Μισέλ Φάις, ΑΜΗΝ, Προσευχές στο Κενό, εκδ, Πατάκη
«Μ’ άλλα λόγια, θυμάσαι επειδή μπορείς να ξεχνάς. Αμήν»
Ο πολυγραφότατος Μισέλ Φάις, επανέρχεται με μια συλλογή ογδόντα επτά ψηφίδων, άλλων μακροσκελών και άλλων όχι που κινούνται υπαρξιακά «ανάμεσα στο αμήν και το αμήν», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. «ιστορίες που έλκονται από το μη περαιτέρω και το γένοιτο/έτσι ας γίνει (αμέν-εβραϊστί)». Πρόκειται για ένα αξιόλογο δείγμα μεταμοντερνισμού, με κύριο εργαλείο την αυτόματη γραφή. Πρόκειται για μια εσωτερική περιπλάνηση, όπου οι επιρροές από συγγραφείς όπως ο Μπέκετ ή ο Κάφκα είναι εμφανείς. Τα κείμενα φέρουν στοιχεία ημερολογιακής γραφής, η οποία κινείται μεταξύ του ονείρου και της υπαρξιακής καταβύθισης. Ο συγγραφέας ορίζει τις ψηφίδες του ως προσευχές στο Κενό (και εν κενώ). Λαμβάνουν χώρα εκεί όπου η μνήμη συγκρούεται με την υποσυνείδητη ανάγκη για επικοινωνία με έναν θεό που φαίνεται ν’ απουσιάζει, εκεί όπου το υποσυνείδητο γρατζουνά επώδυνα την ύπαρξη, αναζητώντας – χωρίς να τις αποζητά άμεσα – απαντήσεις. Πρόκειται για σχεδιάσματα, όπου κατοικεί ακόμα και η φιλοσοφία του θεάτρου του παραλόγου, όπου ενώ κυριαρχεί το χαρακτηριστικό της αυτόματης γραφής, η εικονοποιία εισάγει το παράδοξο. Και καθώς εισάγει τους «εσωτερικούς του διαλόγους» μετατρέπει τα κείμενα σε θεατρικό μονόλογο, ίσως και όχι μόνο.
Ωστόσο, η εκάστοτε απεύθυνση σε κάποιον από τους πολλούς εαυτούς, ενσαρκώνει κάθε φορά και μια τραυματική σχέση και καταλήγει συχνά, μ’ έναν παράδοξο τρόπο αόρατη. Ενσωματώνεται εντός του κειμένου, ενώ συμβάλει δραματικά στην αφηγηματική λειτουργία και αυτή ακριβώς η αντίθεση στη διαχείριση του ύφους και της τεχνικής είναι που καταδεικνύει τη βαθιά γνώση των αφηγηματικών τεχνικών του συγγραφέα, ο οποίος διαχειρίζεται τα εργαλεία του, κάθε φορά, με μια νέα αξιοπρόσεκτη έμπνευση. Ο υπότιτλος, άλλωστε, μεταξύ άλλων, υποδηλώνει και αυτήν ακριβώς την αφηγηματική διαχείριση, η οποία συνομιλεί ειδολογικά και εμμέσως διακειμενικά, με ανάλογα σπουδαία λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα.
Κάθε κείμενο εισάγεται με τη φράση «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου.», σηματοδοτώντας την πολυδιάστατη διαχείριση του συνειδητού κόσμου, έτσι που απλώνεται σαν μανδύας επάνω από την αυτοαναφορική φύση του κειμένου. Η επωδός κάθε κειμένου είναι η ίδια λέξη πάντα: «Αμήν», υπογραμμίζοντας την ενσυνείδητη αλλά και υποσυνείδητη ανάγκη της ύπαρξης να επιβιώσει, να δρασκελίσει τις εσωτερικές στρεβλώσεις, να υποσκελίσει τις απώλειες και τις συνέπειές τους, μα επουλώσει τα εσωτερικά τραύματα, χρησιμοποιώντας μια, συχνά, ωμή ρεαλιστική γλώσσα, όπως συχνά το συνηθίζει ο Μ. Φάις στα έργα του.
