Scroll Top

Σπονδές Πεζογραφίας της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Δημήτρης Χριστόπουλος | Χρύσα Φάντη

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Οι βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν είναι παρά η αγάπη και το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λογοτεχνία. Στη στήλη αυτή, πάντα με σεβασμό και εκτίμηση στο έργο ελλήνων λογοτεχνών, η γράφουσα θα καταθέτει τις αναγνώσεις της παρουσιάζοντας συνοπτικά εκδόσεις ελλήνων πεζογράφων.

Δημήτρης Χριστόπουλος, Έλα να παίξουμε, εκδ. Ροδακιό, 2024

«Το πανάκι του θανάτου. Και πάλι απ’ την αρχή.»

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος μετά τη βράβευσή του για το μυθιστόρημα του με τον τίτλο «Τζίντιλι», (Ροδακιό, 2020) με το Ειδικό κρατικό βραβείο πεζογραφίας, επανέρχεται με ένα ακόμα μυθιστόρημα, το οποίο φέρει τοπογραφικά χαρακτηριστικά, μα κυρίως ανθρωποκεντρικά. Το «Έλα να παίξουμε», όπως και το «Τζίντιλι», συνδιαλέγεται και πάλι μαγικά με τον ρεαλισμό και συνομιλεί με το επέκεινα, φέροντας ως πέπλο το χρώμα που έχει το μούχρωμα. Οι χαρακτήρες του σκιές που επιμένουν, «απαιτούν» δικαίωση, καθώς πρωταγωνιστούν ως παρόντες απόντες. Και τούτο είναι που καθιστά τον ρεαλισμό του Χριστόπουλου μαγικό, αφού καταφέρνει να προσδίδει εμπροσθοβαρή κίνηση σε χαρακτήρες που δεν είναι του κόσμου τούτου, ενώ ο χρόνος μια πύλη πάντα ανοιχτή, χωρίς σηματοδότες, για τους χαρακτήρες του, οι οποίοι πρωταγωνιστούν ως απώλειες.

Η γλώσσα φέρει συχνά το νησιώτικο ιδίωμα της Σίφνου, όπως μας πληροφορεί και στο Σημείωμα στο τέλος του βιβλίου, όπου παραθέτει και μια μικρή βιβλιογραφία, η οποία στάθηκε και  η κύρια πηγή έμπνευσής του. Στο αφηγηματικό σύμπαν οι επιρροές από τις πάμπολλες αναγνώσεις του συγγραφέα, διαμορφώνουν ένα νεοτερικό τοπίο, όπου η ποίηση συναντά τον ρεαλισμό κι αυτός με τη σειρά του τον συμβολισμό για να καταλήξουν σε έναν μαγικό διάλογο μεταξύ τους. Κύριο χαρακτηριστικό του αφηγηματικού χρόνου οι ανάδρομες αφηγήσεις, όπου σχεδόν καταργείται ο χρόνος. Ο αφηγητής εναλλάσσεται συχνά και απρόσμενα διατρέχοντας και τα τρία ενικά πρόσωπα σε μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική ροή και δημιουργούν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα, η οποία φέρει και σπέρματα noir λογοτεχνίας. Θα συμφωνήσουμε λοιπόν, πως, το νέο πόνημα του Δ. Χριστόπουλου φέρει πολλές αφηγηματολογικές αρετές. Ωστόσο, θίγει και ένα βαθιά κοινωνικό ζήτημα, αυτό της παιδικής κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας.

