Στον πατέρα
Αιώνιος αγαπημένος
Ολόκληρος άνθρωπος έγινα.
Τόσες ρυτίδες.
Ασπρίσανε και τα μαλλιά.
Έχω δουλειά. Σπίτι και παιδιά.
Πάνε χρόνια που ο πατέρας έμεινε οστό.
Μα ακόμα στο πιο λύγισμα
σ’ εκείνον θέλω να φτάσω.
Δεν πρόκειται όμως ποτέ.
Τι συντριβή.
Η φωτογραφία
Κοιμήθηκα λίγο το μεσημέρι.
Άκουσα στον ύπνο τα κλειδιά σου.
Ο θόρυβός τους με ξύπνησε.
Λαχτάρησα.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν γύρισες.
Έψαξα, μα δε σε βρήκα.
Μονάχα η φωτογραφία σου
έστεκε πάνω στης μάνας το κομό.
Δίπλα στο καντήλι.
Έτρεξε αλαφιασμένη πίσω μου.
Με έβαλε σαν βρέφος της απάνω στο κρεβάτι.
Δέκα τάφοι αριστερά
Πήγα να καθαρίσω σήμερα
το μνήμα του πατέρα.
Τι ησυχία κάνει αυτός ο άνθρωπος, θε μου.
Με τα πόδια σκαρφάλωσα πάνω του.
Με δυό σκούπες.
Έναν κουβά.
Σπασμένα του κοιμητηρίου τα φαράσια.
Εκείνος αμίλητος. Ασάλευτος.
Δεν ενοχλήθηκε.
Ούτε τα τόσα δάκρυα
που έπλεναν το μάρμαρο
δεν τον ξυπνήσαν.
Ούτε και τα φαράσια.
Ο πατέρας στο νεκροκρέβατο
Ο πατέρας στο νεκροκρέβατό του
δε ρώτησε ποτέ
αν στο θάνατο θα ‘ρθει μαζί του
και ο μισός εαυτός
που άφησε πίσω όταν έφυγε απ’ τη Γιούρα.
Μόνο κοιτούσε
με αυτά τα μάτια του
που καθρέφτιζαν τυραννικά
τις ξιφολόγχες των βασανιστών πάνω στο κορμί του.
Μόνο ζητούσε την κατανόηση στο φόβο.
Το φόβο του εν δυνάμει θανάτου του.
Τον Απρίλη του ’67.
Δεν ήταν κάτι άλλο.
Μονάχα εκείνος ο ανείπωτος φόβος.
Καμιά φορά ονειρεύομαι
Καμιά φορά ονειρεύομαι
πως έρχεται πίσω ο πατέρας.
«Πώς πήγε η ζωή», με ρωτά.
Λέω ψέματα πως πήγε καλά.
Δεν ξέρω πόσο θα μείνει.
Δε θέλω να τον κακοκαρδίσω.
Λίγο πριν φύγει
τρέχω με όλη τη φόρα
προς τη σκιά του.
Φωνάζω “Μπαμπά;”
Κοντοστέκεται. Γυρίζει.
Γαντζώνομαι πάνω του.
“Δύσκολα χωρίς εσένα”.
Την αλήθεια μου τώρα απαντώ, μπας και μείνει.
“Τόσα χρόνια κάνει λύπη”.
«Θα ξανάρθω», λέει.
Μα δεν έρχεται.
Πήγε φαίνεται και πέθανε για τα καλά. Θα ΄ρχοταν.