Οι ποιητές και οι ποιήτριες συνομιλούν με την παγκόσμια γλώσσα που ορίζουν οι μελωδίες των λέξεων. Ιστορούν τη μνήμη των ανθρώπων με τις γραφές τους υμνώντας το φως της δημιουργίας. Οκτώ ποιητές και ποιήτριες από την Ελλάδα και την Κύπρο συνοδοιπόρησαν με τα ποιήματα τους, με ποιητές και ποιήτριες από όλο τον κόσμο, στο Patras Word Poetry Festival.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, η Έλσα Κορνέτη, ο Θάνος Γώγος, η Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, ο Αντώνης Σκιαθάς, η Κατερίνα Λιάτζουρα, ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος και η Λιάνα Σακελλίου τιμούν με το έργο τους τη σύγχρονη παραγωγή τόσο της χώρας τους όσο και τον ορίζοντα της ποίησης σε διεθνές επίπεδο. Διότι όπως λέει με δυνατή φωνή η Anny Sexton “είναι προσεκτικοί με τις λέξεις” και αυτές τους δίνονται σε ένα αέναο ταξίδι κάλλους και αρμονίας.
Βαγγέλης Τασιόπουλος
ΕΜΜΑ Ή ΤΖΑΣΤΙΝ- ἡ ἱστορία εἶναι πάντα ἴδια
Χειμώνας μὲ ἄστατο καιρὸ καὶ μέρες κρύες.
Τὸ ἂν κλαδέψαν οἱ ἀμπελουργοὶ μᾶλλον μοῦ εἶναι ἀδιάφορο‒
χρόνια συνηθισμένος σὲ θυσίες.
Ἐκείνη, κάτω ἀπὸ τὸ ἀκροκέραμο φεγγάρι κοιτάζει τὰ χαρτιά…
κρατάει τὸ μῆλο
δαγκώνει τὴ σάρκα του, χαμογελᾶ καὶ κοκκινίζει.
Ἀφήνει τὴν πόλη στὴ βοὴ κι ὅ,τι ἀγάπησε.
Ματώνει τοὺς πυράκανθους, τὸ χιόνι
καὶ ὁ βοριὰς γοητεύει γηγενεῖς κι ἐποίκους.
….
«…μιλούσαμε θυμᾶσαι στὸν παράδεισο, ἀκούγοντας
τὸ ρίγος τῆς βροχῆς, ποὺ λέει ὁ λόγος, ἀφοῦ στὰ μάτια σου
ὡρίμαζε ὁ ἔρωτας.
Περιεργαζόμασταν τὰ θαύματα, τ’ ἀγγίγματα καὶ τὶς σιωπὲς
«Ἀγάπη μου», εἶπες «εἶναι ἡ Ἐδὲμ αὐτὸς ὁ κῆπος;»
Πιὸ κάτω ἡ θάλασσα. Σοῦ ἔδειξα τὰ καράβια στὴν ἀχλή.
Ὑποχωροῦσε ἡ ἀβεβαιότητα κι ἐγὼ δὲν ἤξερα ἀπὸ τόση ἀγάπη.
«Ἐδέμ», ψιθύρισες «ἔχεις ξανάρθει;»
Τὰ μάτια σου κρατούσανε τοὺς θησαυροὺς
ἡ ἐπιθυμία δῶρο πολύτιμο.
Μοιράσαμε τότε τὸ νερὸ
μιλήσαμε δῆθεν στὰ ψέματα
τὶς ακριβές ἀλήθειες
ἑνώνοντας διακριτικὰ τὰ χέρια.
Ἱστορώντας τὰ καθέκαστα χτίζαμε τὴν ἀρχὴ
μιᾶς ἱστορίας καθόλου ἀσήμαντης…»
(από την συλλογή. Η ΣΥΜΜΙΓΗ, 2022)
EMMA OR JUSTIN – the story is always the same
Winter with miserable weather and cold days.
Whether the vineyard workers pruned is probably of no concern to me-
I’ve been used to sacrifices for years.
She, beneath the edge of the moon, looks at the cards…
holds the apple
bites its flesh, smiles and blushes.
She leaves the city to the roar and whatever she loved.
Bleeds the firecrackers, the snow
And the North is a charm to natives and settlers alike.
….
“…we were talking as you remember in heaven, listening
the shivering of the rain, so to speak, since in your eyes
love was ripening.
We looked around closely to the wonders, the touches and the silences
“Darling,” you said, “is Eden this garden?”
Further down the sea. I showed you the ships in the mist.
