Scroll Top

Σπονδές Πεζογραφίας της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Κωνσταντίνος Λουκόπουλος | Ολβία Παπαηλίου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Οι βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν είναι παρά η αγάπη και το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λογοτεχνία. Στη στήλη αυτή, πάντα με σεβασμό και εκτίμηση στο έργο ελλήνων λογοτεχνών, η γράφουσα θα καταθέτει τις αναγνώσεις της παρουσιάζοντας συνοπτικά εκδόσεις ελλήνων πεζογράφων.

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, Οικογενειακή ρίζα 70, εκδ. Έναστρον

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, δεν σταματά να εκπλήσσει με τις πρωτότυπες και ιδιοφυείς εμπνεύσεις του. Έτσι, μετά την ιδιαίτερη συλλογή, με τίτλο Γενόσημα-278 πεζά ποιήματα, εκδόσεις ΑΩ,2021, εμφανίζεται με μία ακόμη ιδιαίτερη λογοτεχνική κατάθεση. Το αφηγηματικό σύμπαν της «Οικογενειακής ρίζας 70» μοιράζεται την ταυτότητά του απολύτως ισορροπημένα μεταξύ του ωμού και του μαγικού ρεαλισμού, χωρίς να παραλείπονται γλωσσικά και ποιητικά στοιχεία τα οποία διανθίζουν και ταυτόχρονα ισχυροποιούν τη λογοτεχνική του αξία. Παρά το ότι η αφηγηματική γραμμή κινείται μεταξύ ημερολογιακής –  ιστορικής καταγραφής και συμβολαιογραφικής πράξης, οι ποιητικές αρετές των κειμένων διαχέονται εντός των κειμένων ως εναλλακτικό φως, το οποίο άλλοτε συγκρατεί τη ρεαλιστική αφήγηση και άλλοτε την απογειώνει σε σφαίρες μαγικές, μυθοπλαστικές, αλλόκοσμα δονούμενες. Δοξασίες, έρωτες, κοινωνικά στερεότυπα, θάνατοι, πόλεμοι, θανάσιμα οικογενειακά μυστικά, όνειρα και σκληρή πραγματικότητα συνθέτουν ένα ρεκβιέμ μαγικής παραδοξότητας, το οποίο ξεκινά κάπου στη Στερεά Ελλάδα, ταξιδεύει στη Ν. Υόρκη στις αρχές του προπερασμένου αιώνα και τερματίζεται στα Βαρδούσια όρη. Η γλώσσα άλλοτε αυστηρά επίσημη και άλλοτε ιδιωματική καταφέρνει να ισορροπεί σε ένα κείμενο πυκνό, το οποίο καταλήγει ευρηματικά μεστό και εύληπτο.

Οι ιστορίες του Κ. Λουκόπουλου, παρά την τόσο μελετημένα δομημένη γλώσσα, καταφέρνουν να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι και την τελευταία σελίδα. Είναι σαφείς οι επιρροές του πλήθους των αναγνώσεων του Κ. Λουκόπουλου, καθώς δεν είναι απλά το μαγικό στοιχείο, που υπηρετείται με αξιέπαινη μαεστρία, αλλά οι αφηγηματικές τεχνικές που αναφέρονται στο παράδοξο και στη Δυνητική λογοτεχνία του OuLiPo, με δυνητική αναφορά στη ’Παταφυσική του Αλφρέ Ζαρρύ. Οι φανταστικές λύσεις, οι παρανοήσεις και η συμβολική τους λειτουργία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού κόσμου του Κ. Λουκόπουλου και τα υπηρετεί τόσο έντεχνα, καθώς κεντά επάνω τους πλήθος επιστημονικών, καλλιτεχνικών και ιστορικών – εγκυκλοπαιδικών αναφορών, εξυπηρετώντας τη διαθεματική λειτουργία της αφήγησης, τόσο επιστημονικά, όσο και λαογραφικά. 

