεγνώνει αδιάφορα
η μαγεία είναι
στην προσπάθεια
πίσω απ’ τα ροδοπέταλα
το γνωστό άγνωστο
περιμένει μια αγκαλιά
σαν την αγαπημένη που άφησες
ξαπλωμένη στ’ ανακατεμένα σεντόνια

THE ROSE

desire
lurks like a shy maid
crouching reddening
on the painter’s brush
the paint
dries indifferently
the magic is
in labor
behind rose petals
the known unknown
is waiting for an embrace
like an abandoned darling
lying on the unraveled sheet

*

ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

Μόνο ο Θεός μπορεί ν’ αγαπά δίχως να επιθυμεί

Όμως δεν θα σε συγκρίνω με το πιο τρελή μου επιθυμία.
Αν η φυλακή του κορμιού μου δεν με συγκρατούσε
αυτός που μέθυσε με τις λέξεις σου θα ρουφήξει το αίμα σου

το γρασίδι, η μουσική, τ’ όραμα, κι η ποίηση γλεντούν
συζητήσεις, διαφωνίες, υποψίες και τραχιές
χειρονομίες — ο φόβος του θανάτου, τρέμουλο
δεν μπορώ να σε σκεφτώ ήρεμα

ζήλεια, η κωδικοποιημένη κατάρα, λυγίζουν ακόμα και σίδερα.
τίποτε άλλο δεν μένει στην ερωτική όχθη του αύριο
παρά να σκεφτώ για τη χθεσινή και τη σημερνή αποτυχία —

να δω πώς το σιωπηλό παράπονο ψιθύρισε κάτι μπροστά σου
εξάρσεις και πετάγματα — σαν μεθυσμένος ανήλικος —
πώς το ποίημα εξαφανίζεται απ’ τη ματιά
στα κύματα του τίποτα

ON WAVES OF NOTHINGNESS

“Only God can love without desire.”
Yet I won’t throw you before my wild desire.
If the prison of my body didn’t hold me back
that who drank your words would suck out your blood.

Grass, music, vision, and poetry carouse
conversations, arguments, suspicions and raw
gestures – fear of death, shuddering.
I cannot think of you all with serenity,

jealousy, the encoded curse, bends iron.
Nothing more left on the lustful bank of tomorrow
than to think about yesterday’s and today’s failure –

to see how the silent complaint muttered before you
pitches and tosses – like a drunken teenager –
how the poem vanishes from sight
on the waves of nothingness.

*

ΤΟ ΑΙΜΑ ΘΥΜΑΤΑΙ

Η καταιγίδα υποδαυλίζει τη φωτιά
που τρέχει σαν αιθέρια κορασίδα
κι εξαφανίζεται εκεί που ήταν
το δωμάτιο με τα ξύλα της μνήμης
κάτω από ανεπίπεδα κιβώτια
που μόνο το αίμα θυμάται

BLOOD REMEMBERS

the storm pursues the flames
they flit away like ethereal girls
then vanish into what was
the lumber room of remembering
under uneven vaults
where only the blood remembers

*

ΔΙΑΓΡΑΦΗ

Το χέρι που τρέμει
βαρύ πάνω στο πληκτρολόγιο
σπασμοί ικανοποίησης
απαλή δόνηση δαχτυλιών
που πεθυμούν να διώξουν το θάνατο μακριά
σαν στο ουράνιο πληκτρολόγιο
που το αποφασισμένο χέρι
χτυπά το κουμπί διαγραφής

DELETE

the hand that trembles
on the keyboard heavy
convulsions of pleasure
faint pulsation of
fingers
that wish to flick death away
as on the celestial keyboard
a determined hand hits
the delete

*

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ

Τα πουλιά έπνιξαν τον ήχο
αλλά ξαναπετάχτηκε απ’ το κελάηδημα τους
μελωδίες, λέξεις, μορφές έπεσαν
στο χώμα του δάσους

τα δέντρα τραγούδησαν — ψιθυρίζει το ποίημα
τα φώτα εντείνουν τις ρυτίδες του
εκείνος δεν τις βλέπει, δεν τον νοιάζει
σημάδια γηρατειών —

συνεχίζει τα χτυπά το πληκτρολόγιο
τα αποθηκεύει όλα σ’ ένα αρχείο
ίσως κάποια μέρα κάποιος θα τα διαβάσει

τα δέντρα συνεχίζουν το τραγούδι τους
αλλά αυτό δεν έχει καμμιά σημασία

THE TREE SINGS

the birds swallowed the sound
but it bubbled up from their chirps:
melodies, words, forms dropped
on the forest floor

“the trees sing” – the poet mutters
light of the monitor deepens his wrinkles
he doesn’t see he doesn’t know:
the sign of old age –

he continues to peck on the keyboard
he saves everything somewhere
perhaps one day someone will open it

the trees carry on singing
yet it means nothing

 

*

 

ΕΝΥΔΡΕΙΟ

Η ακτή φιλτράρει μια χρυσή πλημύρα
με τα λειψά της δόντια
το κενό στενεύει όταν πλατύνεται
σαν το κυματισμό σου που πεθυμώ και αναμένω

μορφές του διαβόλου
πευκοβελόνες σε σχήμα ν
ξεμακραίνουν
πάνω από ολόφλογα κύματα
περνά το φεγγάρι

σύννεφα περνούν πίσω απ’ το βουνό
τα αρχεία των δολοφόνων χάνονται
αόρατα αλλά χαρούμενα κολυμπώ
έξω απ’ το ενυδρείο που εκρήγνυται

AQUARIUM

The coast filters a golden flood
with its gaping teeth
the void narrows then widens
like your lap the longed the wished.

Figures of the devil:
V-shaped pine needles
now drift away
on conflagrated waves
the full moon paces

clouds scud past the mountain
criminal records dwindle away
stealthily yet happily I swim out
of the aquarium exploding

*

ΚΥΜΑΤΑ

Ο Σωκράτης βηματίζει ένα γύρω
το φως εισέρχεται
πιο διακριτικά απ’ τον πατέρα μου κάποτε
τα μάτια μου διακρίνουν αχτίνες
μια φούχτα φύλλα από λάχανο
τίποτα δεν έχει αλλάξει
απλά πεθαίνει
μια σταθερά
τελειώνει αργά
αργά
οι πεθαμένοι γονείς σιωπούν
φλεγόμενος κύκλος του διαβόλου
κομματιάζει το χρόνο
τίποτα δεν είναι κρυφό
απρόσμενη ειρήνη
ένα σπίτι
δίχως συναίσθημα
δίχως θέρμανση
δίχως σύγκρουση
ή σειρά λέξεων
ο κάθε δρόμος
σε παίρνει μακριά
και στρίβει προς τα πίσω
τα κύματα θωπεύουν το ένα τ’ άλλο
σημάδι σκιάς

άρνηση, αβεβαιότητα
μια τελεία
δύο τελείες
τίποτα ανάμεσα τους
να χαμογελά
ικανοποιημένο που σου δείχνει το δάχτυλο
ενώ εγώ δεν υποχωρώ
ο Σωκράτης μόλις έφυγε
κι εγώ πάτησα στο φυσερό
καθώς ο Μπαχ
παίζει τα πλήκτρα του πιάνου
κι αμέσως μετά η σιωπή αρχίζει να μιλά
και μας ξεκουφαίνει

WAVES

Socrates putters around
the light that streams in
more gently than my father once did
my eyes pick apart its layers
a hand of cabbage leaves
as if everything were the same
nothing has changed
it just dies away
a constant
it dies away
dies away
away
dead parents are mute
diabolical infernal circle
slices of time
nothing hidden
apparent cease-fire
a home
with no emotion
with no heat
with no collision
or snuggling together
of words
every road
takes you away
and curves back
waves induce each other
spot shadow

denial uncertainty
a dot
two dots
between them nothing
grinning
in self-satisfaction holding up its middle finger
I don’t budge
Socrates has nodded off
I step onto the bellows
while Bach
fingers the registers of the organ
and then silence begins to speak
splitting my ears

*

Ο ΚΗΠΟΣ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ Ο ΘΕΟΣ

Το πάρκο Παράδεισος
εκεί που δεν έχεις ποτέ περπατήσει
εκεί που δεν με περίμενες
ξεραμένος, απεριποίητος
ηλιοκαμένος κισσός
με αδύναμα κλαδιά
και μπλε αίμα
κηλιδώνει τα δάχτυλα σου