Αυτοαναφορικό και βαθιά ψυχαναλυτικό το ταξίδι που προσφέρεται, καθώς συμπάσχουν και οι δύο πλευρές. Συγγραφέας και αναγνώστης συνοδοιπορούν σε ένα μονοπάτι που υπόσχεται βαθιές και ειλικρινείς αναζητήσεις, φιλοσοφικά διακείμενες απέναντι στο απαύγασμα βίων που θα μπορούσαν να υπάρχουν και ως παράλληλοι. «Κάποιες φορές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Για να σε δοκιμάσουμε, γερνάς παλιώνοντας σαν το καλό κρασί ή το όξος; Αμήν.» (σ. 37), θαδηλώσει στο παραπάνω σχεδίασμα πάντα σε μια απεύθυνση που προϋποθέτει τη de facto χρήση του β΄ προσώπου, σε όλα τα κείμενα, όταν δεν παρεμβάλλονται διάλογοι, οι οποίοι και πάλι είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με την εσωτερική φωνή του αφηγητή.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι παρόλο που ο φορμαλισμός και η διαχείριση της γλώσσας θα μπορούσε να κατατάξει το κείμενο στον ρεαλισμό, συχνά, αναβλύζει πλήθος σφοδρών συναισθημάτων. Πρόκειται για μια απόλυτη και ειλικρινή καταβύθιση στα άδυτα της ύπαρξης, ένα συνεχές ράπισμα του υποσυνειδήτου. Τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας του αφηγητή αναδύονται ονειρικά μέσα από υπερρεαλιστικές διαδρομές για να καταλήξουν άλλοτε σε ολιγόλογα σχεδιάσματα, εν είδει χρησμών και άλλοτε σε εκτενείς εσωτερικές συνομιλίες. Ένας αθέατος κόσμος αναδύεται για να συνδέσει – οικεία για τον αναγνώστη – γενιές τραυμάτων. «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ένας άντρας (γύρω στα εξήντα), μια γυναίκα (γύρω στα σαράντα), ένα αγόρι (γύρω στα οκτώ.)» (σ. 95).
Το κάρμα της εγκατάλειψης, του πόνου, της ενοχής, της απώλειας, του φόβου, της ερωτικής απογοήτευσης, συναισθήματα που γνωρίζει καλά κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, «δραματοποιούνται» μπροστά τα μάτια του αναγνώστη, ενώ ο χρόνος είναι μια μεταβλητή η οποία κινείται αμφίδρομα και μοιάζει άλλοτε να διασπάται και άλλοτε να ενοποιείται. Ο χρόνος για το αφηγηματικό σύμπαν του Φάις είναι πάντα ένας ενιαίος χώρος, όπου το χτες, το πριν, δεν αποσυνδέθηκαν ποτέ από το τώρα και μετά. «Κάποιες φορές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου, Ελαφρύς θάνατος, βαρύς ύπνος. Μ’ άλλα λόγια, ο τεθνεώς εργάζεται άοκνα και αθόρυβα μέσα στον ζώντα. Αμήν.» (σ. 140) Εντός του συντελείται ένα εσωτερικό ξεφλούδισμα, το οποίο ωστόσο, φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά της κίνησης που συναντά κανείς στη δραματουργία, και αυτό το χαρακτηριστικό της γραφής του Μ. Φάις, είναι που καθιστά τη γραφή του όλο και πιο ενδιαφέρουσα, καθώς έχει την ικανότητα να εντάσσει σε κάθε πεζογράφημά του τεχνικές οι οποίες συγκεντρώνουν πλείστες αφηγηματικές και ειδολογικές αρετές.
Συχνά οι κατακλείδες της κάθε ψηφίδας εμπεριέχουν σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες έχουν την ικανότητα να δημιουργήσουν αυτομάτως μία γκροτέσκο ατμόσφαιρα με στοιχεία μαγικά και παράλογα, μα τόσο οικεία στην ανθρώπινη ψυχή. Η εικονοποιία στο αφηγηματικό σύμπαν του Μ. Φάις είναι κάτι που συντελείται φυσικά, αυτόματα και μοιάζει να είναι φυσικά απαραίτητη, ενώ ενσωματώνει έντεχνα εσωτερικούς διαλόγους, οι οποίοι ωστόσο θα μπορούσαν να έχουν απέναντι τους έναν ή πολλούς αποδέκτες – ρόλους. «Θα γίνω κι εγώ δύο; Γιατί αν μείνω ένας, ποιος θα είναι πλέον ο μπαμπάς μου και η μαμά μου;… Κάποιες φορές πάλι θέλω να φοβάμαι περισσότερο απ’ όσο φοβάμαι. Γιατί όσο περισσότερο φοβάμαι, τόσο λιγότερο κινδυνεύω./… Ξαφνικά το κουαρτέτο των ενήλικων φωνών αρχίζει να κλαίει συντονισμένα – κοπετός που θυμίζει γέλιο, άκρατο, αχαλίνωτο. Βλέποντας τους το παιδί, αρχίζει να καταβροχθίζει το σοκολατένιο πριόνι του. Αμήν.» (σ. 70).
Εννοιολογικά, το αφηγηματικό σύμπαν του Φάις παίζει πολύ συχνά με τις έννοιες της βεβαιότητας και της αβεβαιότητας, με το Είναι και δεν Είναι, μετατρέποντας τις εσωτερικές συγκρούσεις σε ψυχαναλυτικό θρίλερ με στοιχεία φιλοσοφικής διαλεκτικής η οποία μπορεί να εμπεριέχει και αναφορές στο νουάρ. Η διακειμενικότητα όταν δεν παρωδείται «Το να σταματάς να γράφεις είναι κάτι ανατριχιαστικά καθησυχαστικό, ψελλίζει ψυχορραγώντας ένας συγγραφέας νουάρ Λογοτεχνίας… / ένα γκρίζο ποντίκι, και μια ξανθιά κατσαρίδα, μόνιμοι κάτοικοι του παραμελημένου διαμερίσματος του Φάνι Ντεθ, περιώνυμου ντεντέκτιβ πολλών βιβλίων του.» (σ. 121) υφαίνεται σ’ έναν έντεχνα περίπλοκο ιστό ονειρικών – συνειρμικών συνάψεων, όπου η ιδιότητα του συγγραφέα αποκτά οικουμενική υπόσταση, διασπάται και «αποκαθηλώνει» λογοτεχνικές υποστάσεις. «Άραγε τι χρώμα είχαν τα κόπρανα του Πενθέα λίγο πριν ανέβει στον Κιθαιρώνα ντυμένος γυναίκα για να πέσει στην αγκαλιά της Αγαύης;». (σ. 147). Φραντς Κάφκα, Κίρλινγκ, Γ. Μ. Βιζυηνός, Τζούλιο Καΐμη, παρελαύνουν ρεαλιστικά για να δηλώσουν τη φθαρτή, θνητή τους υπόσταση, αυτής που γέρνει υπό το βάρος της καθισμένης σκιάς, τόσο που η πρώτη ασφυκτικά. Αυτές είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες της ενδοσκοπικής περιπλάνησης, του παρόντος αφηγηματικού σύμπαντος. Δύο σκιές. Μία καθιστή και μία γερμένη. Μα, ευτυχώς, το φως πάντα βρίσκει μια χαραμάδα για να τρυπώσει. Εκεί, ανάμεσα σε προγονικά και τα παρόντα τραύματα. Εκεί, ανάμεσα στο χτες, στο παρόν και στον αόριστο διαρκείας, το μέλλον αρνείται να υποταχτεί στις σκιές. Είναι αργά πια να πάψει να ελπίζει…_
«Είμαστε ή δεν είμαστε αυτά που μας λείπουν… Και λοιπόν… Πες. Τι να πω; Πες δεν θέλω να πεθάνω. Κι αν το πω, τι θα γίνει; Ιδέα δεν έχω, Πες. Ναι. Θα το πεις; ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ – Αμήν. Αμίν. Αμέν. Εμουνά. Μαάμιν.»