Πρωτοσυναντηθήκαμε στην Κυψέλη, στο σπίτι του Σταύρου Αντωνίου, ενός εστέτ πεζογράφου, που ύστερα από λίγα χρόνια έφυγε από τη ζωή, σχετικά νέος, κι έχει πια ξεχαστεί. Ήταν χειμώνας του 1975, ήμουν τεταρτοετής στη Νομική, κι εκείνη την εποχή ο Αντωνίου οργάνωνε μια φορά τη βδομάδα λογοτεχνικά απογευματινά, ένα είδος φιλολογικού σαλονιού, όπου καλούσε παλαιότερους και νεότερους ποιητές και συγγραφείς. Δεν θυμάμαι ούτε μέσω τίνος έλαβα πρόσκληση ούτε ποιοι άλλοι παρευρίσκονταν σ΄ εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη, γιατί εξαρχής έπιασα τη συζήτηση με τον ώριμο ποιητή που με ενδιέφερε περισσότερο από όλους εκεί – αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί συζήτηση ο ποταμοειδής μονόλογός του, τον οποίο διέκοπτε αραιά και πού κάποια δική μου σύντομη ερώτηση ή παρατήρηση.
Γνώριζα ήδη και εκτιμούσα το έργο του, αλλά ο μονόλογος ελάχιστα περιστρεφόταν γύρω από τον ίδιον. Πρέπει να ήταν περίπου έξι ή εφτά το απόγευμα όταν άρχισε να μιλάει, με βαθύ και ουσιαστικό τρόπο, για γενικότερα ζητήματα της ποίησης, για την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας, για τα προβλήματα της μετάφρασης, για τις ίντριγκες και τα λάθη της κριτικής, για την άγνοια των μέσων ενημέρωσης, για την αδιαφορία του κοινού.
Είχε φτάσει δώδεκα ή μία τη νύχτα όταν γύρισε την κουβέντα στον Κομφούκιο και στον Λάο Τσε, στον Λένιν και στον Τρότσκι, στον Κίρκεγκαρντ και στον Χάιντεγκερ. Έκανε μια μικρή παύση κατά τις έξι το πρωί, βγήκαμε για πατσά σε ένα διανυκτερεύον κι ύστερα για καφέ εκεί γύρω, για να συνεχίσει απτόητος ως τις δέκα περίπου – οπότε επιτέλους να γυρίσω σπίτι μου. Νυσταγμένος, κατάκοπος, αλλά ενθουσιασμένος από τη γνωριμία μου με τον ποιητή Νίκο Καρούζο.