Kρύο∙ ψόφος! Ελάχιστοι, πρώτη φορά, εξήλθαν από τον ναό του πολιούχου και ακόμη λιγότεροι ακολούθησαν την επίσημη κουστωδία προς το ποτάμι.
Ο δόλιος νεαρός μάλλον την τελευταία στιγμή είχε αποφασίσει να βουτήξει. Μπορεί όμως και όχι. Απογοητευμένος αποχωρούσε τώρα με τη σύντροφό του, διασχίζοντας μετά δυσκολίας τον αμέσως μετά την όχθη ανωφερή χωμάτινο δρόμο, εκεί όπου πριν λίγο είχε, προς την αντίθετη κατεύθυνση – προς την όχθη βαδίζοντας, σωριαστεί ένας ηλικιωμένος…, τον οποίο τώρα, τη στιγμή αυτή, τον έβαζαν στο ασθενοφόρο, κόσμος παρηγορούσε και τους δύο …βουτηχτές για την ατυχία τους…
Ο νεαρός με περηφάνια και προσπαθώντας να κρύψει από τα μάτια του και τα χείλη του την πίκρα (που όμως ξεχείλιζε από παντού):
«Εμείς, ευλογία πήραμε!» είπε και έριξε το τρεμάμενο βλέμμα του στο εσωτερικό του ασθενοφόρου, τη στιγμή που έκλειναν οι τραυματιοφορείς τις πόρτες του, θαρρείς και πόθησε, έστω για μια στιγμή, τη ζεστασιά τού εσωτερικού του…
Κατόπιν έσκυψε ο της ημέρας ο άτυχος, αυτός που το λευκό μπλουζάκι του και το πάμφθηνο παντελόνι του έσταζαν από πάνω μέχρι κάτω στο κορμί του, αυτός που έτρεμε το φυλλοκάρδι του από το κρύο αλλά πάνω απ’ όλα από την πίκρα του, έσκυψε στο αυτί της συντρόφου του και με πόνο ψυχής τής ψιθύρισε:
«Να πάρουμε το μπουφάν.»
Ξεκίνησε ο δέσποτας να ψάλλει το Εν Ιορδάνη… δεύτερη φορά – γνωρίζαμε ότι δεν τον πετάει τον σταυρό νωρίτερα… Είδα τότε απέναντι, στην τσιμεντένια εξέδρα των επισήμων, πλησίον του δέσποτα, έναν ντυμένο νεαρό να περνάει πάνω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα το ένα του πόδι και να το απλώνει στο κενό, αργά αργά κατόπιν να βγάζει το φτενό επανωφόρι του, να το αφήνει πάνω στο κιγκλίδωμα. Να περνάει και το υπόλοιπο σώμα του έξω από το προστατευτικό και να στέκεται στο άκρο της τσιμεντένιας εξέδρας. Όλοι οι άλλοι βουτηχτές περίμεναν τσίτσιδοι και ξυλιασμένοι στην απέναντι όχθη. Και αιφνιδιάστηκαν. Ξαφνικά να εμφανίζεται δίπλα στον δέσποτα από το πουθενά ένας ντυμένος νεαρός και να θέλει να βουτήξει!
Μόλις πέταξε τον σταυρό ο δέσποτας, ο ντυμένος έριξε από ψηλά τέτοιο μακροβούτι, που όλοι πιστέψαμε ότι καρφώθηκε στον βυθό – ήταν και ψηλός… Ααα! ακούστηκε. Θαυμασμού και τρόμου. Αναδύθηκε ακέραιος, φερμάρισε ταχύτατα και έτεινε προς τον σταυρό που έπλεε δύο φορές το μπόι του μακριά του, προς τα δεξιά.
Οι τσίτσιδοι της απέναντι όχθης, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, εκολύμβον ταχύτατα προς το ιερό σύμβολο. Αλλά ο απρόσμενος βουτηχτής εμφανώς υπερείχεν. Το σύμβολο μετά από ακόμη μίαν χεριάν θα φώλιαζε σίγουρα στη χούφτα του.
Τότε ο ποταμός αλλιώς απεφάσισε: με ένα ρεύμα του απροσδόκητο, ο πλους του σταυρού απέφυγε την τελευταία, πλήρους σιγουριάς, χεριά του ενδεδυμένου∙ εστράφη προς τους τσίτσιδους, τους ξυλιασμένους.
Ο Γιάννης Καισαρίδης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Ελληνική Φιλολογία και Θέατρο. Έχει εκδώσει 3 συλλογές διηγημάτων: «Χρονικό μιας πρεμιέρας» (1997), «Συναντήσεις και ενοχές» (Υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και για το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2001), «Μισάντρα» (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2006) και το μυθιστόρημα «Αποτομή» (2016). Έχει οργανώσει εργαστήριο «Δημιουργικής γραφής» στο Τμήμα Μεταφρασεολογίας και Διαπολιτισμικών Σπουδών τού Α.Π.Θ. και στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. Υπήρξε μέλος τής ομάδας εργασίας τού προγράμματος τού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου «Λέσχες ανάγνωσης». Συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας, την Πειραματική σκηνή τής «Τέχνης», το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, τη δημόσια τηλεόραση και ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Θεατρικά έργα: «Ο Ταχυδρόμος των Ονείρων» (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών), «Της θάλασσας η θυγατέρα»(ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας), «Το νησί του μάγου Ιουλίου ντε Βερνί» (Θεατρική ομάδα «Απάνοιξη»), «Πέντε εποχές», «Ηλιακό», «Δρόμος με κεραμίδια», «Αναπάντητες∙21». Έχει δημιουργήσει τις ταινίες μ.μ.: «Μισάντρα», «Γκιουνέ», «Κική Δημουλά – Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα∙ δεν έβλαψα κανένα», «Σημαδιακοί κι αταίριαστοι», «Τάρζαν και Ζόρρο», «Ανασταίνοντας τον Άλλο», «Πηγή είναι ο Λόγος – αναζητώντας την αόρατη πόλη».