Ο αφηγητής, άλλοτε ενδοδιηγητικός και άλλοτε εξωδιηγητικός βρίσκει τη Στεριανή στις αρχές του 20ου αιώνα να αρνιέται τον έρωτα του Φραγκίσκου Πατριαρχέα και να παντρεύεται τον Σπυρίδωνα. Δύο ιστορίες αλληλοεγκιβωτίζονται και καταλήγουν ταυτόχρονα, καθώς η ζωή παλεύει με τον θάνατο, καθώς οι ψυχές, κυρίως  αυτή του Σπυ/Σπυριδωνάκι, ζητούν δικαίωση. Ο Στέργιος, η Άννα, ο Μένιος, η Μαργαρώ και ο Φραγκίσκος Πατριαρχέας πρωταγωνιστούν ως παρουσίες, ενώ η Στεργιανή, ο αδικοχαμένος της σύζυγος ο Σπυρίδωνας, ο Αγγελές -γιος της Στεριανής-, και το Σπυριδωνάκι/Σπυ, μυστηριωδώς εξαφανισμένο κάποια Χριστούγεννα στην Κατοχή, ως απουσίες. Η Άννα διαφεύγει στην πρωτεύουσα αφήνοντας πίσω της ένα βαθιά ριζωμένο δράμα που συνδέεται με τη μυστηριώδη εξαφάνιση του αδερφού της. Ο γιος της,  δισέγγονος της Στεργιανής, που φέρει και το όνομά της, αναλαμβάνει να ξετυλίξει το κουβάρι του δράματος της οικογένειάς του, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να απαλλαγεί από το δικό του τραύμα. Ο Φάνης και ο Νώντας είναι οι δικοί του νεκροί, απουσίες δεμένες στο δικό του δράμα. Δύο ιστορικές αφηγήσεις, ένας αφηγηματικός χρόνος. Παρόν και παρελθόν, ζωή και θάνατος και δύο τόποι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Πειραιάς και Σίφνος. Κοινός τόπος, το πέλαγος, οι αναμνήσεις και τα οικογενειακά τραύματα. Ένα αγόρι παλεύει να συγχωρήσει, να ανδρωθεί, να κλείσει τις πληγές από την κακοποιητική συμπεριφορά του γεννήτορά του. Παλεύει να βρει τη θέση του ανάμεσα σε δυο απουσίες, αυτές των γονιών του, και μια ανομολόγητα κακοποιητική συμπεριφορά από την πλευρά του πατέρα, η οποία επεκτείνεται και πέρα από τα στενά οικογενειακά πλαίσια.

Τραγικές φιγούρες, που έχουν ξεμείνει κάπου μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου, η Μαργαρώ και ο Πατριαρχέας. Ο καθένας βιώνει το δικό του ενοχικό δράμα. «Έλα να παίξουμε», μηνάει το Σπυριδωνάκι, σαράντα χρόνια χαμένο και ο τόπος στοιχειώνεται. Ο Στέργιος επιστρέφει στην γενέτειρα τής μητέρας του, Άννας, ως γιατρός πια και η Μαργαρώ, εγκλωβισμένη στις σκιές του πένθους συγχέει συχνά το πρόσωπο του εγγονού της με το χαμένο της Σπυριδωνάκι. Οι σκιές επιμένουν και ο Στέργιος τις προσκαλεί, ανασκαλεύει και υπόσχεται τη λύση. Ο παιδικός φίλος του Σπυ, το Λεωνί, αγγειοπλάστης, έχει ακούσει το χώμα να του μιλάει. Αναλαμβάνει να συντροφέψει τον Στέργιο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Η λύση του δράματος εξυπηρετείται τραγικά, καθώς επέρχεται η κάθαρση. Το σώμα του χαμένου παιδιού, επιστρέφει μυρωμένο στη γη, αναπαυμένο πια, για το ταξίδι του στο φως. Επιστρέφει στο χώμα της γης της Σίφνου και η ψυχή του Πατριαρχέα, ενώ την ίδια στιγμή το χώμα και η θάλασσα υποδέχονται και τη λύση του τραύματος του Στεργίου, ο οποίος, απελευθερώνεται. Ο συγγραφέας ξαναπλάθει τον ήρωά του, ως άλλον Αδάμ με πηλό. Με τον ίδιο χώμα που υποδέχτηκε τον γεννήτορά του, το ίδιο χώμα που συγκάλυψε την απουσία του Σπυ, το ίδιο χώμα που υποδέχεται κάθε ύπαρξη αιώνες τώρα, και τον ξαναβαφτίζει ως άλλος Ιωάννης στο πέλαγος. Δύο ιστορίες, ένας  χρόνος σχεδόν άχρονος, πάντα οι άνθρωποι σημαντικοί, και το ταλέντο του Δ. Χριστόπουλου να τους αφηγείται αριστοτεχνικά.

