Scroll Top

Σπονδές Πεζογραφίας της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Γεωργία Τάτση “Γάμπαρη Αμβρακικού”

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Οι βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν είναι παρά η αγάπη και το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λογοτεχνία. Στη στήλη αυτή, πάντα με σεβασμό και εκτίμηση στο έργο ελλήνων λογοτεχνών, η γράφουσα θα καταθέτει τις αναγνώσεις της παρουσιάζοντας συνοπτικά εκδόσεις ελλήνων πεζογράφων.

Γεωργία Τάτση, Γάμπαρη Αμβρακικού, εκδόσεις Βακχικόν

Όταν η αφήγηση σκηνοθετείται

Πρόκειται για την επανέκδοση της νουβέλας της Γεωργίας Τάτση, η οποία εκδόθηκε αρχικά το 2019 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ωστόσο, πρόκειται για ένα πόνημα διαχρονικής αξίας, όχι μόνο λόγω της λογοτεχνικής του αρτιότητας, η οποία είναι αναμφισβήτητη, αλλά και γιατί διανύει, άλλοτε πλάγια και άλλοτε ευθέως, αιχμηρές πλευρές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας. Εξάλλου, ο βιωματικός του χαρακτήρας, αλλά και το συναισθηματικό του υπόβαθρο το καθιστούν εξαιρετικά ευανάγνωστο. Η ειλικρίνεια, οι αφηγηματικές τεχνικές και η σκηνοθετική του δομή αποτελούν κάποια ακόμα από τα ισχυρά πλεονεκτήματα του κειμένου. Ο χρόνος για το αφηγηματικό σύμπαν της Τάτση δεν είναι παρά μια εύκαμπτη ύλη που της επιτρέπει να κινείται ανάδρομα μεταξύ του αφηγηματικού παρόντος και του ιστορικού μέλλοντος. Ως τόπος ορίζεται η Άρτα, που αποτελεί και τον γενέθλιο τόπο της συγγραφέως, και η Αθήνα.

Το δυνατότερο πλεονέκτημα του κειμένου, ωστόσο, είναι η δύναμη με την οποία συγκινεί τον αναγνώστη με τον ασθματικό του λόγο, ο οποίος κινείται μεταξύ των τριών ενικών προσώπων, αλλάζοντας συχνά την οπτική γωνία του αφηγητή. Η Τάτση έχει την ικανότητα να χαράζει βαθιά χωρίς μελοδραματισμούς. Η γλώσσα ρεαλιστικά περιγραφική, συχνά ποιητική, χρωματίζεται και από το ηπειρώτικο ιδίωμα, ενώ η αφήγηση κινείται συχνά ανάδρομα δημιουργώντας μια εικονοπλαστική ατμόσφαιρα «Όταν ξύπνησε, η Αλεξάνδρα τράβηξε το χέρι της να σηκωθεί. Το ζώο πετάχτηκε όρθιο και την ίδια στιγμή της φάνηκε πως είχε μεταμορφωθεί σε λύκο ο σκύλος. Πρώτα είδε το ρουμπίνι στα μάτια του. Ύστερα τη μουσούδα του να αρπάζει το αρνί από την καρωτίδα. Τα δόντια του να ξεσκίζουν τον λαιμό. Βέλαζε το αρνί. Σφάδαζε. Αυτή ήταν το αρνί. Αυτή βέλαζε.» (σ. 27), που θα συναντούσε κανείς σε ταινία μικρού μήκους, εγείροντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη και την ανάγκη να την παρακολουθήσει μέχρι τέλους.

Η αφήγηση, συχνά βαθιά ρεαλιστική, αγγίζει σε πολλά σημεία τα όρια του μαγικού ρεαλισμού, καθώς ξεδιπλώνει την πλοκή δομημένα, ενώ το διακείμενο κάνει συχνά την εμφάνισή του, άλλοτε ενισχύοντας την αφήγηση και άλλοτε προωθώντας την μαγικά. Εμφανίζονται αποσπάσματα του Χ. Λ. Μπόρχες, του Α. Παπαδιαμάντη, του Ο. Ελύτη, και T. S. Eliot, καθώς και από εγκώμια του Επιτάφιου θρήνου και της νεκρώσιμης ακολουθίας, αλλά και στίχοι από ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια.

Ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια, με το πρώτο να εμφανίζεται ως το μεγαλύτερο και κυριότερο σε έκταση. Και είναι αυτό το κεφάλαιο, που τιτλοφορείται ως «Εν τω οίκω», χωρίζεται σε πέντε υποκεφάλαια τα οποία το διαιρούν σε πέντε αντίστοιχες σκηνές, οι οποίες επιτρέπουν στην ανάδρομη αφήγηση να εμπλουτίζει την πλοκή. Κάθε κεφάλαιο αποτελεί και μια στάση του μετρό της Αθήνας, αρχής γενομένης από την Παλλήνη και επιστρέφει ανάδρομα έως το Δημόσιο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ενδιάμεσα οι στάσεις του μετρό Μοναστηράκι, Μέγαρο Μουσικής, Εθνική, Άμυνα και οι στάσεις μιας υπαρξιακής καταβύθισης, η οποία συνδέεται άμεσα με τις ρίζες, με τους γεννήτορες και κυρίως την απουσία του πατέρα, τόσο τη φυσική, όσο και τη μεταφυσική, αφού δεν υπάρχει ούτε τάφος για τον κλάψει. Τάφος γίνεται μια φωτογραφία καρφιτσωμένη σε ένα ιατρικό ιστορικό που ανακαλύπτει ενήλικη πια στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, ενώ η παντελής έλλειψη αναφοράς σ’ εκείνον από τη Βασιλική, τη μητέρα της, η οποία του αρνήθηκε ακόμα και την ταφή, προσδίδει στην πλοκή μια τραγικότητα. Σε κάθε στάση, τα σύμβολα ταυτίζονται με τα ταφικά μνημεία κια τα αρχαιολογικά ευρήματα που εκτίθενται στους σταθμούς, αλλά και εικόνες που σχετίζονται με τις εικαστικές παρεμβάσεις ή την αρχιτεκτονική τους κι εκείνη κάνει μια συμβολική κηδεία ακολουθώντας τα στάδια του πένθους όπως ορίζονται από τη θρησκεία.