The uncertainty receded and I knew not of so much love.
“Eden,” you whispered, “have you been here before?”
Your eyes held the treasures
desire a precious gift.
We shared the water then
we spoke supposedly
about the precious truths
joining hands descriptively.
By telling the truth we built the beginning
of a story not at all insignificant…”
Translated by Eva Sylla
Έλσα Κορνέτη
Destroy Van Gogh
Είμαι μόλις 33 και όμως καταρρέω
Πόσο διαρκεί ακόμα η αποδόμηση;
Όσο εγώ διαλύομαι
Τα μυρμήγκια αδειάζουν το μυαλό μου
Θαυμάστε με λοιπόν ως πτώμα
Ιδανική νεκρή φύση
Κρανίο ντυμένο με φύκια
Θα του βάλω ένα τσιγάρο να καπνίζει
Αν ήμουν ένα σώμα ακέφαλο;
Ίσως γλίτωνα το φρενοκομείο
Τι φταίει; Tο αψέντι; Oι πόρνες;
Όλες οι σκοτεινές γυναίκες της ζωής μου
Φοράνε μαύρα
-Βγες από την παραίσθηση – Μπες στην πραγματικότητα
Δεν γίνεται – Παντρεύτηκα την πράσινη νεράιδα
Κάθε βράδυ γίνεται διάβολος κι έπειτα φίδι –
Το φίδι δαγκώνει την ουρά του – γίνεται κόλπος γυναίκας
Με πνίγει στο υγρό κανάλι
Κατοικώ στο αγαπημένο τρίγωνο
Ανάμεσα σε τρεις γραμμές
-Ο διάβολος σε προστάζει;
Με εμπνέει
-Σε σκοτώνει
Τουλάχιστον ας διασώσουμε ό,τι απέμεινε μεταξύ μας
Η αγάπη οφείλει να είναι αθόρυβη
Εγώ όμως δεν σε ξέρω για να σε αγαπήσω
-Ν’ αλλάξεις – Συγκροτήσου
Λατρεύω την ακαταστασία
-Είσαι καταδικασμένος
Π α τ έ ρ α λυπάμαι
Τώρα πια ξέρω
Έτσι γεννήθηκα
Zω για να ζωγραφίζω την τελειότητα με τρέλα
Την τρέλα με τελειότητα
Κουράστηκα – Θέλω να κουρνιάσω στην πιο ευρύχωρη
Φωλιά πουλιού της συλλογής μου – η νάρκη είναι ωραία λέξη-
Υπόσχομαι να μην απολογηθώ ξανά για την αναπηρία μου
DESTROY VAN GOGH
I’m just 33 yet breaking down
How long does the deconstruction last?
While I’m falling apart
The ants are emptying my mind
Marvel at me as a corpse then
An ideal nature morte
Skull clad in seaweed
I’ll give it a cigarette to smoke
If I were a headless body?
Perhaps I’d escape the asylum
What’s to blame? Absinth? Whores?
All the dark women in my life
Wear black
-Come out of illusion – Get into reality
Impossible – I married the green fairy
Every night she becomes a demon and then a snake –
The snake bites its tail – becomes a woman’s vagina
It drowns me in the wet channel
I live in the beloved triangle
Between three lines
-Does the demon command you?