εκεί που δεν σε περίμενα
ακούγοντας
τον ήχο του νερού στο σιντριβάνι
ενώ δίπλα μου ένας άγγελος
γεμάτος κουτσουλιές περιστεριών
κατουρούσε στο νερό
το χρώμα του παγκακιού είχε ξεθωριάσει
κάτω απ’ τα δέντρα
εκεί που δεν καθίσαμε ποτέ
να σταματήσουμε το ρολόι του πύργου
εκεί που δεν μιλήσαμε καθόλου
καθώς ο ασπρομάλλης γέρος
μας προσπέρασε

ψάχνοντας να βρει κάτι γνώριμο
ούτε καν δεν αγκαλιαστήκαμε
να δώσουμε προσοχή
στη μελωδία του αίματος μας
που δεν φιληθήκαμε
στα χείλη
απορροφημένοι σαν μωρά
στην αγκαλιά της μαμάς μας

μέσα στην ομίχλη της έκστασης
δεν υπήρχε ούτε καν ένα άλσος
ούτε καν ονειρεμένο πράσινο χρώμα
στο κήπο που ο Θεός ξέχασε

GOD’S FORGOTTEN GARDEN

Τhe park in paradise
where you never walked
where you didn’t wait for me
crumbling embarrassed
a sacrificed
iris
gaping with bated breath
at its blue blood
smeared on your fingers

where I didn’t wait for you
listening
to the splashing of the fountain
while beside me
the angel
covered in pigeon dirt
urinated into the water
the bench had lost its color
hidden
under the rain-tree
on which we didn’t sit
stopping the
hand of
the tower clock
we didn’t speak
becoming silent
when the white-haired old man
walked by

seeking his memories
we didn’t huddle together
noting down
the melody of our blood
we didn’t taste
each other’s lips
greedily like a baby
its mother’s breast
absorbed
in the fog of ecstasy
there was never a grove
dreams of exuberant green
in God’s forgotten garden

*

ΤΟΠΙΟ ΔΙΧΩΣ ΝΟΗΜΑ

Τί να κάνεις με τα πρόβατα που βγήκαν
απ’ το μαντρί και βοσκούν στο νεκροταφείο;
Το τοπίο μελαγχολικό
ο ουρανός από ενοχή αρχίζει να σκέφτεται
μοναχικές σκέψεις, μπερδεμένες.
Οι Μοίρες προσεκτικά στη γραμμή
Ποιος να τις μοιραζόταν μαζί μας;
Κάλτσα που έπεσε απ’ την απλώστρα
κι έχασε το νόημα της
καπνός, βρώμικα σύννεφα, φρένα που στριγγλίζουν.

Μια αναπηρική καρέκλα ρολλάρει στην εικόνα
το γείσο του παραθύρου βάφεται μωβ.
Πού πήγαν τα πρόβατα;
Τί να κάνεις με το δίχως νόημα τοπίο;

LANDSCAPE WITHOUT MEANING

What can you do with sheep
that have wandered into the graveyard?
This landscape is too gloomy
the sky being in trouble begins to snivel
lonely thoughts, confused.
Fates carefully lined up –
who can share them with us?
Sock that has fallen from clothes lines
Or lost no meaning
Smoke, dirty clouds, screeching of brakes.

A wheelchair rolls into the picture
the window frame is given a purple contour.
Where did the sheep go?
What can you do with the meaningless landscape?

*

ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΣΑΡΚΑ

Ο κάθε παλμός είναι εχθρικός
μαγικοί αριθμοί
παίρνουν τις θέσεις τους
στην αλυσίδα των γονιδίων
κίνηση
ελεύθερο πρόγραμμα
άμμος
αιμοσφαιρίνη
ακατάστατοι σωροί
χειρονομίες
δάκρυα
πάθος
θεός
βήματα
άνεμος
ξημέρωμα
μεσημέρι
εσπέρα
αποτυχία
ρυτίδες
παιγνίδια
φυγόπονα
σύνορα
υψηλή πίεση
σκουπίδια
αρώματα
ναρκωτικά

ήλιος και φεγγάρι
μαργαριτάρι
κοχύλι
και φύκια
αβεβαιότητα ξανά και ξανά
βιβλίο
όνειρα
μουσική
λάμπες
στοιχεία
αλλαγή
επιστροφή
αναχώρηση
αδιάφορη σάρκα
σάπια αυτοκρατορία

ο Χριστός σταμάτησε.

INDIFFERENT FLESH

Every impulse is unfriendly
magical numbers
take their place
on the gene chain
movement
flexible scheduling
sand
hemoglobin
unbridled piles
gesture
tears
passion
god
footsteps
wind
dawn
noon
evening
failure
wrinkles
games
truants
borders
high blood-pressure
rubbish
perfumes
drugs

Sun and Moon
pearl
seashell
and seaweed
uncertainty again and again
book
dreams
music
lamps
elements
change
return
departure
indifferent flesh
rotting empire
Christ stopped.

*

ΜΗΛΟΞΥΔΟ ΜΕ ΣΟΔΑ

Η αρκούδα ψάχνει για λεία ανάμεσα στα βατόμουρα
που δεν υπάρχουν στο λεηλατημένο τόπο
απ’ το μεσημέρι η βροχή χτυπά το παράθυρο
βρέχει πιο πολύ το βραδάκι

δεν πάω πουθενά παρ’ όλο που κάπου με περιμένουν
το καλοκαίρι που ο κήπος έχει ξεραθεί
αρνίσιο κρέας και μαρμελάδα από βατόμουρα
στο σημερνό μενού

απορροφήθηκα στις σκέψεις μου δίχως να `χω όρεξη για φαγητό
πώς εμφανίστηκε το ιστιοπλόο στη λίμνη;
Ο αγέρας φουσκώνει τα πανιά ή μήπως είναι η όρεξη μου
που τώρα κάπως αυξάνεται;

Θα `θελα να `χα ένα ποτό από μηλόξυδο και σόδα σήμερα
εύκολα θα σταματούσε τον πονοκέφαλο μου
καθώς θα μου `λεγες για τις διάφορες φήμες.
Ποιος και πώς να αντιμετωπίσεις αυτή τη μοναξιά;

APPLE VINEGAR WITH SODA

The bear prowls in the raspberry field
no fruit on the torn bushes
since noon the rain has been beading on the window
it rains the most at dusk

I don’t move although a company waits for me
in the summer garden grown old
cold leg of mutton and blueberry jam
flaunts itself on the menu

I am lost in thought as I have no appetite
how did the sailboat get into the lake?
Wind fills the sails or is it my desire
that comes to life now and then

I’d like to have an apple vinegar soda today
I could ease my hangover quietly
while you tell me of the rumour.
Who deals with his solitude and how ?

*

ΘΥΜΙΣΟΥ

             Για τη Σου Γουότον

Τι σου είμαι τώρα;
Ένας στίχος ποιήματος;
Ένα χαμόγελο;
Μια αγκαλιά;
Το άρωμα του δέρματος;

Αν δεν ερχόταν το αεροπλάνο μαζί με μένα
τι δικό μου θα είχες τώρα;

Μια είδηση στην εφημερίδα;
Μερικές γραμμές σε μια σελίδα;
Μια ανάμνηση να μαζεύει σκόνη;

REMEMBER

                for Sue Wootton

What am I for you now?
A line of verse?
A smile?
An embrace?
The scent of skin?

If the plane hadn’t arrived with me
what would you have of mine?

A newspaper report?
A few lines on a piece of paper?
A gathering dust memory?

*

ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο σοβάς ξεφτίζει απ’ την πρόσοψη του κτιρίου
ένα παιδί πιάνει απ’ το χώμα
ένα κομμάτι απ’ το σπασμένο δάχτυλο του πέτρινου αγάλματος
κουτσουλιές περιστεριών καλύπτουν κι οξειδώνουν τα διακοσμητικά
σωρός ιστορίας, κορναρίσματα, σειρήνες γελούν,
στριγγλίζουν, βλαστημούν
ευωχία και κακοηχία αναμιγνύονται
στο δρόμο, πίσω απ’ τους τοίχους, πάνω και μέσα στους τοίχους
μέσα σου, μέσα μου, μέσα στον καθένα
πόσο καιρό άραγε θα υπομένουν ο ένας τον άλλο
για πόσον καιρό θα επαινούν και θα οριοθετούν
ειρηνικά ο ένας τον άλλο;
Η συγνώμη, σαν ξεθωριασμένος τοίχος γεμάτος ρωγμές
παρατημένος ανάμεσα στη σαβούρα
το παιδί από ανία θα μπορούσε να πετάξει το τμήμα του δαχτύλου
σα να `ταν χοχλάδι
στο βουρκιασμένο νερό του σιντριβανιού
ενώ στην πρόσοψη του κτιρίου το κουρασμένο άγαλμα
ετοιμάζεται να πέσει κάτω στην χαμό του

HISTORY

The plaster flakes off the facade
a little boy picks up the little finger broken off from a stone statue
lying on the dirty street and throws it into the basin of the fountain
pigeon shit covers the ornaments with a dull patina
history clatters, honks, sirens scream laughing, cursing,
mingling with pleasant and unpleasant noises
in the street, behind the walls, on the walls, in the walls,
in you, in me, in everyone
how long can they get along with each other
for how long will they complement, shape
each other peacefully?
Forgiveness, like faded set scenery full of cracks
lost among the junk under the feet
the bored little boy may have just thrown it like a pebble
into the murky waters of the fountain
while on the façade of the building the tired of life statue
gets ready to leap into its death

*

ΓΡΙΦΟΣ

Δευτέρα είναι σήμερα ή Παρασκευή;
Αν ήταν Κυριακή η σιωπή θα ήταν πιο έντονη
και θα συγκαλούσα τα πόδια μου απ’ τη μπανιέρα,
απ’ το υπνοδωμάτιο, την κουζίνα
τέτοιαν ώρα κάθε πρωί
και θα τα `βαζα το ένα δίπλα στο άλλο σαν να `ταν γρίφος

τα γράμματα, οι αριθμοί του ημερολογίου αναμείχτηκαν
για να θυμίζουν χάος κάθε φορά που μπερδεύομαι
κοιτάζω το δίχτυ, διαβάζω την εφημερίδα για να δω
σε ποιο κόσμο έχω πέσει σήμερα
και τίνος τα βήματα ν’ ακολουθήσω στην έρημο.

Ο καφές σουρώνει αδιάκοπα
και το αύριο αρχίζει μέσα στο ποίημα μου

PUZZLE

Is it Monday or Friday?
If it were Sunday the silence would be greater and
I would assemble my limbs from the bath
from the bedroom, the kitchen
− at such times in the morning −
and I put them together like a puzzle

the numbers and letters on the calendar got mixed up
to underscore chaos if I get confused
I look into the net I read the newspaper to see
what world I dropped into today
and whose footprints should I follow in the desert.

Coffee flows oleaginously and
in my poem the tomorrow begins.

*

ΘΕΛΕΙΣ ΕΝΑ ΤΣΑΓΑΚΙ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ;

Αποχρώσεις μπλε σε τμήματα του πύργου
το παράθυρο βλεφαρίζει στο ψεύτικο φως
το δωμάτιο μυρίζει βανίλια
η κυρία απέδρασε από έναν πίνακα του Μονέ
ξεφυλλίζει ένα περιοδικό μόδας
αλλιώς όλα θα ήταν σαν ένα ανιαρό φιλμ
μόνο απόμακροι ήχοι φτάνουν στ’ αυτιά μας
ο αγέρας δεν κουνά την κουρτίνα καθόλου
δεν βλέπω αποτσίγαρα στο ασημένιο σταχτοδοχείο
το πιάνο με το καπάκι ανοιχτό μοιάζει με τεράστιο ψάρι
έτοιμο να καταπιεί το πατιναρισμένο μπρούτζινο αγαλματίδιο
το μπλε γίνεται γκρίζο στο πλαίσιο του παραθύρου
ο καθρέφτης με κοιτάζει με συμπόνια:
θα `θελες ένα τσαγάκι, αγάπη μου;

WOULD YOU LIKE A CUP OF TEA, DARLING?

