Η κοπέλα, μαζί με τον καφέ τού άναψε κρυφά ένα άφιλτρο πίσω από τον πάγκο και το άφησε στραμμένο στη μεριά του. Το δέχτηκε με χαρά. Ο καπνός εισχωρούσε βαθιά μέσα του κι έτσι κοίταζε πότε τον ουρανό, πότε τα μάτια της. Η εικόνα της καλύπτει πια το ζωτικό του χώρο σαν τον καπνό κι αυτή. Νιώθει τη στάχτη στα πνευμόνια του, το οχληρό κοινό να τον αναστατώνει. Είναι απέναντί της. Από το ραδιόφωνο του κυλικείου ακούγονται τα τελευταία νέα για τον ιό και τους θανάτους. Κάποιοι μιλούν για περιορισμό της κυκλοφορίας και των μετακινήσεων… Το κακό πλησιάζει. Η μικρή στο μπαρ δείχνει να ανησυχεί. Σπρώχνει προς το μέρος του ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Προσπαθεί ν’ ακολουθήσει το βλέμμα του να καταλάβει. Είναι ο άνθρωπός της. Να είναι η σιωπή του, ή ο έρωτας που την ταράζει;
Σε λίγο το τσιγάρο τσίριξε ανεπαίσθητα και παρέδωσε το πνεύμα του στο νερό. Ο σταθμός φάνηκε και τα πρώτα φώτα, αναλαμπές στη νύχτα πύκνωναν. Στη μέση του πουθενά ο κατοικημένος χώρος των ανθρώπων. Συνωστισμός στο διάδρομο. Ο τελευταίος σταθμός και το ημερήσιο καθήκον του ελάμβανε τέλος. Γύρισε να δει, τον ενθουσίαζαν οι λεπτομέρειες. Εκείνη τακτοποιούσε τα ποτήρια με απόλυτη τάξη και συμμάζευε τα κουζινικά για αύριο. Τον καθήλωσαν οι πλαστικές κινήσεις της και τον συνεπήρε η μισή εικόνα του προσώπου της, αφού η εβένινη τούφα ως αυλαία μοίραζε σκηνές και πράξεις της ομορφιάς της. Όταν ο συρμός άδειασε από τη θορυβώδη μάζα κατέβηκε κι αυτός ακολουθώντας το τελετουργικό τόσων χρόνων. Τον καθησύχαζε η λεπτομερής τήρηση των κανόνων. Ήταν η δικιά του κανονικότητα, το μέρος της συνείδησής του που κρατούσε άτρωτο από προσβολές και υπαναχωρήσεις… Πάντοτε έβρισκε τρόπους να εξωραΐζει τη ρουτίνα. Ήταν, θες αυταπάτη, θες άμυνα, μπορεί… «Παρέδωσε», χαιρέτησε και βγήκε από το κτήριο του σταθμού. Το πλακόστρωτο γυάλιζε από το λεπτό στρώμα της υγρασίας. Κοντοστάθηκε στο περίπτερο, ξετρύπωσε κάτι ψιλά κι αγόρασε τσιγάρα. Όσο ανηφόριζε για το σπίτι του η υγρασία αραίωνε, πύκνωναν όμως οι ιαχές και οι βλαστήμιες του πλήθους στο παρακείμενο καφενείο. Παρέκαμψε αυτή τη βία και τράβηξε τη σιδερένια αυλόπορτα. Ύστερα αναζήτησε μάταια το κλειδί κάτω από τη γλάστρα του βασιλικού. Ήταν μόνος του πια ένα απειροελάχιστο μόριο στην απεραντοσύνη… Όχι. Εκείνη, κρατούσε το κλειδί και του χαμογελούσε, καθώς την εβένινη τούφα της ανασήκωνε το αεράκι κι άφηνε το μίζερο δημόσιο φωτισμό στο πρόσωπό της. Οι μικρές σταγόνες που σχηματίστηκαν στέγνωσαν με μιας κι οι χτύποι της καρδιάς ανασήκωναν τη φλέβα του λαιμού. «Εσύ;» έκανε. Δίχως απάντηση, πέρασαν στο εσωτερικό κι άφησαν κατά μέρους τα προσχήματα. Τους είχε ανατεθεί ο έρωτας κι ασπάστηκαν βουλημικά την ηδονή. Προσχώρησαν στο κύρος των αισθήσεων. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί δεν ήταν της ώρας. Ό,τι έπρεπε να ομολογηθεί πειθαρχούσε στην κυριαρχία του πάθους. Κατέληξαν κάθιδροι να εξερευνούν τον αχνό φωτισμό που εισχωρούσε από τις γρίλιες στο δωμάτιο. Τον χάιδευε, μοίραζε με τα ακροδάχτυλά της όλες τις λέξεις που μαράζωναν το νεανικό κορμί πίσω από την ίδια καντίνα του ίδιου τρένου της μοναδικής διαδρομής. Ακολουθούσε το αναστατωμένο σώμα που ξυπνούσε από το λήθαργο. Ανασηκώθηκε και τον φίλησε στο στόμα. Αμίλητη, διέσωζε το ένα μετά το άλλο τα θύματα του βίου του. Δοκίμασε τα λόγια του για να δεχτεί και πάλι τα υγρά της χείλη που επιδείκνυαν, αποδείκνυαν και του θύμιζαν τι είναι τέλος πάντων η ζωή: Ο έρωτας εντός. Γυμνός στο σφριγηλό της στήθος μίκραινε τα φυσικά του όρια. Με ποιο δικαίωμα άραγε; αναρωτήθηκε, μπήγοντας τα νύχια του στην ιδρωμένη του χούφτα. Η γλυκιά ταραχή γινόταν μόνιμη απειλή. Σ’ αυτήν την ξέφρενη πορεία ήταν αυτό που ισχυριζόταν, το απειροελάχιστο μόριο… που αξίωνε την ελευθερία του… Την αγκάλιασε τρυφερά. Εκείνη αφέθηκε στους τριγμούς του ώριμου κορμιού που αναγεννάται. Σεβάστηκε τη στιγμή, καθώς τα υγραμένα της μάτια λαμπύρισαν στο μισοσκόταδο για την έγκλειστη ελευθερία που εντωμεταξύ είχε επισήμως ανακοινωθεί.