Δεν πρόκειται απλά για μία παραμυθική παράθεση γεγονότων, ούτε για μια προσπάθεια θεοποίησης της μοίρας και του γραμμένου. Οι χαρακτήρες του Λουκόπουλου συνομιλούν με την παραδοξότητα, καθώς βιώνουν καταστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τη φρίκη ενός άλλου κόσμου, πέρα από την ηθική, πέρα από την καθημερινότητα με έναν τρόπο που καθιστά το μαγικό στοιχείο απαραίτητο. Η εικονοποιητική του ικανότητα τροφοδοτεί ποιητικά τον μαγικό κόσμο και καθιστά τη σκληρότητα της ιστορικής αναδρομής, συναισθηματικό ταξίδι, αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές που κρύβονται βαθιά στην μυστικιστική πλευρά της ύπαρξης. Στην ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με μυθοπλαστικά στοιχεία ενός άλλου κόσμου προκειμένου να αντλήσει τη δύναμη να κατανοήσει τη σκληρότητα που επιδεικνύει ενίοτε η ζωή.

Η αφήγηση διανύει έναν ιστορικό χρόνο από την ύστερη τουρκοκρατία, έως και τα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Αμερική, με αναφορές στον εμφύλιο, μεσούντως ενός δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, με ιδιαίτερη έμφαση στη σκοτεινή πλευρά των συνεργατών του κατακτητή και των οικογενειών τους, και στην άνθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Τέσσερις οικογενειακές ρίζες, με άρχουσα την οικογενειακή ρίζα 88, της οικογένειας Καλογερή και ανάμεσά τους η Βασιλική, «…που τον πρώτο χρόνο του γάμου της, βρήκε στο προσκεφάλι της ένα τουμπανιασμένο ορτύκι με δεμένα μάτια και με λίγο αίμα  στο ράμφος.» Είναι η πρώτη μάγισσα μιας μακράς λίστας γυναικών που ’χουν στο ριζικό τους να φεύγουν στα 42 του χρόνια, η οποία μέσω της συνθήκης μιας απόκοσμης συζήτησης με το νεκρό πουλί θα σημάνει «…την ευχή και την κατάρα του καλέσματος του γένους Καλογερή.» Η Εριφύλη η θεατρίνα, η Κωνσταντίνα Ιωάννου Καλογερή η μάγισσα που επέζησε ως τα 86 της χρόνια, όπως και η Αναστασιά που μάζευε στο αδράχτι της τους «θανατοναύτες», η Γιαννούλα που πλήρωσε το κρίμα της να ζήσει την απόλυτη ηδονή αποπλανώντας έναν ασκητή την ώρα που τον έπλενε, η Παρασκευή η μυροβλίτισσα, οι δίδυμες Κωνσταντία και Αθηνά, η Αγγελική που δεν έπαψε να επισκέπτεται την Κώστια μέχρι τον δικό της θάνατο, η Ηρώ που σπρωγμένη από την ίδια αλλόκοσμη προσταγή τιμώρησε φρικτά και θανάσιμα τον φονιά και βιαστή της Αγγελικής και η Ζαχαρούλα που γέννησε 12 φανταστικά παιδιά με ινδιάνικα ονόματα, ώσπου στα 42 της  «[…] (ακολουθώντας το ριζικό σχεδόν κάθε γυναίκας του γένους Καλογερή) κι ενώ είχε ήδη κάνει έντεκα γέννες, είχε μεγαλώσει έντεκα σαν φανταστικά ποιήματα και τα ’χίλιες φορές χτενίσει, σκεπάσει, χαϊδέψει και θηλάσει, πέθανε…». Η μακρά λίστα του κακού ριζικού που επιφύλασσε ο χρόνος και ο πόνος για την οικογένεια Καλογερή, αφού συνδεθεί με μια σειρά από μοίρες τραγικές ανδρών τε και γυναικών, όπως η ξανθιά κοτσίδα του Κωνσταντίνου Φίλιππα Καλογερή, παρ’ ότι φαλακρού μέχρι τα 49 του χρόνια, που συνέχισε να μεγαλώνει και μετά θάνατον, θα απογειωθεί στα Βαρδούσια όρη με τη μοίρα δύο δίδυμων, της Καλλιόπης και του Ιάκωβου, που αγαπήθηκαν αφύσικα «καταστέλλοντας την ηθική του αίματος» για να ξεκινήσουν μια δική τους φρικτή και ανίερη ρίζα και να συνδεθούν με τον το θρύλο των Δράκων της Δρακολίμνης και θα κλείσει με την επιστροφή της τελευταίας γυναίκας της Γεωργίας Κονταξή που θα ενώσει τις ρίζες με την καλλιτεχνική της φύση, κόντρα στην κατάρα που συνδέθηκε με το παρελθόν.

Είναι ευφυής και εντυπωσιακός ο κατάλογος των έργων της, όπου ο συγγραφέας επιδεικνύει για άλλη μια φορά την ευρηματικότητά του, αλλά και τη βαθιά καλλιτεχνική του κατάρτιση και αξία, αφού σε κάθε περιγραφή συγκεντρώνει πλήθος αρετών, λογοτεχνικών και εικαστικών. Ζωντανοί πίνακες-περιλήψεις-αναφορές σε κάθε ιστορία της συλλογής. Στο έργο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου χτυπά συγκινητικά η φλέβα του μαγικού ρεαλισμού, τόσο πατριδογνωστικά κατανοητού, που αφήνει δάκρυα στα μάτια.

Χωρίς εκείνη, Ολβία Παπαηλίου, εκδόσεις Εύμαρος

«…μια ελεγεία στον αποχωρισμό.»

Η Ολβία Παπαηλίου, μετά το «Ημερολόγιο ενός Ακαλιέργητου Ανθού» (εκδόσεις Εντευκτηρίου), επανέρχεται με ένα ακόμα μυθιστόρημα. Το «Χωρίς εκείνη» είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Ολβίας Παπαηλίου. Πρόκειται για ένα νεοτερικό κείμενο, το οποίο φέρει τα χαρακτηριστικά της αυτόματης γραφής, ενώ ο ρεαλισμός του κουβαλά στοιχεία μαγικά. Ωστόσο, η γραφή της βαθιά επηρεασμένη από τη διαδικασία της ψυχαναλυτικής πρακτικής συνορεύει απόλυτα με τον υπερρεαλισμό. Η ιδιαιτερότητα της γραφής της Ολβία Παπαηλίου δεν σταματά στην ειδολογική διάκριση, αλλά επεκτείνεται και στον λόγο της, όπου παρατηρούνται συντακτικές πρωτοτυπίες, καθώς γλωσσοπλάθει παίζοντας με τα σημαίνοντα για να καταλήξει σε σημαινόμενα ιδιότυπα. Η αφήγηση, χωρισμένη σε δύο «ενότητες». Στο εισαγωγικό μέρος το οποίο αποτελεί και τον κορμό της πρώτης αφηγηματικής ενότητας, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο αφηγητής αν και εξωδιηγητικός φαίνεται πως γνωρίζει πολλά.