Blue tints among the tower blocks
window blinks in the unreal light
room smelling of vanilla
lady escaped from a Monet painting
peruses a fashion magazine
otherwise everything is like
a boring movie only background noises impact the ear-drum
wind doesn’t make the curtain stir
no cigarette butts in the silver ash-tray
the grand piano with its open lid like an enormous fish
prepares to swallow the patinated bronze statuette
blue turns into grey in the window frame
the mirror looks back at me with compassion:
would you like a cup of tea, darling?

*

ΥΑΛΟΓΡΑΦΗΜΑ

Τεταμένο σχοινί ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου
ποιος ισορροπεί πάνω του;
Δύο κόκκινα κεράσια στα αυτιά του
λυγίζουν κάτω απ’ τα κρυστάλλινα φτερά του
η πρωτεύουσα κρυφοκοιτάζει απ’την τσέπη του
ένα λουλούδι στο στόμα του
κάποιος μετρά ένα-ένα τα πέταλα του λουλουδιού
μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά, δεν μ’αγαπά
η φωτογραφική μηχανή εστιάζεται
στο ανέκφραστο πρόσωπο
στα δύο έκπληκτα μάτια
στο αναμμένο κερί, αντανάκλαση φωτός
ένα γυναικείο χέρι κρέμεται απ’ το υαλογράφημα
με τα δύο δάκρυα στη μέση
εκεί που το πρώτο αεροπλάνο συντρίβεται
μετά άλλο ένα
γιγάντιο όργανο που αποπνέει μυστηριώδεις ήχους
ένα αόρατο χέρι χτυπά τα πλήκτρα
αυτή δεν είναι η πραγματικότητα μου
τα κρυστάλλινα φτερά πέφτουν μέσα στην καταπακτή
τα δόντια μας μασούν τα κεράσια.
Χαμογελώντας φέρνω το ποτήρι στα χείλη μου

LEAD GLASS

A taut rope between two brain hemispheres
who balances across it?
A pair of red cherries on his ears
buckle under his crystal wings
capital peeks out of his pocket
a flower in his mouth
someone is tearing the petals
he loves me—he loves me not—he loves me
camera approaches
the expressionless face
pair of alarmed eyes
flaming candle light reflected
a woman’s hand hangs over the lead glass
two tears in it
first airplane crashes in
then the second
gigantic organ that
pours mysterious sounds
the invisible hand fingers the registers
reality that is not mine
the crystal wings down the trap-door
our teeth crunch the cherry.
Smiling I raise the lead glass
to my lips

*

Η ΓΡΑΒΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΛΛΟΝ

Τα χείλη σου σφίγγονται καθώς
απαγγέλλεις Βιλλόν ή Αττίλα Τζότζεφ

τα μάτια σου κοιτάζουν το κενό
σαν να `χεις θυμώσει

με ξεχνάς
η ζήλεια μπαίνει στη μέση

σαν στην ερημωμένη φωλιά
που αναμένει τα πουλιά
που διώξαμε μακριά

στον ουρανό που γίνεται γκρίζος
σαν τη οθόνη της τηλεόρασης

κι ο Βιλλόν ταιριάζει το σχοινί
στο σημαδεμένο του λαιμό

VILLON’S TIE

Your lips stiffen
when
you recite Villon or Attila József

your eyes stare into the distance
as if you were angry

you forgot me
jealousy moves

in the rotting nest
that waits for
the birds we chased away

to the sky getting dark
like on a projector screen.

Villon straightens the rope
on his scarred neck –

*

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΛΕΚΕΙ ΕΝΑ ΚΑΣΚΟΛ

Τελευταία χρησιμοποιώ μόνον αόριστο χρόνο
το μίξερ που αναμειγνύει ψευδαισθήσεις χάλασε
η Πηνελόπη μου πλέκει ένα κασκόλ
να με προστατεύει απ’ τον κρύο αέρα
διατηρώ ανοιχτό το στόμα μου με θαυμαστικά
στηρίζω τα ματόκλαδα μου
για ν’ αλλάξω την εικόνα, αντί για το σχοινί
τα θαυμαστικά μοιάζουν με αγκάθια σκαντζόχοιρου
μην δοκιμάσεις να με χαϊδέψεις: τσιμπούν
χιλιάδες πυγολαμπίδες κάνουν κύκλους μέσα στη νύχτα
θα καταφέρω να φτάσω;

PENELOPE KNITS A SCARF

I have been using only the past tense for a while
the mixer that blends illusions is broken
Penelope knits a scarf for me
it will be nice against the cold wind
I stud my mouth with exclamation marks
I prop up my eyelids
to change the image, or instead of a rope
the exclamation marks are hedgehog quills
don’t try to caress me: they prick
thousands of fireflies circle in the night
will I arrive?

*

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ

Ήρθαν κιόλας τα Χριστούγεννα και δεν με βρήκαν στο πατρικό
σκοντάφτω πάνω σε λέξεις που περιπλανιόνται άσκοπα
ίσως να βρω το δρόμο προς το σπίτι σε χαμένα μονοπάτια
η λύπη με συνοδεύει πιστά σαν σκύλος.

Στο σπίτι τα Χριστούγεννα λαγοκοιμούνται στην πολυθρόνα
και το κερί λαγοκοιμάται, δεν το `χουν ανάψει για καιρό.
Ο Θεός στολίζει ένα πεύκο που τρέμει
κι εγώ ταξιδεύω σαν πιστός σε αμάξι δίχως θέρμανση.

Ίσως να φτάσω στο σπίτι, τα φώτα φωτίζουν τον ουρανό
τραγούδια ακούγονται χρυσές νιφάδες χιονιού πέφτουν

ο σκύλος μ’ ακολουθεί, καθώς ακολουθώ την ίδια κατεύθυνση.
Το πατρικό μου σπίτι περιμένει: ποιος θα μου ανοίξει την πόρτα;

CHRISTMAS HOMECOMING

Christmas is here; it didn’t find me at home.
I stumble onto piles of words that have wandered off
I may find my way home on lost paths
sadness trudges along beside me like a dog.

At home Christmas dozes off on a chair
the candle is dozing too it hasn’t flared up for a long time.
God decorates a shivering pine tree
I travel in faith as if in an unheated wagon.

I may reach home lights light up the sky
songs rise, golden flakes fall.

The dog trots along I go the same way.
My home is waiting who will open the door for me?

Μετάφραση: Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis


—————————————————————-

Ο Μανώλης Αλυγιζάκης, Κρητικός-Καναδός ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Είναι ο πιο πολυγραφέστατος συγγραφέας-ποιητής και μεταφραστής της ελληνικής διασποράς. Σε ηλικία έντεκα χρονών αντέγραψε το πασίγνωστο επικό-ρομαντικό ποίημα ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ που τελευταία εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό 100 αριθμημένων αντιτύπων και είναι διαθέσιμο στην τιμή των 5.000 δολλαρίων Καναδά για τους εκλεκτικούς συλλέκτες σπανίων βιβλίων: το πιο ακριβό βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Τελευταία έγινε επίτιμος καθηγητής και συνεργάτης της International Arts Academy και του απονεμήθει ο τιμητικός τίτλος Master of the Arts in Literature. Ξεχωρίζει για τη δυνατότητά του να κομίζει εικόνες και ιδέες με πλούσιο και συνειρμικό τρόπο που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη.
Γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν ακόμα σε παιδική ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει έως τώρα και παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σαϊμον Φρεϊζερ.
Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Λίβανο, Σουηδία, Βραζιλία, Πακιστάν και στην Ελλάδα.
Η ποίηση του έχει μεταφραστεί στη Ρουμανική γλώσσα, στη Σουηδική, στην Ουγγρική, στην Αραβική, στα Ισπανικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στη Σερβική, στην Πορτογαλική, Τουρκική, και στη Ρώσικη γλώσσα, στα Ουκρανικά, στα Ιαπωνικά, στα Κινέζικα, στα Ιταλικά, κι έχει παρουσιαστεί σε διάφορους φορείς των χωρών αυτών.
Η μετάφραση του στα αγγλικά Απάντων Γιώργου Σεφέρη, κατέληξε στις βραχείες λίστες των Ελληνικών Βραβείων Λογοτεχνίας για εκδόσεις του 2012.Το Σεπτέμβριο του 2017 βραβεύθηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στο Διεθνές Φεστιβάλ Μιχαήλ Εμινέσκου, στην Κραϊόβα της Ρουμανίας.