It inspires me
-It kills you
At least let’s save what still exists between us
Love should be noiseless
But I don’t know you in order to love you
-Change yourself – Get yourself together
I adore untidiness
-You’re doomed
F a t h e r I’m sorry
Now I know
That’s how I was born
I live to paint perfection with madness
Madness with perfection
I’m tired – I want to snuggle in the roomiest
Bird’s nest in my collection – torpor is a nice word –
I promise never to defend my disability again
Translated by David Connolly
Poems by Thanos Gogos from the book Dakar (2020)
Translated to English by Lena Kallergi
IV
You held the little girl by the hand
And me by the other hand
And I held
the trees
the lake
the animals
All through that Winter
IV
Κρατούσες το κοριτσάκι από το χέρι
Κι εμένα από το άλλο χέρι
Κι εγώ κρατούσα
τα δέντρα
τη λίμνη
τα ζώα
Όλον εκείνον τον Χειμώνα
*
We now have so much to say
We all hold a stone
And we drive among the crowd
Lost road, you play tricks
You are everything that stands now
You hold I speak I throw I laugh
And I keep on laughing
Though you leave for another place
*
Έχουμε τόσα πια να πούμε
Κρατάμε όλοι μία πέτρα
Και οδηγούμε μες στο πλήθος
Χαμένε δρόμε κάνεις κόλπα
Είσ’ όλα όσα τώρα στέκουν
Κρατάς μιλώ πετώ γελάω
Και συνεχίζω να γελάω
Όσο κι αν φεύγεις σ’ άλλο τόπο
*
The hardest breast of all
was made from a small flower
Whatever you break on it now
it will exude
only
snow
*
Το πιο σκληρό απ’ολα στήθος
φτιάχτηκε από μικρό λουλούδι
Και ότι και αν σπάσεις τώρα πάνω
αυτό θα βγάζει
μόνο
χιόνι
Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου
ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ
Ποιος χρωματίζει τις ρίζες;
Ποιος ζυμώνει τον ήλιο στο νερό;
Δέντρο της άμμου από παιδί
Εξέχουνε τα μάτια
Όλα τα άλλα υπόγεια μπαλκόνια
Δένουν το βλέμμα πέρα από τη λήθη
Κάποιοι βαδίζουν με αρβύλες στον λαιμό
λιγάκι πριν πρωτομιλήσει ο ανθός
Άλλοι σκάβουν τον φλοίσβο
ρίχνουν τσεκούρια από πλάνες
Μισό σχεδόν αιώνα επεξεργάζομαι
φωτογραφίες επισκεπτών
επιστροφές προσκυνητών
μισές κουβέντες περιηγητών
σαρδάμ μιας Πηνελόπης
Ξηλώνει υφαίνει με υπολείμματα
σημαίες και πανό
Φυσάω χρόνων στεναγμούς
Σβήνω τον κόσμο τους
Aνάβω θάλασσα χρυσή
πόλη Αμμόχωστη έρμαιο αιώνων πειρατών
Τα βράδια με μια λάμπα του εβδομήντα
Φωτίζεται η Μεσόγειος από πανάρχαιο γέλιο
Έχει στα χέρια της συλλάβισμα κυμάτων
Μια με βρέχει μια με δένει ως το μεδούλι του κορμού
Ριγώ, γλιστρώ από το βάθος
είμαι μικρή γοργόνα που αγάπησε
Φοράω πόδια, τρέχω, αγκαλιάζω τις αυλές
Αναρριχώμαι στα περίκλειστα τα σπίτια
Φαντάσματα είναι τα φιλιά
Φωνάζω:
Μη με λησμόνει
Μη! μη με λησμόνει
Μαζεύω ήχο και ηχώ
Κυκλωτικές τις μνήμες
Γυρνάω στην άμμο
Ένα κουβάρι από γυαλί
Οι ρίζες
Ιστός σε μια γωνία του καιρού
Στόμα ορθάνοικτο
Παγίδα για ουρανό
Πώς δεν τις βλέπεις;
Βγάλε τη μοίρα μου απ’ τα μάτια σου
΄Αλειψε άμμο λάσπη στους βολβούς
ανάβλεψε και κοίταξέ με
Είδες, να λες, το σπάνιο δέντρο μιας ερήμου
πορτοκαλιά της γνώσης του κακού και του καλού
Είδες αόρατη Εδέμ
(ανέκδοτο)
SAND TREE
Who colors the roots?
Who kneads the sun in water?
Tree of sand since childhood
Protruding eyes
All other underground balconies
They tie the gaze beyond oblivion
Some walk with boots around the neck
Just before blossom first spoke,
Others dig the roaring
They throw axes from delusions
Almost half a century of editing
Visitor photos
Pilgrim returns
half browser conversations
sardam of a Penelope
Dismantles, weaves with debris
flags and banners
I blow years of sighs
I erase their world
Ascend the sea golden
Famagusta city prey to centuries of pirates
In the evenings with a lamp of the seventies
The Mediterranean is illuminated by age-old laughter
She has wave spelling in her hands
One rains me, one ties me to the marrow of the trunk
I shiver, I slip from the bottom
I’m a little mermaid who loved
I wear legs, I run, I hug the yards
I climb in the enclosed houses
Ghosts are kisses
Yell:
Don’t forget me
Non! Don’t forget me
Pick up sound and echo
Encircling memories
I turn to the sand
A tangle of glass
The roots
Web in a corner of the weather
Mouth wide open
Trap for sky
How do you not see them?
Take my fate out of your sight
Smear sand, mud on the bulbs
Look up and look at me
You saw, you say, the rare tree of a desert
Orange tree of the knowledge of evil and good
You saw invisible Eden
(unpuplished poem)
Αντώνης Σκιαθάς
Τhe Next Station
Στην ερημιά της πόλεως το λεωφορείο της γραμμής σερνόταν φωτισμένο άδειο με δύο επιβάτες.