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο, «Το Χωρίς εκείνη είναι ο απολογισμός μιας αδερφικής σχέσης. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια ιστορία φαντασμάτων, το χρονικό μιας πειθαρχικής διαδικασίας ή, αλλιώς μια ελεγεία στον αποχωρισμό.» Οι χαρακτήρες της αντλούν την ονομαστική τους καταγωγή από έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο και είναι αξιοσημείωτο το πως παίζει με την ηχητική των ονομάτων. Η Νουάλα Νέηλορ προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με την αγαπημένη της αδερφή Νοελί, η οποία δεν βρίσκεται πια εν ζωή, φωτίζει εκείνην και τη μεταξύ τους σχέση, με χρώματα άλλοτε υπέρλαμπρα και άλλοτε τόσο σκοτεινά, όσο η μάχες που δίνει κανείς με το τραύμα ή τα τραύματά του, τις ενοχές και το υπαρξιακό δράμα που συνδέεται με την απώλεια. Της προσδίδει ιδιότητες ηρωικές, καθώς αφηγείται υπαινικτικά δραματικές καταστάσεις που βιώθηκαν κατά τη διάρκειας της παιδικής, και όχι μόνο, εξαρτητικής τους σχέσης. Υπονοούνται δραματικές καταστάσεις οι οποίες φτάνουν ως την ενδοοικογενειακή βία και την παιδική κακοποίηση, μα και την ορφάνια και τα τραύματα που μπορεί να δημιουργήσει η γενικευμένη στέρηση, υλική και συναισθηματική. Όλα τα παραπάνω, καθιστούν τις δύο αδερφές δέσμιες μιας κτητικότητας και αλληλοεξάρτησης, η οποία ψυχαναλυτικά οδηγεί στη σύγχυση ρόλων και ταυτοτήτων, οι οποίες ψυχαναλυτικά τουλάχιστον, δύνανται να ακολουθήσουν την απώλεια του ενός από τα δύο μέρη μιας τόσο ιδιαίτερης σχέσης. Ενδιάμεσά τους ένας άντρας, ο Νηλ, άλλη μια ηχητική συγγένεια, η οποία δεν εξαντλείται στην ηχητική των ονομάτων. Ο Νηλ υφίσταται οντολογικά σε μια γκρίζα ζώνη, όπου -για λίγο;- αμφισβητείται ακόμα και η προσωπική του επιλογή. Ποια από τις δύο επέλεξε ως σύζυγο; Τι ρόλο έπαιξε η Νοελί σ’ αυτήν την επιλογή, σ’ αυτό το ερμαφρόδιτο ειδύλλιο. Μένει να ξεκαθαριστεί μέσα από τις καταθέσεις των συναδέλφων της Νουάλα και από στοιχεία που καταγράφονται στο ημερολόγιό της, όπου κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Πάντα ένας καθρέφτης με δύο όψεις. Ένα τραπουλόχαρτο, μία ντάμα, δύο μορφές. Ανάμεσά τους περιφέρονται ονόματα –χαρακτηρισμοί, όπως «Χείριστο Σκουπίδι», το οποίο συνδέεται αναδρομικά με την κυριότερη αιτία αυτής της εσωτερικής αντιγραφής των δύο αδερφών, «-το Χείριστο Σκουπίδι μεριμνούσε ώστε να διαβληθούν παντοτινά οι Άγιες Μέρες.» (σελ. 22). Δύο όψεις, λοιπόν. Της καλόβολης και συγχωρητικής Νουάλα και της μαχητικής και διεκδικητικής «Άπονης» Νοελή. Στη δεύτερη ενότητα κυριαρχεί η ημερολογιακή καταγραφή, η οποία διακόπτεται από μια Επιστολή του Διευθυντού του της Νουάλα προς το Σχολικό Σύμβουλο. Μια Μεταγραφή στενογραφημένων πρακτικών που κατεγράφησαν κατά την ακροαματική διαδικασία, και από Αποσπάσματα μαρτυριών, μελών του Διδασκαλικού  προσωπικού του Εξαταξίου Γυμνασίου Άνω Κρυονερίου για τη συμπεριφορά της κυρίας Νουάλας Νεηλορ. Η ηχητική συμφωνία μεταξύ των ονομάτων διανθίζεται, εδώ, με αναφορές, και πάλι, στα σημαινόμενα, εσωκλείοντας τον υπαινιγμό στο ίδιο το όνομα, το οποίο δυνητικά, αφηγείται από μόνο του τις αιτιάσεις. Πρόκειται για τον Ισοκράτη Λεπαντά, γυμνασιάρχη, ο οποίος της κάνει αναφορά για ανάρμοστη συμπεριφορά, υπαινισσόμενος ψυχική νόσο. Η Νουάλα καταγράφει την εσωτερική διαδικασία στην οποία βρίσκεται, μετά τον θάνατο της Νοελί, ενώ η προσωπικότητά της, σε μια αφηγηματολογική προσπάθεια να κατατεθεί το ίδιο συμβάν, διαγράφεται από μαρτυρίες των συναδέλφων της, ενώ σκιαγραφείται ο ίδιος ο χαρακτήρα της από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η Συνδικαλιστική ένωση στην επιστολή της αναφέρει για τη Νουάλα: «Η καθηγήτρια Νέηλορ φαινόταν ένα φάσμα εαυτού…» (σελ. 97).  Βεβαίως, εκείνοι αποδίδουν αυτήν της τη φαινομενική κατάσταση σε άλλη, επαγγελματική αιτία, όπως η επαγγελματική εξουθένωση. Ωστόσο, το φάντασμα με το οποίο έχει να παλέψει η Νουάλα είναι μια «διπολική» ταυτότητα η οποία συνδέεται με ένα βαθύτερο τραύμα. Με μια απώλεια, που υπήρξε πριν από αυτήν. Μια απώλεια που δεν βίωσε οντολογικά, ωστόσο το αόρατο πένθος τής δωρίστηκε ως φορτίο από τις πρώτες στιγμές της ενσυνείδητης ζωής της. Αναπληρώτρια στην αγκαλιά της μητέρας της, αγωνίζεται να απεξαρτηθεί. Θα τα καταφέρει;

«Με λένε Νουάλα, μόνο καμιά φορά ξεχνιότανε η μάνα μου και τύχαινε να με φωνάζει Νοελί…»

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου