Scroll Top

Σάββας Λαζαρίδης – Είσαι μέσα μου

   Ξυπνώ αλαφιασμένος κοιτάζοντας τα χέρια μου. Οι ανοιχτές παλάμες δείχνουν πως είμαστε φτιαγμένοι από εμπειρίες κι όμως, όλα αστοχούν καθώς προσπαθούν να ισορροπήσουν μέσα στα θραύσματα ενός ονείρου που επιμένει στο ξινισμένο φως της μέρας. Η Γιασμίν δίπλα μου γυμνή καπνίζει ψάχνοντας το πορτοφόλι μου. Αδιαφορώ με την αδιαφορία που επιδεικνύει για οτιδήποτε άλλο πέρα των χρημάτων, αρκεί να αφήσει μερικά για μπύρες. Ίσως, θα μπορούσε να με βοηθήσει αν η ζέση της για ερωτήσεις δεν αναλώνονταν γύρω από το γεγονός της πρόσφατης απόλυσης μου. Δεν θυμόμουν τίποτα και ήταν αλήθεια πως δεν γνώριζα με ακρίβεια πως είχαν ξεκινήσει όλα αυτά που με αηδίαζαν. Μόνο αμυδρά έρχεται στο νου μου μια λογοτεχνική βραδιά απίστευτης ανίας, ένα μπουκάλι ουίσκι και μερικά σπασμένα κομμάτια γυαλιού καρφωμένα στις πατούσες μου. Έπειτα, μια υπέροχη σιωπή να επιβεβαιώνει την ύπαρξη κάποιων ελάχιστων ποιητών και εκείνα τα ανεστραμμένα μπουκέτα από μανόλιες που σημάδευαν την διαδρομή μου προς το νοσοκομείο.
Δεν ξέρω να μιλάω, μπορώ όμως να σπαταλώ αυτή τη πρώτη ύλη θαυμάσια και να είμαι ταυτόχρονα ικανοποιημένος με τον τρόπο που κοιτάζω τα σταυρωμένα πόδια της καθώς η νευρική τους κίνηση δείχνει μια αδημονία για τον καφέ που ετοιμάζεται. Αυτό μου αρκεί για να αρπάξω ένα τσιγάρο από το πακέτο της. Σίγουρα, κάποιος άλλος θα άρπαζε τις κατάλληλες λέξεις, ώστε να κορυφώσει την ένταση της στιγμής. Προσωπικά βαριέμαι και προτιμώ προς το παρόν να αναλώνομαι στην ανασταλτική δράση του στροβιλισμού του καπνού, όπως αναλώνεται ένας ζωγράφος την ώρα που ψήνει κουλουράκια αφήνοντας στην άκρη την ένταση των χρωμάτων.
Σκέφτομαι πως αν κατάφερνα να γίνω ένα κομμάτι χαλκού λιωμένο μέσα στο στόμα της ζωής θα είχα μια αξιοπρόσεχτη χρηματιστηριακή αξία. Αντιθέτως, παραμένω ένας γνήσιος απόγονος του Θωμά Ακινάτη που πιστεύει πως ένα λερωμένο παντελόνι, δύο κουμπιά από ένα σκισμένο πουκάμισο και τα λασπωμένα παπούτσια μπορούν να ανθίσουν σε μια γωνιά του βοτανικού κήπου. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει και πιστεύω πως δεν είναι όλα υπό αμφισβήτηση, διότι αν υπήρχε μια πιθανότητα να συμβαίνει κάτι τέτοιο θα έπινα τον καφέ μου μέσα από τις άγριες νότες του Λέστερ Γιανγκ και η Γιασμίν θα ρωτούσε επίμονα για την έντονη μυρωδιά αντισηπτικού που ξεγλιστρούσε από κάθε πόρο του δέρματος μου.
