Φανή Κεχαγιά
ΑΣ*
Είμαι η ΆΣεμνη, άπασα ένα ας. Ας λέτε ό,τι φτάνει ο μικρονούς σας. Η γνώμη σας για μένα, παλίρροια που άλλοτε βαθαίνει, άλλοτε ρηχαίνει. Το ποσό της αγάπης και του σεβασμού σας στερεύει και αυξάνεται ανάλογα με τη χάση και το γέμισμα του φεγγαριού. Γι’ αυτό σας περιφρονώ. Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε τούτη δω την ξιπασμένη πόλη. Ας λέτε ό,τι επιθυμείτε για μένα, ας σκέφτεστε ό,τι αντέχει το φτενό μυαλό σας. Μου είναι αδιάφορο.
Μου είστε αδιάφοροι. Όχι άπαντες, όχι. Μοναχά οι φτενόμυαλοι. Οι καθωσπρεπισμένοι. Οι μη μου άπτου. Όλοι εσείς, γελοίοι παπαροποιητάδες που αυτοαναγορεύεστε κωμικοί, ανδρείκελα, σαν εσένα Έρμιππε, εσύ, Εύπολι και εσύ, κρετίνε Κρατίνε, μου είστε αόρατοι. Αόμματοι. Ημίονοι που καταφέρνετε να με οχλήσετε λιγότερο απ’ όσο οχλεί τα γυμνά μπράτσα μου μια βοϊδόμυγα του μηνός Μεταγειτνειόνος. Κύντεροι ρωποπερπερήθρες, λιποβαρείς στον νου, στο ήθος χρεωστικοί, μισογύνηδες χολωμένοι, που ποθείτε καλά και σώνει να βγείτε από την ανυπαρξία της ανωνυμίας εξακοντίζοντας τα βέλη σας σε μένα, μια γυναίκα, αποκαλώντας με δρομάδα. Επισύροντάς μου κατηγορίες για εκπόρνευση των νεαρών παρθένων του καθαγιασμένου σας πορνείου που αποκαλείτε πόλη των πόλεων. Σε μένα, τη γυναίκα. Εξακοντίζοντας τα φαρμακωμένα βέλη σας σε μένα, τη γυναίκα, για να γευτείτε στην Ηλιαία τα τρία λεπτά της δημοσιότητάς σας, αφού ειδάλλως μηδείς σάς γνωρίζει μήτε κατ’ όψη μήτε κατ’ όνομα. Και σάμπως άφησε τόπο για κανέναν σας ο μέγας κάκιστρος Αριστοφάνης – που φάνης μπορεί να είναι, εφόσον μόνο να φαίνεται ποθεί, μα άριστος ουδόλως;
Εγώ φταίω, λέει, για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και για τον άλλο, με τη Σάμο. Και θεωρεί πως έτσι με βλάπτει, το κόπρειο βδέλυγμα. Εμένα. Τη γυναίκα. Ας! Ούτε περνά από το κακεντρεχές μυαλό του πως με διαφημίζει με τόση δύναμη που μου καταλογίζει.
Το πρεσβυωπικό μάτι σας στραμμένο σε μένα. Τη γυναίκα. Τη συμβία του πρώτου της μεγίστης πόλεως ανδρός. Με πιάνετε στο στόμα σας, με αποκαλείτε, υποτιμητικά, νέα Ομφάλη. Δηιάνειρα. Ήρα. Ελένη. Επειδή δεν είμαι υποτακτική, πειθήνια, χαμηλοβλεπούσα, άφωνη, εγώ, ως γυναίκα. Την υποτακτική, την πειθήνια, τη χαμηλοβλεπούσα, την άφωνη τη θέλετε για σύζυγο, τρόπαιο στον γυναικωνίτη σας. Συνεπώς, οποία τιμή μου κάνετε να ασχολείστε μαζί μου και να με ταυτίζετε με τέτοια ογκώδη θηλυκά μυαλά που δεν καθυποτάχτηκαν στο κυρίαρχο άρρεν!
Ας, λοιπόν. Ας είναι. Ας πράξετε καταπώς σας φωτίσει ο φθόνος. Ποσώς με αφοράτε εμένα, τη γυναίκα. Διότι μηδαμώς γνωρίζετε τι σημαίνει να είσαι. Γυναίκα. Ούτε καν το υποπτεύεστε. Καλά καλά, σ’ αυτή την πόλη υπάρχουν γυναίκες που αρνούνται να ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν τι σημαίνει να είσαι. Γυναίκα. Να είσαι εσύ. Κι ας είσαι γυναίκα. Υποτακτικές, πειθήνιες, χαμηλοβλεπούσες, άφωνες. Ανύπαρκτες. Ξυπνήστε! Ή μην ξυπνάτε.
Στην Ιωνία, ναι. Στη Μίλητο καλά γνωρίζουμε να είμαστε. Γυναίκες. Στην πατρίδα μου τα γράμματα δεν είναι καρπός απαγορευμένος για το θήλυ. Η καλλιφωνία δεν είναι αμάρτημα, η καλλιπυγία ουδόλως προϋπόθεση αγαστού γάμου. Το μυαλό, ναι. Αυτό, ναι. Μα τη Μίλητο την απαρνήθηκα να έρθω εδώ, στην πόλη της Αθηνάς και του –δήθεν– φωτός. Στην πόλη του δήθεν.
Ήρθα εικοσάχρονη, με όραμα. Να ανοίξω οίκο φιλοσοφίας όπως η θεία Σαπφώ ονειρεύτηκε κάποτε και έχτισε οίκο ποίησης. Να διδάξω ρητορεία επιθύμησα, την τέχνη που τόσο καλά ο πατέρας μου Αξιόμαχος με δίδαξε. Για άντρες και γυναίκες. Εγώ, η γυναίκα. Χωρίς χρήματα, χωρίς προστάτες, ονειρεύτηκα. Ήρθα. Ονειρεύτηκα. Εγώ, η γυναίκα. Ρεαλισμός η ανεύρεση άρρενος προστάτη, ω ναι, ηλίθια δεν είμαι. Γνωρίζω παιδιόθεν πως, αν δύναμη θέλεις να έχεις, εσύ, η γυναίκα, πρέπει να πολεμήσεις με τα όπλα που σου έδωσε η φύση. Αν θέλεις να νικήσεις αυτόν τον αιώνιο πόλεμο, δεν είναι πονηριά να αξιοποιήσεις τη φυσική σκευή σου. Εξυπνάδα είναι. Σωφροσύνη.
Ο μέγας της πόλεως ανήρ, ναι, αυτός, ο Περικλής, πληροφορήθηκε για μένα. Τη γυναίκα. Την εικοσάχρονη. Με κάλεσε. Εμένα. Τη γυναίκα. Καθαρή περιέργεια. Αξιοθέατο. Ποια είναι αυτή η νεαρή Μιλήσια που στον Πειραιά λέγεται πως διδάσκει σε γυναίκες –σε θηλυκά!– το ορθώς συλλογάσθαι; Ποια είναι αυτή η ξένη γυναίκα –μα, γυναίκα;– που κάνει σε λίγες εβδομάδες να συρρέουν στο σπίτι όπου φιλοξενείται για να την ακούσουν να ρητορεύει; Με κάλεσε. Του μήνυσα, αν εσύ να με γνωρίσεις επιθυμείς, καλώς εσύ σε μένα, τη γυναίκα, να ορίσεις. Και ήρθε. Και με γνώρισε. Με άκουσε. Με αγάπησε. Εμένα. Τη γυναίκα.
Με αγάπησε με το όνομά μου, έμεινα με το όνομά μου, Ασπασία, σε μια πόλη που αρετή λογίζεται η γυναίκα να μην ονοματίζεται αν εταίρα ή πατρόνα δεν είναι. Λένε: η αδερφή του Αρπαλίδη· η κόρη του Παυσανία· η μητέρα του Τερπίδη· η γονεύς του Θεοκλή. Η γυναίκα, με τη γενική κτητική της, άνδρας ο προσδιορισμός της, όχι το όνομά της. Παρεκτός αν είναι επονείδιστη, τότε ναι, τότε είναι η Πλαγγόνα, η Φρύνη, η Λαΐδα, η Θαργηλία. Τότε μπορεί να ακούγεται. Κι εγώ ακούστηκα. Ασπασία. Γι’ αυτό με είπαν άσεμνη.
Ας. Ας λένε ό,τι θέλουν. Με έβαλαν βέλος στη φαρέτρα τους για να τοξεύσουν αυτόν, τον μέγα, που τόσο με αγάπησε. Με είπαν παλλακίδα του. Τον οίκο της σοφίας για γυναίκες –ναι, γυναίκες– που με τόσο κόπο και τόση αγάπη έστησα, τον είπαν οίκο ανοχής, μπουρδέλο είπε η μπουρδελόπολη το σπίτι που με αγάπη για την αλήθεια έστησα κι εμένα με είπανε πατρόνα. Ας είναι. Καμιά γυναίκα δεν δύναται να πει πως την αγάπησε ο Ένας Περικλής, πως τη σεβάστηκε ο Ένας Πλούταρχος, πως τη θαύμασε ο Ένας Σωκράτης για το μυαλό της.
Εγώ, η γυναίκα, το μυαλό την αλήθεια το κορμί τον λόγο την ψυχή τον έρωτα τα γλέντησα σαν ένα, γι’ αυτό η Ιστορία με είπε πουτάνα. Για να με κάνει θύμα της. Πάντα με χρίζει πουτάνα η Ιστορία. Εμένα, τη γυναίκα. Με θέλει θύμα. Ας λέει ό,τι θέλει. Εγώ, η γυναίκα, το μυαλό την αλήθεια το κορμί τον λόγο την ψυχή τον έρωτα στους αιώνες τα γλεντώ σαν ένα. Για να με λέτε πουτάνα. Ναι. Ακριβώς. Κάντε με εξιλαστήριο θύμα της ηθικής σας.
*Το κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος τρίπτυχου διηγήματος με τίτλο «ΑΝ ΑΣ Α» και συμπεριλαμβάνεται στην ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων «Εκείνο που Είναι».