«Εν τω ναώ» είναι ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου, όπου η μητέρα είναι πια το κυρίαρχο φόντο των πλάνων της αφήγησης. Η Αλεξάνδρα διανύει την εφηβεία της ορφανεύοντας ουσιαστικά για δεύτερη φορά, αφού μετά τη φυλάκιση της μητέρας της, καταλήγει ως ψυχοκόρη της οικογένειας της θεία της, όπου βιώνει συνθήκες συναισθηματικής στέρησης,  εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης. Δραπετεύει και πολιτικοποιείται, μια πολιτική πράξη η οποία παραλίγο να της στοιχίσει ακριβά. Ωστόσο, το μητρικό πρότυπο είναι τόσο ισχυρό που δεν της επιτρέπει να πράξει διαφορετικά, παρά να ακολουθήσει τα χνάρια της μητέρας της.

Ταυτόχρονα, περιγράφονται, δύσκολα, πέτρινα χρόνια, σ’ ένα τόπο, όπως αυτόν της καταγωγής της, όπου η επιβίωση για μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη το παιδί της είναι σχεδόν ακατόρθωτη. Μια μητέρα ισχυρά αναμειγμένη στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι σε μια περίοδο που το στίγμα των αριστερών φρονημάτων ήταν ποινικά κολάσιμο. «Η μάνα πελαργός. Βουβό πουλί. Δεν κελαηδάει. Δεν κρώζει. Χωρίς φωνή. Μουγκό. Χτυπάει το ράμφος. Κροταλίζει. Ωχ. Σόλο. Σόλο κλαρίνο. Πελαργός. Στέκεται στο ένα πόδι. Όλο το βάρος στο ένα πόδι./…Η μάνα ανυψώνεται. Απλώνονται τα λούκια και οι πτυχώσεις, όλο το φάρδος του φορέματος ανοίγει. Αιωρούνται σεντόνια μπλε. Ένα εκτυφλωτικό μπλε ηλεκτρίκ ανεβαίνει. Μια θάλασσα ανεβαίνει. Μια θάλασσα αναρριχώμενη βάφει τους χιονισμένους λόγκους που ποντίζονται περιδινούμενοι…/Ο ήλιος σόλο. Ξανά στη γη τα πόδια της μητέρας. Πατούν στο χώμα με δύναμη.//…Πρώτη η Αλεξάνδρα. Στα χνάρια της μητέρας της. Ένα παιδί. Σαν άντρας. Μπροστά στο ρήγμα. Μπροστά στο κενό./… Χάνει του κόσμου τις συντεταγμένες./…Βρίσκεται στο βάθος του ουρανού ή στον βυθό της θάλασσας. Κολυμπάει ή φτερουγίζει; Αυτό το μπλε; Όλο μητέρα;». (σ.σ. 63,64).

Στο τελευταίο κεφάλαιο «Επί του τάφου», η σκηνοθετική οδηγία επανέρχεται και ο συμβολισμός βρίσκει την έκφρασή του στην τελευταία στάση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, της αφήγησης, « Επόμενη στάση Ευαγγελισμός». Ωστόσο, το επίθετο επόμενος που προηγείται του Ευαγγελισμού, ενέχει και την προοπτική, την υπόσχεση, τη βεβαιότητα, πως η ζωή συνεχίζεται και το τρένο της έχει και επόμενες στάσεις. Παρόλα αυτά, Ο Ευαγγελισμός, αποτελεί μια στάση η οποία κυριολεκτεί αναφορικά με το νήμα της ζωής, αφού, ως τελευταία, εννοεί και την παύση. Εκεί η μητέρα κατεβαίνει από το τρένο της ζωής και η κόρη, εν προκειμένω η αφηγήτρια, καλείται να την αποχαιρετήσει. Μαζί της αποχαιρετά και τις πράξεις της κι ένα παράπονο, για όσα δεν ειπώθηκαν, όσα περιέχει εκείνο το μικρό χαρτάκι «…γραμμένο το 1972-ένα χαρτάκι που την περιέχει, που έχει τυλίξει τον πυρήνα της-, περιγράφει, εν περιλήψει, τα πεπραγμένα της, θα το βάλεις μαζί της στο φέρετρο, απαριθμεί τις πράξεις της με χρονολογική σειρά…/ήταν το βελούδο με τα παράσημά της και το φορούσες κατάσαρκα  για καιρό…» (σ. 98) και όσα έχει ανακαλύψει για τον πατέρα που δεν αξιώθηκε ταφής και αναγνώρισης καταλήγει στο φέρετρο την ύστατη στιγμή. Θα τους κατεβάσει μαζί στη γη, θα ενώσει τους γονείς της, έτσι, σαν ύστατη προσπάθεια, αφού, ους ο θεός συνέζευξεν, ο θάνατος μη χωριζέτω. Η αυλαία θα κλείσει με τα πέδιλα. Τα πέδιλα που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Εκείνα  που της χάρισε εκείνος, αφήνοντας να αιωρείται ένα τρυφερό  συναίσθημα και μια βεβαιότητα. Η αγάπη δεν χάνεται ποτέ.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου