Scroll Top

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους . Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Γεννήθηκα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 σ’ ένα χωριό της ορεινής Πυλίας. 890 μέτρα υψόμετρο, πυκνό βουνό με βελανιδιές πίσω του και γύρω μαλακοί λόφοι με λιόφυτα κι αμπέλια, ποτάμια και πιό δεξιά από την πρώτη διάνοιξη των οφθαλμών η Πύλος, η αρχαία θάλασσά της, η Σφακτηρία. Κοντογόνι Πυλίας. Μέχρι τον Δεύτερο Πόλεμο μία κοινότητα με το Μανιάκι. Σε πατρογονικό χτήμα μου σκοτώθηκε ο Παπαφλέσσας. Από το 1972 εσωτερικός μετανάστης στην Καλαμάτα. Η απεραντοσύνη της θάλασσας μέχρι την Κρήτη και την Λιβύη, η παραλία είκοσι χιλιομέτρων, το λιμάνι και οι ηδυπαθώς απλωμένοι λιμενοβραχίονες, οι φάροι, η παλιά πόλη με την ιστορία της και το κάστρο της, οι αρχαίες εκκλησιές και τα μύρα των πορτοκαλεώνων πολύτιμη παρακαταθήκη για το πολύβουο και γκρίζο μέλλον στην Αθήνα και στις μεγάλες πολιτείες του εξωτερικού. Ήδη σας έδωσα τις πρώτες γεωγραφικές ορίζουσες της πορείας μου σε τόπο και χρόνο. Η μετάβαση από την παρθενική και σκληροτράχηλη παιδικότητα του χωριού –με λάμπα πετρελαίου μέχρι το ’72 και μελάνι με πέννα-, η μετάβαση από το χώμα, τα νερά και την θάλασσα σ’ ένα αστικό τοπίο -όπως αυτό της Καλαμάτας του ’70- υπήρξε επώδυνη σαν χωρισμός. Όταν επέστρεφα στο χωριό στις διακοπές, έπαιρνα γεύσεις του παραδείσου, τον οποίον είχα απωλέσει. Όμως και η Καλαμάτα με το φως, τις ερωτικές της πνοές και την θαλασσινή διαφάνεια δέθηκε μέσα μου με τον χωρικό εαυτό μου σ’ ένα ενιαίο σύμπαν αθωότητας, το οποίο με βοήθησε να αντέξω τις μεγάλες πρωτεύουσες. Γνώρισα την Ελλάδα πόντο-πόντο στα κατοπινά χρόνια. Τρείς τόποι κρατούσαν τα μυρωδικά με την ίδια ανόθευτη πρωτογένεια όπως η Πύλος και η Καλαμάτα: Άγιον Όρος, Κύπρος, Σκιάθος. Όταν είμαι σ’ αυτά τα μέρη και κλείνω τα μάτια, δεν ξέρω αν είμαι στην θάλασσα της Πύλου, της Καλαμάτας, στην Πέτρα του Ρωμιού της Κύπρου, στον Ασέληνο της Σκιάθου ή στον αρσανά της Ιβήρων και στην Καλλιάγρα.

Οι ορίζουσες των τόπων οδηγούν στην πραγματική πατρίδα, που είναι η δεύτερη πατρίδα του επάνω κόσμου. Αυτή η πατρίδα σημαίνεται και στον άχρονο χωροχρόνο της παραπέμπει το αληθινό ενδιαίτημα και μοναστήρι του κάθε ποιητή, του κάθε ανθρώπου: η γλώσσα. Υπάρχει μιά αλληλοπεριχωρητική και οσμωτική τροφοδοσία του γενέθλιου τόπου και της γλώσσας. Ένα μυστήριο. Ένα παιδί που μεγαλώνει και περιβρέχουν το φως των πρώτων του χρόνων λέξεις όπως: Κρυόρεμα, Μεγάλη Βρύση, Αλώνι του Παιδεμένου, Παναγία Σταφυλιώτισσα, Νησάκι, Σφακτηρία, Γιάλοβα εύκολα βρίσκει τις υπόλοιπες πέτρες για να χτίσει τον κόσμο του μέσα στον Παπαδιαμάντη, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Καρούζο, τον Παπαδίτσα, τον Σινόπουλο, τον Σαχτούρη και άλλους από τους νεώτερους. Εύκολα βρίσκει το ίδιο νερό, δροσερό και κατακάθαρο, στο λ και το γ της Οδύσσειας και σ’ όλην την Οδύσσεια, την Ιλιάδα, την μεσαιωνική ποίηση, την εκκλησιαστική υμνογραφία, το δημοτικό τραγούδι και τους σύγχρονους ποιητές. Περνώντας ο καιρός και διώχνοντας τις όποιες ψευδαισθήσεις, διαπιστώνει κανείς ότι η πρόγευση της αληθινής πατρίδας φανερώνεται μέσα από τα μεγάλα κατορθώματα της γλώσσας. Κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτήν την ακράδαντη αίσθηση την ένοιωσα και στην συνάντησή μου με τους Άγγλους και Γερμανούς ρομαντικούς, με τους Ρώσους της πρωτοπορίας και με την διαφάνεια της γαλλικής ποίησης.
Πολυλόγησα. Ήθελα απλώς να πω ότι ο τόπος σού δίνει τις πέτρες, την θάλασσα και τα δέντρα του και η γλώσσα τα κάνει σηματωρούς της όντως ζωής.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Μια μόνο σκέψη ως διήκουσα σταθερά: όπως όλοι οι αληθινοί Έλληνες δημιουργοί μάς προτρέπουν, οφείλουμε να μένουμε κολλημένοι σαν το στρείδι πάνω σ’ αυτόν τον θαλασσόβρεχτο βράχο μιάς πατρίδας που όλο βυθίζεται, αλλά ποτέ της δεν βουλιάζει. Κατά έναν περίεργο, αλλά ευερμήνευτο τρόπο, αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι κεκράκτες ενός παρωχημένου και επαρχιακού νεοελληνικού «κοσμοπολιτισμού», και έτσι επ’ εσχάτων παρατηρούμε το φαινόμενο άνθρωποι που μουρμουρίζουν «σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη, να κουνάνε αυστηρά το δάχτυλο «παρά την ισχνότητα των εφοδίων τους» (Εγγονόπουλος) στους κορυφαίους δημιουργούς μας, από τον Σολωμό μέχρι τον Ρίτσο, επειδή επιμένουν στην συλλογική μας ετερότητα και τα πνευματικά της τεκμήρια. Κι ας είναι οι κορυφαίοι μας ποιητές εκείνοι οι οποίοι εισήγαγαν στην γλώσσα και στον τόπο μας τα εκάστοτε σύγχρονά τους ευρωπαϊκά ρεύματα στην τέχνη. Αυτή η φαιδρή παθογένεια χαρακτηρίζει τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Εγγονόπουλο, τον Σολωμό και τον Παλαμά ως…αγκυλωμένους εθνικιστές. Ο καγχασμός έρχεται αυτόματος, όταν σκεφτεί κανείς ότι οι μεγάλοι ποιητές μας έζησαν χρόνους πολλούς ξενιτεμένοι στην Εσπερία και την έφαγαν με το κουτάλι. Και ότι οι εγκαλούντες πέρασαν απλώς δυό-τρία χρονάκια από την ξένη για να κάνουν ένα μάστερ. Σαν τα στρείδια και τα κοχύλια, λοιπόν, στον βράχο που τον δέρνει η θάλασσα. Οι φλέβες της πέτρας που γεννηθήκαμε είναι πηγή ύδατος αλλομένου.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

16η ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 μ.Χ., 6.00 μ.μ.

Μνήμη Βαγγέλη Γιακουμάκη

Βρήκανε τὸ κορμί σου σπαραγμένο ἀπὸ τ’ ἀγρίμια σ’ ἀπάτητο
τῆς λίμνης καλαμιῶνα,
κι ἡ Μάρτυσσα ἡ Μάνα σου συντρίμμια, μέσα σὲ
πάγο φῶς διακαναλικοῦ χειμῶνα, ράγισε μὲ τὸ
πρόσωπό της πέτρα,
κι ἀδάκρυτη, στεγνή, μέρες τὰ χρόνια σου ἐμέτρα. Βουβὰ στὸν
θάλαμο τοῦ τηλεοπτικοῦ νεκροτομείου ψιθύριζε στὴν Παναγία:
«Στοῦ σφαγείου
ἐτούτου τὴν ἀβάσταχτη τὴν νέκρα εἰσῆλθε κι
ὁ Υἱός Σου, κι ἅμα θέλει,
ἁρπάζει στὴν Ἀνάστασή Του τὸν Βαγγέλη».

Τά ‘ξερες ὅλα τοῦτα πὼς θὰ γίνουν κι ὅπως
ταινία προσεχῶς τὰ ζοῦσες,
ὅταν τοὺς ἄφηνες νὰ δέρνουν καὶ νὰ φτύνουν, κι ἤσουν
ἀρνάκι ὅταν ἡ λύσσα τοὺς μεθοῦσε.
«Εἶμαι περήφανη γιὰ τὸ παιδί σου
γιατὶ σταυρῶσαν τὴν ψυχούλα του. Θυμήσου», ἀπάντησε
ἡ Παναγία ἁπαλά.
Τά ‘ξερες ὅλα τοῦτα. Τά ‘ξερες καλά.

(Θέριστρον, Κέδρος 2018)

Βραβείο: Βραβείo Ποίησης «Jean Moreas» 2018 | Βραβείο Ποίησης 2018 του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών

*

ΒΟΥΒΟΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣΤώρα κοιμάσαι. Κι είμαι δίπλα σου.
Σ’ έχω όμως πέτρα στο στομάχι.
Είναι μεσημεράκι και κοιμάσαι.
Όλη την νύχτα με μισόσβηστα τα μάτια
προσηλωμένα στον ουρανό του ταβανιού
διάβαινες χρόνια, θάλασσες, πεδιάδες.
Άλλοτε φώναζες τον ξάδερφό σου να κρυφτείτε
από τους Γερμανούς στις θημωνιές ανάμεσα
κι άλλοτε «δεν είδα αντάρτες, μη βαράτε»
έλεγες στον Ναζί που σε χτυπούσε
μ’ ατσάλινο επικάρπιο μαστίγιο.
Σ’ έσωσε πάλι η Μάνα σου, η άγρια γερακίνα
κι έπεσε απάνω του τα μάτια να του βγάλει.
Κοιμάσαι, τώρα, γέρο μου Οδυσσέα,
και κοκκινίζουνε τα φύλλα των λωτών
και της βελανιδιάς τα φύλλα μπακιρένια.
Πότε τραβάς με τ’ άλογο τρία φορτώματα κρασί
για της Μεσσήνης το παζάρι και στον δρόμο
μες στο σκοτάδι, δεκατρίω χρονώ παιδί
σαν συντυχαίνεις καβαλλάρη γιά περάτη,
κάμνεις πως σταματάς και περιμένεις τον Πατέρα
που δεν εγνώρισες ποτέ
να ‘ρθεί κοντά σου, πού’χει τάχα πάει προς νερού του
κι «έλα, Πατέρα, μην αργείς», φωνάζεις
και σφίγγεις με τα δόντια την ψυχή σου σίδερο.
Κοιμάσαι, τώρανες, γέρο μου Οδυσσέα
Κάθομαι στην καρέκλα δίπλα σου και στάζει
σκουριά και πίσσα του θανάτου στον νωτιαίο μυελό μου
ο ρόγχος σου ηλεκτρομαγνητική εκκένωση
στα κόκκαλά μου μέσα του αναπόδραστου βενζίνη
και στην σπονδυλική μου στήλη πάγος σταλακτίτης.
Καιρός και πέφτουν κόκκινα τα φύλλα των λωτών
κι ολόχρυσες οι εληές λάμπουν στα δέντρα
στα ριζιμιά και στα τυραγνισμένα. Ώρα για ράβδο.
Τα φύτεψες τα εληόδεντρα, τα κλάδεψες, τα πότισες
τώρα γυρεύεις ένα-ένα να τ’ ανασπαστείς
και πάνω τους εμένα με σταυρώνεις.
Κάποτε -μες στην νύχτα- μού ζητάς
να σου κρατώ το χέρι
δεν δύνασαι να στίψεις πιά την πέτρα
μήτε να με βαρέσεις πια μπορείς
γιατί κρυφά διαβάζω Παλαμά και Ρίτσο
γιατί δεν έχω λύσει τις ασκήσεις μαθηματικών.
Πως βλέπεις ζούδια και πουλιά μού λες
και πως καβάλα στο άλογο με φέρνεις στον γιατρό
ή πως πηγαίνεις εκδρομή στην Παραλία
μ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού 4ου Καλαμάτας
κι άλλοτε πως εχάθης κυνηγώντας σ’ άγριο λόγγο.
Γέρο Πανάγο, ορφανό παιδί, κατοχικέ Οδυσσέα
με ντρίλινο παντέλονο κι άσπρο πουκαμισάκι
κάτω από το κοστούμι του δασκάλου
γνώρισες κάμπους κι ορεινά και Καλαμάτα
κατάσαρκα φορώντας τις εφημερίδες του εμφυλίου
και γράμματα μεταναστών απ’ τα χωριά μας
για Γερμανία, Αμέρικα κι Αστράλια.
Κοιμάσαι, αλλόκοτο πουλί παραλυμένο
και μέσα σου ωριμάζει νιόκοπη φτερούγα
για το απέραντο, υπερπόντιο ταξείδι.
Την αυριανή την νύχτα πάλι θα φωνάζεις
θα βλαστημάς γρυλλίζοντας σαν λύκος
γυρνώντας στου εξήντα τα στενά, στην Χούντα
χτίζοντας διαμερίσματα, διαμελίζοντας
παιδιά, πουλώντας κι αγοράζοντας
με ολίγο δάκρυ κεχριμπάρι καλώντας τον Πατέρα
-ας είταν να τον άφηνες ν’ αγγίξει την καρδιά σου-
μικρό μου ορφανό τσακάλι, ο Θεός να μ’ ελεήσει
να σου σταθώ και να συγχωρεθούμε
τώρα που εψύγη η αγάπη των πολλών.

(Από την υπό έκδοσιν ποιητική συλλογή Η μηχανή του Τηλεμάχου)