Scroll Top

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗ

Ποιητική του πένθους και ποίηση της ασθένειας: η περίπτωση της Φωτεινής Βασιλοπούλου

 

Ο θάνατος και η ασθένεια ως αγωνία για τη φθορά του σώματος αποτελούν ένα θεμελιώδες και ισχυρό πεδίο της ποίησης, αλλά και ένα από τα πιο διαχρονικά θέματα. Ήδη τα πρώτα γραπτά ποιητικά μνημεία (ομηρικά έπη ή τραγωδίες) στοχάζονται ακριβώς πάνω στη συνθήκη του θανάτου. Ωστόσο, η σύγχρονη ποίηση έχει αλλάξει τους στοχαστικούς της ορίζοντες απέναντι στο αναπόφευκτο.

Ο θάνατος, στην ποίηση της Φωτεινής Βασιλοπούλου («αμείλικτο νερό», εκδόσεις των φίλων, 2019) μπαίνει κατά τρόπο απόλυτο ως μία αντικειμενική συνθήκη με την οποία η ποιήτρια συμφιλιώνεται, παρά τον πόνο. Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει το πένθος, δεν το απωθεί. Μνημονεύει τις δύσκολες στιγμές του χωρισμού και αφήνει τις λέξεις να μεταμορφώσουν σε γαλήνη αυτοπραγμάτωσης τον πόνο, αφήνοντας συχνά ένα αίσθημα ενοχής που μένει πίσω ζωντανό. Ωστόσο, δεν παραιτείται. Πρόκειται για έναν εκκοσμικευμένο θάνατο, ένα ιδιωτικό μοιρολόι, που παίρνει τον δρόμο της δημόσιας έκφρασης.

Ο προνεωτερικός θάνατος αποτελούσε μία δημόσια εκδήλωση. Συνδέθηκε με τις θρησκευτικές ιδέες πάνω στις προαιώνιες αξίες σύνδεσης του ατόμου με την κοινότητα και τον τόπο. Αυτό που γίνονταν διακριτικό στοιχείο εν ζωή ως επώνυμο ενός προσώπου (πχ ο Αθηναίος), στον θάνατο εκφράζονταν με τη δημόσια κηδεία, συνδέοντας τον θανόντα με τον τόπο και την κοινότητα. Το μοιρολόι είναι ακριβώς αυτή η κοινοτική έκφραση θρήνου σε δημόσια έκφραση για τον χαμό∙ ο θάνατος αποτελούσε μία κοινωνική υπόθεση. Κι ενώ η ποίηση από τον ΙΘ΄ αιώνα αλλάζει την οπτική με την οποία προσεγγίζει τον θάνατο, αυτός στην τρίτη χιλιετία διαφοροποιείται σε μία ξεχωριστή αντίφαση. Ενώ μετασχηματίστηκε σε μία ατομική κι οικογενειακή συνθήκη (που συχνά δεν αγγίζει όλο το γένος/φατριά), την ίδια στιγμή μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα μέσω του τηλεοπτικού δέκτη και της κινηματογραφικής οθόνης. Τη στιγμή που στην απρόσωπη πόλη και την έρημη ύπαιθρο ο θάνατος και το πένθος βιώνονται σε στενό κύκλο, τούτος την ίδια στιγμή γίνεται θέαμα ως ιδεολογία (εκτελέσεις αντιφρονούντων, κρατουμένων κτλ) ή τέχνη (κινηματογράφος, ποίηση και πεζογραφία) και πληροφορία (ειδήσεις).

Και η ποίηση της Βασιλοπούλου εκφράζει ακριβώς αυτό τον μετασχηματισμό του πένθους, συνεχίζοντας τον δρόμο που χάραξε με το «πρωσικό μπλε» (Χλωπτσιούδης, 2017). Στις μετανεωτερικές συνθήκες, που ο θάνατος αποτελεί μία ιδιωτική υπόθεση, η ποίηση έρχεται ακριβώς να καλύψει τη διαδρομή του εγκαταλελειμμένου μοιρολογιού, σε μία ατομική έκφραση πόνου που αναζητά εκ νέου τη δημόσια οδό. Ωστόσο, δεν αποτελεί κοινωνική υπόθεση, αλλά μία (επι)κοινωνία του ατομικού, μία εξωτερίκευση του θρήνου στην εποχή της εσωτερικής βίωσης του πένθους. Για τον Κωτόπουλο (2019), ο άνθρωπος της τέχνης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή τους, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να αντισταθεί στο χρονικό γίγνεσθαι, να στίξει τον χρόνο, να τον σημαδέψει με τις πράξεις του.

Η Βασιλοπούλου με την επαναφορά της μνήμης[1] εκφράζει την αγωνία του ανθρώπου να εξουσιάσει τον θάνατο. Ο θάνατος δεν κινδυνεύει από τον έρωτα, ως δίπολο, αλλά από τη μνήμη. Για αυτό άλλωστε και μνημονεύει με αφιερωμένα ιδιαίτερους για εκείνης ανθρώπους[2]. Όσο θυμόμαστε τους νεκρούς, όσο τους κλαίμε αυτοί μένουν ζωντανοί, κρυώνουν. Και μία άλλη διάσταση του θανάτου, που δεν πρέπει να παραβλέπουμε, είναι και η αυτοχειρία[3].

Η μοντέρνα και μεταμοντέρνα ποίηση μέσα στην ατομικότητα του βιώματος του αναπόφευκτου, δεν θρηνεί μόνο τον εκλιπόντα και την εκλιπούσα, αλλά και τη νέα -μοναχική- ζωή του δημιουργού, με ένα αίσθημα ενοχής, και την απώλεια της παλιάς ευτυχίας. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στην ποιητική της είναι η μοναξιά του ποιητικού κεντρικού χαρακτήρα. Πολύ συχνά είναι ολομόναχος στο ποιητικό κάδρο[4]. Άλλωστε όπως γράφει είναι σίγουρη η αποσύνθεση[5]. Έτσι, ο θάνατος συνδέεται με τη ζωή ως μια περιπέτεια στον χώρο και τον χρόνο, στην οποία η ποιήτρια ταξιδεύει τον ακροατή/αναγνώστη, ώστε να συναντήσει τη δική του αυτοβιογραφία. Και αυτό το ταξίδι επιτυγχάνεται με τη συνειρμική κίνηση εικόνων και έναν λυρισμό που αναδύεται μέσα από την περιγραφή του κοινωνικού στιγμιότυπου με τη στοχαστική απόληξη.

Και η ποιητική του πένθους της Βασιλοπούλου συναντά την ποιητική του σώματος και την ποίηση της ασθένειας. Η λογοτεχνία της ασθένειας αποτελεί μία ειδική υποκατηγορία, κινούμενη κινείται στο πλαίσιο της υπαρξιακής ποίησης με έντονες ψυχολογικές εντάσεις (βλ. Κατσαρός, Λουκίδου, Βασιλοπούλου κ.ά.) κι άλλοτε στον χώρο της κοινωνικής ποίησης (βλ.Μιχαλόπουλος). Ξεχωρίζει βέβαια διεθνώς η ποίηση της Plath που περιγράφει τη δική της ασθένεια στο «Fever 103 Degrees», ξεδιπλώνοντας τις λέξεις στην εξασθενημένη θολότητα του πυρετού ή την Anne Sexton. Πολλοί βέβαια ποιητές έχουν γράψει ζωντανές απεικονίσεις των περιόδων τους με ασθένεια, όπως το «On Being III» της Virginia Woolf (1925). Ορισμένα περιγράφουν τις σωματικές αισθήσεις ασθενειών και τραυματισμών και κάποιοι χρησιμοποιούν τη σωματική ασθένεια ως αναχώρηση για να αναρωτιούνται σε μεγαλύτερες ερωτήσεις.

Στην ελληνική γραμματεία, αν εξαιρέσουμε τη “λογοτεχνία του ψυχιατρείου” η ποίηση της ασθένειας κατά κύριο λόγο πηγή έχει έναν ασθενή οικείο, συνηθέστερα γονέα, στο κρεβάτι του πόνου ή λίγο πριν αποβιώσει. Ο Abrams (1999:45) την εντάσσει στην εξομολογητική ποίηση, καθώς ο δημιουργός αποκαλύπτει κλινικά θέματα για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών εμπειριών, της ψυχικής αγωνίας και ασθένειας, πειράματα με φάρμακα και αυτοκτονικές παρορμήσεις. Η ποίηση της ασθένειας παρέχει μία ανακούφιση, ανάλογη της ποιητικής του πένθους, μίλα εξωτερίκευση του εσωτερικού τραύματος και μιας αίσθησης ενοχής του ζώντος δημιουργού (Tyson, 2006:38).

Η Βασιλοπούλου σαν ζωγράφος συναισθημάτων ανασυνθέτει με τους φθόγγους την εμπειρία της ζωής, της ταλαιπωρίας και της επιβίωσης ή της καταστροφικής ασθένειας. Η άνοια[6] και άλλες ασθένειες[7] διαχέουν μία βαθιά οικειότητα με την άνοδο και την πτώση της ανθρώπινης συνθήκης και τον θάνατο τελικά. Το σώμα ως το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης αναδεικνύει την εγκόσμια σύλληψη του χρόνου ως ένα από τα κυριότερα στοιχεία της ποίησης του πένθους κατά τον Κ΄ αιώνα (Παπαστάθη, 2014:81). Το σώμα στον Κ΄ αιώνα αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία∙ πονάει, υποφέρει, φθείρεται και τελικά πεθαίνει, χωρίς μεταφυσικέςδιαστάσειςκαιυπερβατικέςελπίδεςσωτηρίας.Χαρακτηριστικό στην περίπτωση της Βασιλοπούλου είναι ότι ο θάνατος αποτελεί έναν χωρισμό, αλλά δεν συνδέεται με κάποια θρησκευτική ιδέα. Η απομάκρυνση από το χριστιανικό ιδεώδες της ψυχής και η απείθεια από τον χριστιανικό μύθο ενσαρκώνουν την αγωνία χειραφέτησης του μετανεωτερικού ανθρώπου από το στοίχειωμα του θανάτου, που δεν ελπίζει σε κάποια μετά θάνατον ζωή. Μόνο ο θρήνος μένει τελικά για τη φθαρτή ζωή. Μέσα από τις λέξεις αναδύεται ένα πένθος για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και τη βούληση να εκφραστεί το πένθος αυτό σωματικά.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Abrams, M.H (19997). A Glossary of Literary Terms. Cornell University: Thomson Learning.

Κωτόπουλος, Η. Τρ. (2019). Θανάτου αγωνία στην ποίηση του Μίμη Σουλιώτη. Χάρτης, τ. 6.

Παπαστάθη, Δ. (2014:81). Η ποίηση και η ποιητική της Κικής Δημουλά. Ανέκδοτη διδακτορική διατριβή. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Tyson, L. (2006:38). Critical theory today. Routledge, Taylor & Francis.

Χλωπτσιούδης, Δ. (2017). Θνητή αγωνία με όπλο την καρυωτακική ειρωνεία. τοβιβλίο.net (17/03/2017).

[1] βλ. 17, 20 21 23 24 25 55.

[2] βλ. 19 39 22-30.

[3] βλ. 29 46 47.

[4] βλ. 52-53 47-48 42 43.

[5] βλ. 11.

[6] βλ. 25 32 33 34 35.

[7] βλ. 42-43 36 37 38 58.

Δήμος Χλωπτσιούδης, MA Δημιουργικής Γραφής, κριτικός ποίησης | φιλόλογος