Scroll Top

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ

Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;

Πατρίδα του ποιητή είναι τα ποιήματά του, τα οποία πολλάκις συναντώνται με τις εικόνες και τις μνήμες της γενέτειρας και των παιδικών του χρόνων. Γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια σ’ ένα ορεινό χωριό στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας, τη Νέα Φιγαλία ή Ζούρτσα, με υψόμετρο 480 μέτρα. Αν υπάρχει λιτότητα, ένας δωρικός τόνος και μια ποικιλία στη γραφή μου, το οφείλω μάλλον και στον τόπο μου: βουνά σχεδόν γυμνά, πέτρες μικρές και μεγάλες, βροχές και καταιγίδες, πυρκαγιές, άφθονα τρεχούμενα νερά, ελαιώνες και σιτοβολώνες, αλώνια και θημωνιές, δέντρα γεμάτα πουλιά, ζώα ελεύθερα και ήχοι ιδιαίτεροι, άνθρωποι του μόχθου, όλα σε μιαν αέναη κίνηση. Κι όταν με κατάπιε το αδηφάγο στόμα της πρωτεύουσας, στην οποία μετοίκησα για σπουδές και παρέμεινα, έμεινε η νοσταλγία να πονάει σαν αγκάθι στο σώμα μου που δεν μπορώ να βγάλω. Αυτό το αγκάθι μπορεί και να πυροδοτεί τις λέξεις μέσα μου, ενώ στο βάθος αχνοφέγγει πάντα η επιθυμία της επιστροφής.

 Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» έγραψε ο Σεφέρης. Με εκφράζει. Η Ελλάδα με πληγώνει, ταυτόχρονα και με θεραπεύει, θα πρόσθετα. Δεν θέλω να γράψω κάτι άλλο. Παραθέτω δύο ποιήματα, πινελιές από τον τόπο μου και τη χώρα μου.ΕΠΑΡΧΙΑ

Γεροντοκόρη με ωραίες ρυτίδες
κι ένα σωρό εξώγαμα
στων άστεων τα κάτοπτρα χτενίζεται
και περιμένει αλλοπαρμένη τον γαμπρό
πίσω από τις νταλίκες

στις οδοντοστοιχίες της σκαλώνουν
σαν υπολείμματα τροφής
λέξεις ακονισμένες στην πέτρα

κι όταν την πιάνει απελπισία
δαιμονισμένη όρνιθα
τινάζοντας από πάνω της ψείρες

τα παιδιά της

(από την ποιητική συλλογή: Στιγμιότυπα του σώματος, Μεταίχμιο 2014)

*

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣΟργανωμένη διαδήλωση το δάσος

χωροφύλακες καταπατητές
παρελαύνουν κραδαίνοντας πυρσούς

ξαφνικά ένα δέντρο χαφιές
τινάζει τα φύλλα του
κι ο πληρωμένος άνεμος
τα σπρώχνει απευθείας στις φλόγες
και τα σκορπίζει στα κλαριά

προδοσία φώναξαν τα πεύκα
κι οι δρύες άρχισαν να δέονται
–εις μάτην– στη βροχή
από παντού εραστές ξαναμμένοι
χώνονται λάβροι στις κουφάλες

εμφύλιος μαίνεται πόλεμος

……………………………

γιγάντια γυμνή γυναίκα
ανάσκελα ξεψυχισμένη
φαλακρή και λερή
χωρίς μαστούς και φύλο
την επομένη αντίκριζε
το μάτι πικραμένο

(από την ποιητική συλλογή: Στιγμιότυπα του σώματος, Μεταίχμιο 2014)