Scroll Top

Μιχάλης Κοβανίδης – Το παγωτό χωνάκι

   Μεσημέρι Κυριακής του Σεπτέμβρη επέστρεφε από τη Σαλαμίνα, είχε πάει για ένα μπάνιο που τελικά δεν έκανε, για μια μπύρα που δεν ήπιε, γιατί ο αέρας έκανε τα δικά του, γιόρταζε την τρέλα του και τίμησε τους καλεσμένους με χυμένες μπύρες, αφρισμένα κύματα και πετσέτες θαλάσσης σαν μαγικά χαλιά.
Επέστρεφε στο σπίτι του στο Κερατσίνι με γεύση ανεκπλήρωτου έρωτα, η θάλασσα έσμιγε μόνο με τον αέρα, τους άλλους τους έδιωχνε. Η αλμύρα της άγγιζε το σώμα, τρύπωνε στα ρουθούνια, έφτανε ψηλά στους νευρώνες, ερέθιζε με το άρωμα της, αλλά μέχρι εκεί… Εκείνο το μεσημέρι δεν επέτρεπε εισβολή στο υγρό της σύμπαν.
Επιστροφή με το λεωφορείο, μποτιλιάρισμα στη Σαλαμίνος, άδεια βλέμματα μέσα στο αστικό, κόσμος πολύς επάνω στο δρόμο, γεμάτο κόσμο το λεωφορείο. «Έχει πορεία» είπε ο οδηγός. «Πορεία για πού, γιορτάζουμε ή πενθούμε» σκέφτηκε και κατέβασε το καπέλο που φορούσε πιο χαμηλά ως τα μάτια του. Το πλήθος φώναζε φάλτσα τα συνθήματα, αλλά κρατούσε τον παλμό και το πάθος.
Δεν άντεξε άλλο μέσα στο λεωφορείο, κατέβηκε. Πάτησε στο δρόμο, ο αέρας του πέταξε το καπέλο μέσα σε μια μάντρα με αυτοκίνητα, κοίταξε με απόγνωση, αλλά είδε την πόρτα της μάντρας ανοιχτή, ευτυχώς…
Έκρυψε το καπέλο στην τσέπη του. Αγαπημένο και χρήσιμο ειδικά μέσα στα λεωφορεία και στο μετρό, τον προστάτευε από τα βλέμματα των επιβατών.
Έστριψε προς το σπίτι του και βρέθηκε απέναντι από το πλήθος που κατέβαινε σε παρέες. ΟΙ διαδηλωτές είχαν κατεύθυνση προς το σημείο συγκέντρωσης, μπροστά από ένα μικρό μαρμάρινο αφιέρωμα με πολλά λουλούδια. Αυτά συνήθως απομένουν, λουλούδια που μαραίνονται για ζωές που δεν επιστρέφουν. Ένας πανάρχαιος νόμος σαν τέρας παραμυθιού που απαιτεί θυσίες…
Πήγαινε αντίθετα στο ανθρώπινο ρεύμα, στην αρχή με απάθεια, και μετά σιγά, σιγά, με πείσμα και δύναμη, σαν μια πράξη αντίστασης.
Εκείνος ο άνεμος από ανθρώπινες ανάσες θα μπορούσε να του αρπάξει το καπέλο, να σπρώξει το κορμί του πίσω, αλλά εκείνος έβρισκε μια ρωγμή ανάμεσα από παρέες που ήταν άλλοτε σαν σφιγμένες γροθιές κι άλλοτε σαν ερωτευμένα χέρια. Τα κατάφερνε ελισσόταν, τρύπωνε ανάμεσα από τους διαδηλωτές. Όταν οι άλλοι προχωρούσαν απαντούσε με τα δικά του βήματα, του φαινόταν αρκετό αυτό όταν τίποτε πια δεν ήταν αρκετό, ούτε τα πανό, ούτε τα συνθήματα, ακόμη και τα λουλούδια.
Σε εκείνο το παιχνίδι ελιγμών και στιγμιαίων επαφών των σωμάτων, δυο φορές χτύπησε δυνατά στους ώμους του. Μέσα σ` αυτή την ανάποδη πορεία ζωντάνεψαν δυνάμεις και μικρές σχεδόν αόρατες συγκρούσεις.
Ήταν δυνατός, όλη την εβδομάδα δούλευε με το σώμα του, η δουλειά είχε μάτια και τον κοίταζε, δεν τελείωνε με το ωράριο, περίμενε τα χέρια του.
Κι όμως δυο τυχαία χτυπήματα στον ώμο τον πόνεσαν. Κάτι είπε, σκέπασε τη βρισιά η βοή του πλήθους.
Ο δρόμος πολύχρωμος, οι σημαίες, τα πανό, φωνές που ποθούσαν να ακουστούν, γροθιές σηκωμένες κόντρα στον δυνατό αέρα.
Κάποτε βουβάθηκαν οι εξατμίσεις και οι κόρνες των αυτοκινήτων μπροστά σε εκείνη τη δύναμη.
Έφτασε κοντά στο σπίτι του, αν έστριβε θα ήταν στην πόρτα του σε ένα λεπτό, σταμάτησε και κοίταξε μπροστά του τον δρόμο, στο βάθος ερχόταν κι άλλοι πολλοί. Άκουσε για λίγο τις ανάσες του και άρχισε πάλι να βαδίζει και να απομακρύνεται από το σπίτι του, κόντρα στο πλήθος, λες και ήθελε να φτάσει ως το τέλος. Τους κοίταζε στα μάτια αυτή τη φορά, πρόσωπο με πρόσωπο, κανείς δεν τον είδε, κανέναν δεν γνώριζε.
Συνέχισε τη μοναχική του πορεία, στην επόμενη γωνία ο κόσμος αγόραζε καφέ και ενωνόταν με το πλήθος, κοντοστάθηκε, κοίταξε τη μηχανή παγωτού και πλησίασε…
Κράτησε το παγωτό χωνάκι στα χέρια του σαν έπαθλο που άρχισε κιόλας να δακρύζει πάνω στο μπισκότο και στο χέρι του, γύρισε την πλάτη του στο πλήθος και με γρήγορα βήματα χώθηκε στο επόμενο στενό. Έκανε τον γύρο της μικρής πλατείας και βρέθηκε έξω από την πόρτα της οικοδομής. Άγγιξε με τα χείλη του για λίγο το έπαθλο ως μια μικρή επιβράβευση, εκείνη τη στιγμή ένας ένοικος βγήκε βιαστικός κι έτρεξε προς το πλήθος, η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω του.
Έψαξε τα κλειδιά του με υπομονή στις τσέπες, μετά στη μικρή τσάντα, τίποτα. Θυμήθηκε μια φορά που τα ξέχασε στο μαγιό του και του τα πήρε η θάλασσα, αυτή τη φορά όμως δεν κολύμπησε.
Πήρε μια ανάσα και έψαξε πάλι στην τσάντα, τα βρήκε σε μια μικρή θήκη. Τοποθέτησε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε, σε αρμονία με το γύρισμα έγειρε η μπάλα παγωτού και γλίστρησε από το χέρι του. Μια μεγάλη λευκή κηλίδα απλώθηκε στο τσιμέντο, μερικά μερμήγκια όρμησαν και βυθίστηκαν μέσα της. Κοίταξε το παγωτό και κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Πέταξε το άδειο χωνάκι στη ρίζα μιας τριανταφυλλιάς, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του με άδεια χέρια.