Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Υπάρχουν πεδία ξέχειλα προσδοκίες, όπου μαζεύονται τα διάσπαρτα κομμάτια της ζωής και σαν θρύψαλα πολύτιμου δοχείου ζητούν την συσσωμάτωση τους. Αυτούς τους τόπους κουβαλώ μέσα μου σε άχρονο χρόνο και η γραφή μου είναι η απαραίτητη ενσωμάτωση παρελθοντικών μακρινών αφηγήσεων!
Η δική μου ιστορία είναι μια εγκιβωτισμένη αφήγηση. Γεννήθηκα σε τόπο που δεν γνώρισα διότι δεν σκόρπισα τη ζωή μου απάνω του, ούτε επισκέφτηκα ποτέ. Οι δικοί μου μιλούσαν για τη μεγαλοπρεπή χώρα όπου γεννήθηκα και εγώ ζούσα μέσα στο τόνο της φωνής τους, στις αναμνήσεις τους που δικές μου δεν ήταν, στις φωτογραφίες τους που η μητέρα εξηγούσε πέρα της εικόνας σε πληθυντικό ευγενείας! Η ύπαρξη του πατέρα μου του Κύπριου, της μάνας μου της Αλεξανδρινής, της γιαγιάς μου της Ιμβριώτισσας, των Κυπρίων συγγενών που προέρχονταν από την βαθιά ορεινή Κύπρο, των Αιγυπτίων οικογενειακών φίλων που ξεριζώθηκαν βιαίως και μεταφέρθηκαν στη Κύπρο από του Νείλου τις όχθες, με σημάδεψαν. Διωγμοί, σχίσματα, ξεριζώματα που έζησα υπό αφήγησης αυτοβιογραφικών περιπετειών, με απορρόφησαν και έπλασαν τη συνείδησή μου σαν Κύπρια. Η Κύπρος, μια πατρίδα που έζησα στενάχωρα σε κατάσταση δίωξης, φόβου και αστάθειας. Πατρίδα υπόδουλη πρώτα στην Βρετανική Αυτοκρατορία που μόνο μετά από σκληρές μάχες είδαμε την απελευθέρωσή της. Λίγα χρόνια αργότερα από την ανεξαρτησία της, που ήταν και δικής μου, φτάνει ο ακρωτηριασμός της που ήταν και δικός μου. Έζησα το έγκλημα και την ιεροτελεστία του. Όλες αυτές οι επώδυνες εμπειρίες της παιδικής νεανικής ηλικίας διαμόρφωσαν τη προσωπικότητα και τη γραφή μου. Το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της Κύπρου επίσης επηρέασαν το πνεύμα μου. Η υπερβολική ζέστη, η υπερβολική σιωπή, τα πουλιά του Τροόδους με το κελάηδημα τους το ομαδικό πήγαινε έλα των γιορτών, η χρόνια αστάθεια της πολιτικής, η αίσθηση του αποκλεισμού … όλα με επηρέασαν, όλα έγιναν αληθινές προκλήσεις που ώθησαν τον στοχασμό σε μεταφυσική υπόσταση, διότι η Κύπρος για μένα υπάρχει περισσότερο στο χρόνο παρά στον χώρο. Δεν γεννιέται κανείς Κύπριος, γίνεται μέσα από διαδικασία επιλογών που τις δέχεται μέσα από δράσεις.
Αυτή είναι η πατρίδα της γραφής μου. Το άγνωστο που περιμένει να το προσδιορίσω. Ξεριζώθηκα από τις φασκιές μου, έφυγα και δεν ξαναγύρισα!
Η μητέρα και ο πατέρας υπήρξαν για μένα δύο αντιπαραδείγματα, εφόσον η μητέρα ήταν η μετακίνηση και η μετατόπιση και ο πατέρας οι ρίζες και η παράδοση. Η μητέρα ήταν η φαιά ουσία, η ελευθερία πνεύματος δίχως διακρίσεις φύλου και πατρίδας, η σχισμή, οι αύλακες όπου κρύβεται η σκέψη, η γλώσσα και η συνείδηση, η διαπίστωση της ασυνέχειας. Ο πατέρας ζούσε σε ένα παρωχημένο στερεότυπο, ήταν η λευκή ουσία του εγκεφάλου μου που πληρούσε τις παγιωμένες αρχές σε δυνατή συνέχεια με το συλλογικό παρελθόν, ήταν η διατήρηση της ιστορικότητας και η δημιουργία των μύθων. Μολαταύτα, αν και οι δυο τους μου έδωσαν αντιφατικά πλέγματα γνώσεων, ταυτόχρονα μου παρέθεσαν τις ίδιες ηθικές αξίες, τα σωστά εργαλεία για να στέκομαι όρθια στις κακουχίες, να μην φοβούμαι την ανηφόρα, να μην αποφεύγω την ευθύνη. Η γραφή μου πότε πάει με άνετες δρασκελιές πότε με βήμα σημειωτόν όπου το παράδοξο τρέχει αβίαστα στη προσπάθεια να γίνει κατανοητή η διαστολή του σύμπαντος. Σ΄αυτό το φλογερό πεδίο, το εκκρεμές πλάνο, βρίσκεται η εικόνα αναπαράσταση του εαυτού μου, η οποία συμπεριλαμβάνει το εμείς, το βλέμμα των άλλων.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Κύπρο μέσα στον κόσμο σήμερα.
Η Κύπρος, με την έννοια της πατρίδας είναι για τους περισσότερους Κύπριους τόπος σταθερός, ενώ οι σχέσεις με τον “άλλο, τον διαφορετικό ” είναι η ταλάντευση ανάμεσα στου οικείου και του ξένου. Το ταραχώδες παρελθόν της Κύπρου με τον διαχωρισμό της το 1974, δημιούργησε διαφοροποιημένες μορφές ταύτισης για τους ελληνοκύπριους και για τους τουρκοκύπριους.
Ίσως η προώθηση προς ένα ευρωπαϊκό προσανατολισμό βοηθήσουν την εκπαίδευση και διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.
Δυο ποιήματά μου :
Α.
Εδώ είναι η πόλη μας και το φάντασμά της
– λαλώ σου
στη μέση της πλατείας περνούν σκιές
βιαστικές ανακαλούν μνήμες ανεμίζουν μπαντιέρες
σκιές αντάμωσης σκιές πουλιά φυλλοκάρδια
– Πρόσεχε τα χαράματα λαλώ σου
λοξοδρομούν οι Κόρες της Νύχτας ανήμπορες
ν΄αγναντεύουν το σημαδεμένο βουνό
κάποιοι πουλούν τις Παναγιές, της Κύπρου Κυρές
– πριν φύγεις
άκουσε του λαού τη γοερή φωνή τη κατρακύλα
εδώ κάτω βλέπουμε τόπους να περιπλανούνται μόνοι
σε πυγμαία φέρετρα να κουβαλούν βιαστικά
μια διττή πραγματικότητα
Β.
Πράσινη πληγή
Έμεινα να κοιτάζω
βουβά περίλυπα νοικοκυριά
τη σπαραγμένη γη
εκείνη που ξένοι
νόμασαν γραμμή
που΄χαν τραβήξει
πράσινη διαχωριστική
με μια βαθιά σπαθιά
στον χάρτη έξω
κρέμεται
γωνιά σπιτιού ή
φάρου είτε
απομεινάρι αρχοντικού
η μνήμη να πονεί
ακρωτηριασμένη προτομή
έμεινα μάτια να
θρηνώ τις νύχτες
έμεινα να γυρεύω
μαχαίρι κοφτερό – ομφάλιος λώρος –
πέφτει απάνω μου η γη
συρματόπλεγμα
ένα γύρω απ΄τον λαιμό
σχισμή σάρκας σώματα
τρέχουν
στο ίχνος συνεχόμενα
συγκρατούν το αίμα
γραμμή που γίνε πληγή
που ονόμασαν πράσινη
που πράσινη δεν είναι
που πράσινη δεν είναι
……………….