Από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τον ακάλυπτο γεμάτο ελαφρόπετρες γεννημένες να προσμένουν ή να δημιουργούν την ίδια την ιδέα της προσμονής που διαγράφεται στα πρόσωπα εκείνων που στέκονται σκυμμένοι πάνω από το γαλάζιο δάπεδο της αγωνίας. Ο χρόνος δεν σταματάει μονάχα στα μπαρ, αλλά και εκεί που κάποιος μπορεί να τονίσει το σημείο εκκίνησης μιας άρθρωσης τοποθετημένης στο μεταίχμιο του τυχαίου. Προσωπικά, θα πρότεινα στον οποιοδήποτε -και όχι μόνο στους θαρραλέους- να αλλάξει ιδιοκτήτες, διευθυντές, ολόκληρη τη βουλή και μια ντουζίνα σαλτιμπάγκους όσες φορές θέλει και στο τέλος θα κατανοήσει πως τίποτα δεν θα μοιάζει πια με μια απλή εκφορά του λόγου.
Θυμάμαι, αρχίζω να θυμάμαι όσο το δάπεδο παίρνει τη μορφή της θάλασσας. Δεν έχει σημασία αν είναι άγρια ή ήρεμη, αρκεί που οι βυθισμένοι γιατροί συνηθίζουν να γυρίζουν τα ρολόγια τους δέκα λεπτά πίσω με την ελπίδα να αντιστρέψουν τη ροή. Δεν ξέρω τι ακριβώς πάνω μου θα έμοιαζε με τη μήτρα της μητέρας μου καθώς χαϊδεύω τους ώμους της Γιασμίν ξέροντας πως αργά ή γρήγορα θα βγει προς αναζήτηση της επόμενης δόσης. Αυτό που με εμποδίζει είναι το ίδιο που ουρλιάζει έχοντας ήδη δει πως το τελευταίο μου βράδυ τα δέκα λεπτά δεν ήταν αρκετά. Το τελευταίο χάδι κάνει πάντα τη ζωή να ριγεί και τα μάτια να μάχονται για το εφήμερο.
Όταν θα κλείσει η πόρτα όλα θα είναι φόβος και ο φόβος θα πάρει τη μορφή ενός κατεβασμένου εσώρουχου γεμάτου αίμα. Αν θα ήταν μια απλή ιστορία θα τελείωνε με την απορία μια μυθικής γνώσης ή ενός νυχτερινού στοιχήματος. Μετά θα αποσυρθώ αφήνοντας τους ανθρώπους να καπνίσουν, να είναι μαύροι, να κρεμαστούν από τις γέφυρες σε κάθε ποτάμι της γης γιατί θα είναι θλιμμένοι, ενώ το αίμα θα είναι ο τυφλός στο σωστό μονοπάτι που θα πάψει την βλακεία μόνο με το θαλασσινό νερό. Σε εκείνο το βάθος προσεγγίζω συνήθως το σημείο συνάντησης του καθενός ξεχωριστά, μέσα στην απόλυτη μοναξιά που νιώθουν οι μύγες πάνω από μια άδεια κούπα καφέ αναλογιζόμενος ξανά και ξανά κατά πόσο μπορώ να αναλάβω την ευθύνη της ύπαρξης μου.
Ύστερα, θα επιστέψει σπίτι εντελώς μαστουρωμένη. Θα έχω ήδη ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό που δεν θα δώσει σημασία. Αν είμαι τυχερός, θα φτάσει μέχρι το κρεβάτι και δεν θα χρειαστεί να την κουβαλήσω. Πράγματι, είναι άσχημο να ψάχνω να αντιληφθώ τα πάντα σε βάθος, ενώ ταυτόχρονα σπαταλώ τον χρόνο μου διαβάζοντας εφημερίδες. Αν θα μπορούσα να μιλήσω για μένα, θα τολμούσα να κάνω θόρυβο. Αντιθέτως, ξέρω πως θα ντυθώ ήσυχα και θα πάω να αγοράσω μπύρες κρατώντας τις λέξεις που δεν θα σπαταλήσω στο επόμενο ποίημα κάτω από τα νύχια μου. Σε αυτό βοηθάει ο βαρύς βηματισμός εμποδίζοντας οποιαδήποτε έκρηξη φωτός ή μια ελάχιστη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε μια ακόμη βαρετή λογοτεχνική βραδιά και στο επόμενο τσιγάρο που σκέφτομαι να κλέψω.

Elliot Erwitt, Oakland, California,1956