Στο τελευταίο κάθισμα στην πίσω αριστερά πόρτα καθόταν ένα ανδρόγυνο.
Εκείνος μ’ ένα καράβι χάρτινο στα χέρια με ανοιγμένα πανιά 1 και εκείνη μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι στο κλάμα βουτηγμένο.
Ο οδηγός άνοιγε και έκλεινε τις πόρτες σε κάθε στάση.
Τέτοια ώρα ποιος ν’ ανέβαινε;
Ο μόνος που έμπαινε φουριόζος ήταν ο μουχλιασμένος αέρας του λαϊκού προάστιου.
Από τους καθρέπτες με τα χέρια στο τιμόνι και με κλεφτές ματιές παρατηρούσε τον άνδρα και τη γυναίκα να χαϊδεύουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
Έγραφαν με τα χέρια τους το σχήμα του προσώπου τους για να γνωριστούν καλύτερα.
Έτσι διέσχισαν όλη την πόλη.
Ακούστηκε το ηχογραφημένο μήνυμα The next station Place Royal.
Tο φωτισμένο θηρίο της πόλης σταμάτησε και πάλι, άνοιξαν αυτόματα οι πόρτες.
Σηκώθηκαν, στηρίχτηκαν ο ένας στο μπράτσο της άλλης και μέτρησαν τα σκαλιά με τα λευκά ραβδιά τους.
Περπάτησαν αργά στο σκοτάδι. Άρχισε να χαράζει στην ερημιά της πόλης.
Απών ο χρόνος που άλλοτε υπαρκτός και άλλοτε ανύπαρκτος όριζε το λευκό και τις σκιές του σε αυτόν τον ρημαγμένο Αύγουστο. Η νιότη του στη μέση του δρόμου αναζητά αλήθειες στο κρυφτούλι της μνήμης για σχήματα, ήχους και χρόνους κρυμμένους.
The Next Station
In the desert of the city the bus crawled lit empty carrying two passengers.
In the last seat by the back left door a couple sat.
Him holding on his hands a paper boat at full sail and her with a silk handkerchief drained in tears.
The driver opened and closed the doors at every station.
Who would get in at this time?
The only one to hurry inside was the moldy air of the common suburbs.
With his hands on the wheel glimpsing now and then through the mirrors he observed the man and the woman caressing each other’s faces.
They wrote the shape of their face with their hands to get to know each other better.
Thus they crossed the whole city.
The recorded message was heard The next station Place Royal.
The lit beast of the city stopped once again, the doors opened automatically.
They got up, leaning on each other’s arms and they counted the steps with their white canes.
They walked slowly through the darkness. It began to dawn in the desert of the city.
Absent was the time that sometimes existent and sometimes nonexistent ruled the white and its shadows in this deserted August. In the middle of the road its youth seeks for truths of shapes, sounds and hidden times in memory’s hide-and-seek.
Μετάφραση στα αγγλικά Βασίλης Πανδής
English rendering Vassilis Pandis
Κατερίνα Λιάτζουρα
ποίημα από την συλλογή «Αποκαΐδια ηθικής» (εκδόσεις Βακχικόν, 2017)
Δελτίο Ειδήσεων
Ραμμένα στόματα εκκενωμένα βλέμματα καμένες ψυχές ανθρώπινα ναυάγια χαμένες γενιές δακρυσμένα μάτια ματωμένα πόδια ανέλπιδοι ώμοι παλάμες πληγωμένες από των ανθρώπων τα καρφιά.
Υπομονή, καρτερικότητα.
Εμπόλεμες ζώνες πουλημένες πατρίδες εξαργυρωμένες ελπίδες φιλεύσπλαχνοι αλληλέγγυοι ζωντανοί ανταποκριτές ακατανόητες ηθικές αξίες επαναπροσδιορι-σμένες ευρωπαϊκές πολιτικές βαθύπλουτα εμβάσματα στο Panama συσσίτια και ξέχειλη φιλανθρωπιά αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες κοινωνίες αυτόχειρες
και τρομοκρατίες.
«The borders are closed».
Τι δεν καταλαβαίνετε;
Κι όμως τα βρέφη γεράσανε πρόωρα.
Κυρτώσανε οι ράχες τους
καμπούριασε η ελπίδα.
poem from the book «Ethic’s cinders» (Vakxikon Publications, 2017) Translated in English by Margarita Papageorgiou
Newscast
Sewn mouths shut evacuated eyes burnt souls human wrecks lost generations
tearful eyes bloody feet hopeless shoulders palms wounded by people’s nails.
Patience, stiff upper lip.
War zones sold homelands redeemed hopes compassionate solidary living correspondents incomprehensible moral values redefined European politics fabulously rich remittances to Panama charity handouts overflowing philanthropy developed and developing societies suicides and terrorists.
«The borders are closed».
Don’t you get it?
Yet the babies grew old prematurely.
Their back hunched
hope humped.
Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος
Ο Ιούλιος Αύγουστος
Τις ζεστές μέρες του Ιουλίου
Μου λείπουν οι φίλοι μου
,τα κορίτσια που γράφανε ποιήματα
Κάποιοι πεθάναν, άλλοι σφυρίζουνε φάλτσα
Μερικά φρονιμέψανε, άλλα ξεχάσανε
Οι φίλοι λιγοστεύουν
Τα κορίτσια απομακρύνονται
Τα πάντα καίγονται
Ο Αύγουστος είναι των «ποιητών»
,αδιάφορος για μένα, μικρόνοος, με λιγοστό καλοκαιρινό φως
Για τον Ιούλη δεν έγραψα ποτέ
,τόσο δικό μου τον ήθελα.
Ένα στριφτό μέχρι τα φυσικά αίτια
The July August
The hot days of July
I miss my friends
,the girls who wrote poems
Some friends died, others are full of false whistling
Some girls got mature enough, others were forgotten
Friends are few and far between
Girls walk away
Everything is burning
August belongs to “poets”
,bland, tiny, with little summer light
I never wrote about July
, I wanted him so mine
A twisted cigarette to the natural causes
Λιάνα Σακελλίου
Πατρικό έδαφος
Ο Μαραθώνας είναι αρχαία πόλη
σχεδόν Ηλύσια, λέω
καθώς σκαρφαλώνουμε τον λόφο
που περιέχει τους νεκρούς,
παντού βολβοί που γίνονται σαφράνια.
Ο τάφος είναι εδώ, λευκός σαν κόκαλο.
Η θάλασσα στο μπλε του κοβαλτίου.
Η μέρα γυμνή.
Μάραθος σημαίνει ρίζα
κι εμείς μαζεύουμε την πράσινη ρίζα
για να τη βάλουμε στο φαγητό–
ξόρκι ευωδιαστό.
Πόσο γρήγορα τα πράγματα ξεχνιόνται
χάνουνε σχήμα
χάνουνε όνομα
γίνονται κάτι άλλο.
Λέξεις στο στόμα
αντί για κραυγές:
Ναι, πέρασες το σημείο ελέγχου.
Όχι, δεν είχες διαβατήριο.
Όχι, δεν ήσουν ενήλικας.
Ήσουν ανήμπορος να ταξιδέψεις.
Τραύλιζες όταν μιλούσες.
Παραπατούσες όταν περπάταγες.
Κατάλαβες λάθος τις οδηγίες.
Εμπιστεύτηκες το μυστικό στ’ αδέρφια σου–
αυτά σε είχαν άλλωστε κρατήσει ζωντανό!
Δανείστηκες τη λέμβο τους.
Ο ακτοφύλακας σε διέταξε
σαν μετρονόμος.
Τώρα το φως καίει
τιμωρητικό σαν το χιόνι.
Για μένα είναι άνοιγμα φτερών.
Για σένα βαριά κατασκευή
που καταρρέει στην άνοιξη.
Fatherland
Marathon is an ancient city,
almost Elysian, I say,
as we climb the hill
that holds the dead,
saffron bulbs everywhere.
Here is the tomb, white as bone,
the sea cobalt blue,
the day naked.
Marathos means root, I say,
as we pick the green root
that bears Marathon’s name
for our food–
fennel’s fragrant spell.
How quickly things are forgotten,
losing shape,
losing their names,
turning into something else.
There are words in your mouth
instead of screams:
Yes, you passed through the checkpoint.
No, you did not have a passport.
No, you were not an adult.
You were unfit to travel.
You stuttered as you spoke.
You stumbled as you walked.
You misheard instructions.
You ¬consigned the secret to your brothers—
they kept you alive, after all!
You borrowed their boat.
The Coast Guard ordered you around
like a metronome.
Now the light is switched on,
punishing as snow.
For me it’s a wingspan.
For you it collapses into your spring
like a heavy construction.
Translated by Aliki Barnstone