Scroll Top

Εκδήλωση στα Αρχαία Στάγειρα//Αυγουστιάτικο φεγγάρι – Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η  Τ Ω Ν  Π Ο Ι Η Τ Ω Ν
(ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ)

Βάδισα στις στενώσεις τις παλιές:
στα χωράφια με τις φράουλες,
στα ξέφωτα,
στα λιβάδια με τα ηλιοτρόπια.
Σκαρφάλωσα στις κερασιές,
πέταξα πάνω από τις βατομουριές.

Τα παιδιά φωνάζουν:
«Μάνα! Μάνα! Τα ποντίκια έχουν γλέντι!»
Έπλεξα μια ακόμα μάλλινη σειρά.

Με τη γάτα έπαιξα:
κείνη που αρουραίους εκατομμύρια καταβροχθίζει,
φίδια χιλιάδες ξενυχιάζει.
Έγραψα στον ξύλινο πάγκο
αγγέλους δαίμονες αερικά οπλισμένους στρατιώτες
μωρά που ξέβρασε η θάλασσα σούπερ πούμα δακρυγόνο.

Τη σαπίλα γεύτηκα:
εμένα, αυτόν, αυτήν, εμάς, εσάς, αυτούς, αυτές, αυτά
ΤΟ ΕΡΕΒΟΣ.
Μάσησα την αποσύνθεση, την κατάπια.
Το στομάχι μου υψιπετής μύλος
που όλα τα αλέθει. Έλκος πέντε.

Τα παιδιά φωνάζουν:
«Μάνα! Μάνα! Τα ποντίκια τρώνε και πίνουν!»
Τριάντα πέντε βελονιές. Ώρες εβδομήντα.

Το κορμί μου Βατερλό.
Νύχτα σε Σαγκάη το αναδομώ.
Αναδύεται από το χώμα το γεράκι
με ορχιδέες πορφυρές στο ράμφος:
τον Αρχάγγελο τις λευκοντυμένες κουκουβάγιες
τα φύλλα του κισσού τη φούξια μου παιωνία

Στον ώμο μου ξαποσταίνει,
τα ζυγωματικά στο μάγουλό μου τρίβει
μέσα στον μολυσμένο χείμαρρο
τον βούρκο εξολοθρεύει.

Στου Ρόδου την Αγάπη
τις φτερούγες του λουσμένες.

Τα παιδιά φωνάζουν:
«Μάνα! Μάνα! Τα ποντίκια έγιναν ντίρλα!»
Σαράντα μία μάλλινες σειρές.

Εγώ σε ταπείνωσα, αυτός σε ποδοπάτησε,
αυτή σε ξεφτίλισε.
Εμείς σε μειώσαμε, εσείς τη διαλύσατε,
αυτοί τη βασάνισαν,
αυτές την προπηλάκισαν, αυτά τη λίντσαραν.
Το παλάτι μου, το ιγκλού τους, ο φτωχομαχαλάς μας.

Νεύρωση διάρροια αφωνία
άκρα – άντερα στριμμένα
δερματίτιδα μύκητες κολπίτιδα
μη γαμάς ακάποτα εκτρώσεις
ανωριμότητας πόσες, Θεέ μου, πόσες πια;
Ξερνάω την κλαριθρομυκίνη.

Τα παιδιά φωνάζουν:
«Μάνα! Μάνα! Η γάτα αναλαμβάνει
τα μεθυσμένα ποντίκια!»

Η γάτα τα ποδαράκια της τινάζει.
Το ποντικάκι
φεύγει Αμερική:
γυαλάκια στη μυτούλα
μολυβάκι κι έμενταλ στο δισάκι
η γάτα ουρλιάζει: με αδικείς

μπλε, πορτοκαλιά ροδοπέταλα:
λεμονανθοί και πασχαλιές
το παιδί θα γράψει βιβλίο.
Χρόνια εβδομήντα,
γενιές τριάντα πέντε.
Το άγαλμα της Νίκης χρυσαφένιο.

Πετάει τη γόπα. Παίρνει τη γάτα αγκαλιά.
Το λουράκι της αλλάζει.
Έτοιμο το πουλόβερ

«ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ, ΓΙΑΓΙΑ».

Π Α Ρ Α Τ Α Σ Η Χ Ρ Ο Ν Ο Υ
(ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΙΝΓΚΕΜΠΟΡΓΚ ΜΠΑΧΜΑΝ)
~ στον Π.Χ. για το ταξίδι με την «Τέχνη της Καθέτου».

Εγκλεισμός πέμπτος. Φίλη μου η μοναχικότητα.
Φίλος της εγώ. Χρόνια τώρα.
Τρομαχτικοί ιοί οι άνθρωποι.
Τα προσωπικά τους δράματα.
Η αμετροεπής τους απληστία.
Η υπερφίαλή τους φύση.
Ιδίως, σαν δε βρήκαν – στα χρόνια που όφειλαν –
τον μείζονα και τον ελάσσονά της τόνο.
Σταχτοπούτες που δεν ένιωσαν ποτέ να τους
ταιριάζει το γοβάκι.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΕΩΝ ΜΕΤΡΩΝ: 12 η ώρα πρέπει να ‘μαι σπίτι.

Τη χαραυγή η κυρία Ανθούσα με βλέπει
να ανεβαίνω
στο λευκό αρσενικό πουλάρι και νιώθει δική της
την καρδιά μου, που σκιρτά,
καθώς συναντά τη ζεστασιά
του τρυφερού του τριχώματος.
Πιο πριν, εκείνη του έχει δέσει τη σέλα.
Κλείνει τα χαλινάρια στις χούφτες μου,
τα γαλάζια της χείλη αφήνουν αποτύπωμα
στα μέτωπά μας.
Με το βλέμμα του Ιωάννη
καλπάζουμε προς τον αεροδιάδρομο – όχι προς
την κατεύθυνση του ουρανού –
στίγμα μας ο Αυγερινός,
για να φτάσουμε
εκεί, όπου ο Αρχάγγελος τεμάχισε
σε αμέτρητα κομμάτια
την καρδιά του και τη μοίρασε
στους ανθρώπους.
Στην μπάλα από σύννεφα –
που πετάγεται ξαφνικά –
ζωγραφισμένη από τα γαλάζια του ακροδάχτυλα.

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: απαιτείται Βεβαίωση Εργοδότη.

Ο δικός μου Παύλος δεν αρκείται στο Αφτί.
Υπηρετεί το Μάτι.
Γι’ αυτό δεν ψιθυρίζει. Μιλάει και γράφει.
Μειλίχια επαφίεται στην όραση και των δύο μας.
Ταπεινά μού διηγείται, στην τρισδιάστατή μου μορφή,
έννοιες στις δύο γλώσσες μου
από εποχές ξένες.
Με σεμνότητα μού υπαγορεύει
κοσμητικά επίθετα με άλφα στερητικό:
άτρωτη, αλώβητη, απτόητη, αήττητη.

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 5: Μετάβαση σε τελετή κηδείας/ (δη;) μετάβαση διαζευγμένων ή εν διαστάσει γονιών για επικοινωνία γονέων και τέκνων.

Γνωρίζει πως υποκλίνομαι στα Μάτια
και στο Αφτί:
omnia vincit veritas, omnia vincit ars.
Αντιμέτωποι με τον όλεθρο
καταδυόμαστε καθοδικά:
Εκείνος ξαγρυπνά δαμάζοντας
το Βασίλειο του Ύπνου.
Εγώ, ντυμένη Γαλάζια Φίδια,
τα μαύρα φίδια εξολοθρεύω.
Στους βυθούς (μας) περιηγούμαστε μαζί:
με λόγο να ρέει από το κάθε μας δάχτυλο –
– «Ἐνεστῶτας, ὄχι Μέλλων!»
– «Υποθετικός Λόγος, Υποτακτική!»
Αφήνουμε πίσω μας τον θηλυκό, σεληνιακό χρόνο.
Οι καφέ σημαίες χαμηλώνουν.
Με τους λίθους χτίζονται τα κάστρα μας.
Οχυρώνονται από την πλημμυρίδα.

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 6: Κίνηση με κατοικίδιο ζώο ανά δύο άτομα.

Πιέζω το κουμπί. Εξουδετερώνω τον συναγερμό.
Φοράμε τη ζώνη. Με τον ιπτάμενο,
λευκό μου Ιάπωνα,
το δικό μου Μπλε Δωμάτιο,
οδηγημένοι προς τον αρσενικό, ηλιακό χρόνο,
κατακτάμε τις σφαίρες.

Τ Ε Χ Ν Ο Ε Λ Ι Τ

(Το κείμενο περιλαμβάνει τροποποιημένους στίχους των Ανδρέα Κάλβου, Μίκη Θεοδωράκη και Σπύρου Ποδαρά. Με ευγνωμοσύνη).

Μεσοπέλαγα τον Αύγουστο.

Τι να μου θύμισε την Καπετάνισσα εκείνη…
Του Ανδρούτσου τη μάνα.

Η Σελήνη ολόγιομη. (Ξιφο)λόγχη. Λεπίδες.
Το μαχαίρι ανέκαθεν υπήρξε η αδυναμία μου.
Παράδοξα με γοητεύει. Με θέλγει όπως
η κοκαΐνη τον τοξικομανή.

Γκρέτσκο σουβλάκι, greek moussaka, syrtaki, Gespräche
unter Erwachsenen, je suis grecque, Спасибо –

Όχι, όχι! Δε θέλω ν’ αφήσω τη χώρα μου!

“O darling, darling, you ‘re the best –
You shouldn ‘t have…”, λέει η μεθυσμένη τουρίστρια με τις μαύρες τρέσες.
«Αφού είσαι ‘the best’, Ανδρέα, τι άλλο να θες…», λέει ο ταμίας.

Όταν ο Δικαστής πολέμαγε στο Έλ Αλαμέιν, στολές φοράγανε χακί.
Τούτη η εικόνα τον συντρόφευε, ενώ εκδίκαζε την υπόθεση Τζον Πόλοκ.
Κι η Τουρκάλα που τον έκρυψε στην επιστροφή απ’ το Αφιόν Καραχισάρ
κι οι λευκές οι ορχιδέες. Και τα αιθέρια έλαια στα σεντόνια από
καθαρό βαμβάκι.
Και το ρωμαλέο του το άλογο που σαν αστραπή τον πήγε ως το καράβι
που μαζί μετά ξαναπατήσανε στη γης.
Ζωσμένος το περίστροφο κάτω απ’ το φίνο του γιλέκο,
ανάμεσα σε τσιγάρα κι απειλές, έθεσε την άσπιλη υπογραφή του
αδιάφθορος σαν πάντα. Με καθαρή συνείδηση πήγαινε για ύπνο.
Κοιμότανε βαθιά. Ώσπου ήπιε το αθάνατο νερό. Στα 63 του χρόνια.
Και δεν ξανάνοιξε τα μάτια.

Ο Λόγιος πλάι στην ταμιακή μηχανή. Η βερμούδα του παραλλαγής.
Σε φωσφορούχους πράσινους τόνους.
«Δώσε τα ρέστα στον κύριο, Κώστα,» λέει ο κύριος Ανδρέας, καθώς γεμίζει τη σακούλα. Τα γκριζωπά του μάτια στα δικά μου.

Στην πρόσοψη του βλέμματος: «Πολυαγαπημένη μου πατρίδα, συ μου χάρισες τις
Μούσες και το ποιητικό μου τάλαντο/ χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα,
μετρώ τους χτύπους, το αίμα που τινάζεται σαν πίδακας/ κι αν δεν κατάφερα να σε
σώσω από το θάνατο, μην κλαίς, πάλι μαζί θα είμαστε».

Δε μ’ αφορούν ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη. Θάφτηκαν χρόνια πριν. Όπως η
μητέρα. Τι να τους κάνεις τους νεκρούς, όταν έχεις τους ζωντανούς. Άμα ζεις με
τους πεθαμένους, νεκρώνεσαι. Μόνο ο Σπύρος με νοιάζει. Που, όταν κόπηκε η
σαγιονάρα μου η λαστιχένια, μού έφερε τις γόβες μου τις «Gucci» απ’ την Πόλη.
Σε κείνον πρέπει να πάμε. Σφίγγω τα χέρια γύρω απ’ το τιμόνι. Πατάω γκάζι. Το
«Διόνυσος» μας περιμένει.

Ο τουρίστας, ημίγυμνος, (μού) φράζει το δρόμο. Ο κολλητός του με τα
πορτοκαλί σανδάλια πατάει τα θρύψαλα μιας μπύρας – Μύθος, Φιξ, Άλφα (σε
τιμές ευκαιρίας). Πριν λίγο σκέπασε με εμετό το πεζοδρόμιο. Θα μας κάνουν ν’
αργήσουμε. Δε θ’ αφήσω το Σπύρο στην αναμονή.

Τα γκριζωπά της μάτια ανταμώνουν με τα δικά μου.
«Φιλώ τη δεξιά σας, Καπετάνισσα».
Πιτσιλιές από αίμα στη ράχη του χεριού της.
Νωπό στα χείλη μου. Κρεατώδης η γεύση του στη γλώσσα.

Πατάω κόρνα. Μοιάζουν να πετάγονται απ’ το λήθαργο.
Σφαίρες απ’ τα στόματα:
Η Ποιήτρια: «Άκρη!»
Ο Λόγιος: «Τιποτενόφρονες!» – όπως θα ‘λεγε ο Φίλος Επιστήμων.

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου είναι φιλόλογος γερμανικής γλώσσας, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ευρωπαϊκών Σπουδών και Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής. Εργάζεται στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη. Από το 2017 έχει λάβει σειρά λογοτεχνικών βραβείων. Τον Ιούλιο του 2021 ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης στη βραχεία λίστα του έτους 2020 για εκδόσεις του 2019 με το έργο «Τόμας Μπέρνχαρντ, Άπαντα τα Ποιήματα» των Εκδόσεων Βακχικόν. Από τις ίδιες εκδόσειςκυκλοφορούν τα δύο προσωπικά της έργα με τίτλο «Persona Gramma» (ποιητική συλλογή) και «Η σεληνιακή όψη του άντρα» (νουβέλα), καθώς και τα πέντε (5) έργα γερμανόφωνων λογοτεχνών που έχει μεταφράσει