Χρύσα Φάντη, Οδός Ευτυχίδου, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2023

«Η ιστορία, δυστυχώς, είναι απολύτως αληθινή.»

Το μυθιστόρημα «Οδός Ευτυχίδου» είναι το πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο της Χρύσας Φάντη. Η εσωτερικότητα ακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο τη γραφή της Χ. Φάντη, αφού όπως και «Στα θολά νερά» (διηγήματα, εκδόσεις Σμίλη) ο ήρωας κινείται ανάδρομα στον εσωτερικό του χρόνο. Ωστόσο, εδώ η αφήγηση είναι αυστηρά δευτεροπρόσωπη, κάτι που του προσδίδει μια ακόμα λογοτεχνική αξία. Η γραφή τής Χ. Φάντη φέρει εντός της αρετές αφηγηματικές, μα και ειδολογικές, αφού κινείται μεταξύ της μικρής φόρμας, της επιστολικής πεζογραφίας, της ημερολογιακής, ακόμα και του εσωτερικού μονολόγου, συνθέτοντας έτσι ένα κείμενο μεγάλης φόρμας, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ιστορικό μυθιστόρημα. Η νεοτερικότητα της γραφής της Χ. Φάντη είναι εμφανής και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Λογοτεχνικά, φλερτάρει τόσο με τον ρεαλισμό, αλλά και με τον μαγικά αντίθετό του, τον τόσο προσφιλή συμβολικά σ’ αυτόν, μαγικό ρεαλισμό, ενώ ταυτόχρονα διακρίνει κανείς και αρετές του υπερρεαλισμού.

Διαπραγματεύεται ένα αρκετά προσφιλές θέμα για τα νεότερα λογοτεχνικά χρόνια, όπως ο εμφύλιος και η Γερμανική κατοχή, μόνο που αυτήν την φορά, ο βασικός αφηγηματικός τόπος είναι μια γειτονιά, ενώ η αφήγηση κινείται και ανάδρομα φτάνοντας μέχρι και την Μικρασιατική καταστροφή. Μια γειτονιά κι ένα χαρτόκουτο γεμάτο ασπρόμαυρες αναμνήσεις. Ο βασικός άξονας του αφηγηματικού χρόνου είναι το σήμερα και γύρω από αυτόν η αφήγηση κινείται κυκλικά, προσδίδοντας στον αφηγηματικό χρόνο μια φρεσκάδα, καθώς ο ημερολογιακός χαρακτήρας κάθε κειμένου, ο οποίος παρεμβάλλεται κειμενικά, μεταξύ αφήγησης και επιστολών, κινείται στη σφαίρα του μαγικού ρεαλισμού.

Τρεις γενιές, αφηγούνται αφηγούμενες, ενώ το διακείμενο εδραιώνει την ερευνητική εργασία, η οποία είναι εμφανής από την πλευρά της συγγραφέως. Κεντρικός, έμμεσος αφηγητής ο Πέτρος Χρήστου, ο οποίος επιχειρεί να λύσει τα συναισθηματικά αινίγματα της οικογένειάς του, επικεντρώνοντας την προσοχή του στις ενδοοικογενειακές σχέσεις του στενού και όχι μόνον οικογενειακού του κύκλου, συνομιλώντας συχνά με το επέκεινα. Ό,τι παραμένει άλυτο το διαπραγματεύεται ονειρικά, υπερκόσμια και ταυτόχρονα ιστορικά, συμβουλευόμενος την αλληλογραφία των γονιών του, μα και βιβλιογραφικές πηγές, αναμνήσεις δικές του και όσων απέμειναν από την οικογένεια. Ο ήρωας καλείται να λύσει γρίφους, κι εδώ ζητείται η συνδρομή του υπερρεαλισμού, καθώς προχωρεί τυφλά, ψυχαναλυτικά, στη λύση του δικού του τραύματος, διατρέχοντας την προσωπική ιστορία – σχέση των γονιών του –  άλλοτε με τα μάτια ενός παιδιού που τραυματίζεται από τις ακατανόητες, γι’ αυτό, αντιδράσεις τους και άλλοτε ως ενήλικας, αφού όσο προχωρά ενηλικιώνεται, κατανοεί, συμπαθεί, συγχωρεί και συντάσσεται.

