Scroll Top

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

Ι. Με επηρέασε διά βίου μέσω των Δασκάλων μου στην ποίηση. Και, για να μην επαναλαμβάνομαι, σημειώνω απλώς:

α΄ Την αναφορά μου, σε παλαιότερο ποίημα, «στα εφτά μου χρόνια, τότε / που ο αγράμματος παππούς μου / μου εδίδασκε τον ορισμό της ποίησης / ανυποψίαστος τραγουδώντας / τον πλάτανο και τον Αλή πασά» (ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ, συλλογή Τα αιφνίδια άστρα, 1997), και,

β΄ την αναφορά μου, σε πρόσφατο ποίημα, σε κάποιο βιβλίο – στήριγμα γραφής που μπορεί «να το ᾿χει γράψει ένας Καβάφης, ένας/ Σεφέρης, κάποιος άλλος από αυτούς / τους έξοχους μαστόρους της Ελληνικής» (ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, περιοδικό καρυοθραύστις, τχ. 3, Δεκέμβριος 2019).

ΙΙ. Νομίζω πως ένας από τους τρόπους που έχει ο τόπος να επηρεάζει τη γραφή μας είναι ακριβώς αυτός: Να μας «στέλνει» ποιήματα, τα οποία και είμαστε υποχρεωμένοι να γράψουμε. Λοιπόν:

α΄ Πρώτα ο «πρώτος τόπος», ο μικρός: Πέραν της διδαχής που αμέσως πριν μνημόνευσα, υπάρχει ασφαλώς και η απέραντη αγάπη μου γι᾿ αυτόν, τον γενέθλιο, τόπο. Υπήρχε ανέκαθεν, κατά τα νεανικά μου ωστόσο χρόνια απέφευγα να του γράφω ποιήματα, από αντίδραση στον διάχυτο τοπικισμό που γενικά ενδημεί στα καθ᾿ ημάς. Αργότερα, ξεχωρίζοντας μέσα μου τα πράγματα, έγραψα κάμποσα ποιήματα για την ιδιαίτερη πατρίδα μου (περιλαμβανομένης, φυσικά, της πόλης του Αγρινίου, στην οποία άλλωστε έζησα κατά την εφηβεία μου).

β΄ Ύστερα, ο μεγαλύτερος τόπος, αυτός όπου ζω πάνω από μισόν αιώνα τώρα, και ο οποίος καθόλου αδιάφορο δεν με αφήνει: Νομίζω πως συγκαταλέγομαι μεταξύ των ομοτέχνων που έχουν γράψει τα περισσότερα ποιήματα για την Αθήνα, αλλά και γενικότερα για την Αττική. (Να σημειώσω εδώ ότι γενικά οι τόποι δεν με αφήνουν αδιάφορο: Έχω γράψει κάμποσα ποιήματα για μέρη τα οποία έχω απλώς επισκεφθεί – για λιγότερες ή περισσότερες μέρες. Και μια ολόκληρη ενότητα της τρίτης ποιητικής μου συλλογής φέρει τον τίτλο ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ).

γ΄ Και, τέλος, αφού –όπως με τον έξοχο τρόπο του μας θυμίζει ο Κώστας Μόντης– «γράφουμε Ελληνικά», ας πούμε και για τον μεγάλο μας τόπο, αυτόν που περιέχει όλους τους άλλους. Παράξενος τόπος, μα την αλήθεια! Εξηγούμαι:

Παρότι προσπάθησαν μανιωδώς κατά την νεότητά μου οι σουπερέλληνες να με κάμουν να τον μισήσω, και κατά την ωριμότητα και το γήρας μου οι σουπερλαϊτέλληνες να με πείσουν ότι δεν ζω σ᾿ αυτόν αλλά σε κάποιον άλλον, δικής τους επινόησης, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ζω σ᾿ αυτόν ακριβώς τον τόπο, μ᾿ όλα τα καλά του και μ᾿ όλα τα στραβά του, και, επίσης, εξακολουθώ να αγαπάω αυτόν τον τόπο, πάλι μ᾿ όλα τα καλά του και μ᾿ όλα τα στραβά του. Αγύριστο κεφάλι; Δεν το νομίζω, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν είμαι ο μόνος που δεν έχει επηρεαστεί από όλες αυτές τις επιθέσεις – κάθε άλλο. Μάλλον ο ίδιος ο τόπος μας ευθύνεται για το φαινόμενο.

Αυτός λοιπόν ο τόπος, η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και του αγράμματου παππού μου, κάποτε εμφανίζεται ευθέως στην ποίησή μου και άλλοτε απλώς αναδύεται από αυτήν, ωσάν να τη διατρέχει υπογείως, ωσάν μονίμως να ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, την οφειλή μου. Περνάμε έτσι στη δεύτερη ερώτηση.

Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.

Επειδή φοβούμαι πως αν αρχίσω τις σκέψεις δεν θα αποφύγω τα (ματαίως) χιλιοειπωμένα, περιορίζομαι στην παράθεση αποσπασμάτων από δύο, αρκετά εκτενή, ποιήματά μου:

Η ΓΕΦΥΡΑ

[…]

όμως

νύχτα βαθιά ποια μυστικά νερά

ποιες λυγαριές, ποιες πικροδάφνες, ποιες μυρτιές

ψάχνουν το δρόμο τους να γίνουν μύθοι

μύθοι στα τρίσβαθα της έρημης ψυχής μας

[…]

η κοίτη τους αόρατη

ορμητικά νερά, βουερά ποτάμια

ίσκιοι των πλατανιών αδιαπέραστοι

είναι τα ίδια αυτά νερά που οι δρόμοι τους αντάμωσαν

το γύρισμα του νου: το λόγο και τον άνθρωπο

τα βήματα γοργά της Ιστορίας κι εκείνο

το βήμα του Κλεισθένη

που σύραν ως τη θάλασσα το θρήνο της Εκάβης

το άγγελμα του Μαραθώνα, τον παιάνα

της Σαλαμίνας

την υψηλή πνοή του Επιταφίου, του Παρθενώνα

την αγωνία του Δημοσθένη

τον ανοιχτό ορίζοντα του Αγνώστου, τις στερνές

μάχες όταν ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ

τον πόνο, τον καημό του Μακρυγιάννη, τη λεβεντιά του Καραϊσκάκη

τα πήρε η θάλασσα, τα πήγε στους ανθρώπους

γι’ αυτά τα γάργαρα νερά, το λάλον ύδωρ

φαίνεται ψάχνουμε στα πιο κρυφά όνειρά μας

τόσην ώρα

το λάλον ύδωρ να μας ψιθυρίζει

πίσω από κοινά, συνηθισμένα τοπωνύμια.

(Από τη συλλογή Αγγειογραφία, 2000)

ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ

Οι δυσκολίες των χαρτογράφων

οι δυσκολίες των ιστορικών

σε τούτα τα νησιά με τα παράξενα σχήματα

τα ατίθασα

η δυσκολία να βρεις ένα σύνορο

ανάμεσα στεριά και θάλασσα

ανάμεσα στο χθες και στο αύριο

ανάμεσα

στο τραγούδι και στο λυγμό

η δική σου δυσκολία ν’ αποκαλύψεις

το πλέξιμο το ερωτικό θαρρείς

του πόνου με την ομορφιά

δεν υπάρχει τίποτα εύκολο σ’ αυτόν τον τόπο.

Εδώ ραγίσαν κάποτε βουνά μεγάλα

άνοιξε η γη όπως το ρόδι απ’ το χυμό του

σκόρπισαν ένα γύρω τα λαμπερά της μυστικά

τίποτα δε σταμάτησε από τότε

και τα νησιά μας πάντα ταξιδεύουν

κάποτε τα πιο ζωηρά κάνουνε μακροβούτι

άλλοτε βγαίνουνε ξανά στην επιφάνεια, άλλοτε όχι

καινούργια ωστόσο ξαναφαίνονται με τον καιρό

μα όλοι μας ζούμε τόσο λίγο

βλέπει ο καθένας ό,τι προλαβαίνει

[…]

τι δύσκολο

να υπερασπιστείς την άνυδρη ετούτη γη

που η θάλασσα σου εμπιστεύτηκε

[…]

Εδώ ραγίζουν ως τις μέρες μας ψυχές μεγάλες

[…]

μα ωστόσο τίποτα δε χάνεται

το ξέρουν όσοι μάθαν να διαβάζουν

και τις δυο όψεις της θάλασσας

το ξέρουν όσοι, κάποτε

γυρεύοντας ένα όστρακο,

αντάμωσαν ανάμεσα στα φύκια ξεχασμένον

τον ίδιο το θεό τον Ποσειδώνα

του δώσανε το χέρι κι ανεβήκαν στον αφρό

σαν μόλις να ‘χε κατεβεί κι εκείνος για όστρακα

σαν να μην είχανε διαβεί απ’ την άλλη όψη οι αιώνες.

Αυτά συμβαίνουνε κάτω απ’ τον ήλιο.

Οι δυσκολίες των χαρτογράφων

οι δυσκολίες των ιστορικών

οι δυσκολίες των λογής κατακτητών·

η δική σου δυσκολία να ισορροπήσεις

με το ‘να πόδι στην αγωνία και τ’ άλλο στην ελπίδα

να πεις

τον οριστικό σου λόγο

–όλο αναβάλλεις–

αυτός ο τόπος δε σηκώνει τους προφήτες

και λοιδορεί τους χαρτογράφους

ας περιμένουμε.

( Από τη συλλογή Το δέρας, 1994)