Ταυτόχρονα, καθώς η αφήγηση κορυφώνεται, το πένθος και η απώλεια εκτείνονται αυξανόμενα, ενώ λίγο πριν την εκπνοή της, η αρχή της ανάδρομης αφήγησης επαναλαμβάνεται, αφού, «Το αληθινό τους πρόσωπο συνεχώς διαφεύγει.» (σελ. 383). Έτσι απλά, η συγγραφέας επαναλαμβάνει τα πραγματολογικά σημαίνοντα, για να ξανασυνδεθεί με την αρχική ανάγκη του ήρωα. Αυτήν, του να ιστορήσει. «Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, ένα αγόρι εγκαταλείπει τον τόπο του και κατεβαίνει μετανάστης στην Αθήνα… […] Τον Ιούνιο του ’44 ένα αγόρι από το Παγκράτι φεύγει αντάρτης στην Εύβοια…[…] Στη μάχη της Σέττας, η ομάδα του αγοριού (οι περισσότεροι ντόπιοι, και μερικοί  “τσολιάδες”, Ξυπόλυτος ανεβαίνει σ’ έναν λόφο…[…] Στη μάχη της Αθήνας, το τάγμα του αγοριού αποδεκατίζεται από τους Άγγλους και τα πτώματα εξαφανίζονται.» (σελ. 383).

Μια ακόμα αφηγηματική αρετή του έργου της Χρύσας Φάντη, είναι αυτή του εγκιβωτισμού, όπου πέρα από την ιστορική αναδρομή, συμπορεύονται παράλληλες αφηγήσεις, ενδο και εξωδιηγητικές και καταλήγουν όλες μαζί σε ένα απροσδόκητο τέλος, το οποίο και πάλι περιέχει μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, η οποία συνομιλεί με το υπαρξιακό δράμα που βιώνει ο δευτεροπρόσωπος αφηγητής. Το δράμα δεν κορυφώνεται, αντιθέτως, μεταβιβάζεται στον ίδιο τον ήρωα, ο οποίος διατρέχοντας την ιστορία της οικογένειάς του, αναλύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις, συνειδητοποιεί την προσωρινότητα της ύπαρξης, της ύπαρξής του, καθώς και την ασημαντότητα όσων μπορούν να θεωρηθούν ιδεολογικές, ηθικές και κοινωνικές, ακόμα και ιστορικές προτεραιότητες. Τι είναι καθήκον, τι αγάπη; Πού είναι όλα αυτά, όλοι αυτοί που κάποτε υπήρξαν; «Υπάρχει κάποιο σημάδι που να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι; Για ένα να είσαι σίγουρος: Μπροστά στον θάνατο θα εισπράξετε όλοι την ίδια διάψευση.» ( σελ. 394.)

Αξίζει να σημειωθεί η αξία του κεφαλαίου «Σημειώσεις και ανάλεκτα», όπου η συγγραφέας παραθέτει αυτούσια κείμενα που προέκυψαν από την ενδελεχή της έρευνα και που, με τη μέθοδο του αφηγηματικού μοντάζ, περιέλαβε στην αφήγησή της, καθώς και η σπουδαία και εκτενής βιβλιογραφία της.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου