Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα. Στα χρόνια της εφηβείας μου, αλλά και αργότερα, όργωσα και αγάπησα τις αρμονικές γραμμές της Μεσσηνίας, το μέτρο και τη λιτότητα του τόπου. Έμαθα – μέσα από το νόημα του τόπου μου -, να βιώνω την περατότητα του φωτός, να αισθάνομαι μαζί με τον πατέρα τη σκιά των απόντων στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Μέσα από την αναζήτηση της Ιστορίας, τους ορατούς και αόρατους συμβολισμούς της σελήνης, τον ευφάνταστο τρόπο ζωής και γλώσσας, διάβαζα μαζί με τον παππού τον ουρανό. Μύριζα το γιασεμί με την αδερφή μου στον κήπο του σπιτιού. Άκουγα προσεκτικά τον ήχο του αγέρα, ήχους από πουλιά και νερά, τους ήχους της ομιλίας, την κραυγή της γιαγιάς και άλλοτε της μάνας για τον χαμένο αντάρτη, άκουγα τη γλώσσα. Τα μοιρολόγια, για παράδειγμα, και οι διασκεδάσεις σε πανηγύρια και γάμους με τραγούδια του τραπεζιού(τάβλας) λειτούργησαν ως genius loci: αποκάλυψαν τον τόπο μου. Όχι βέβαια μόνο ως μνήμη και μνημείο ή ως μια φαντασιακή αναβίωση του χώρου, αλλά και ως αντίληψη του κόσμου, ως στάση, αίσθημα και αίσθηση ζωής. Αυτή η γλώσσα θαρρώ πως μ´ έμαθε να ορώ και παρατηρώ τον τόπο με το ‘Τρίτο Μάτι’. Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο το αποκαλούσε ‘οπτική αντίληψη’. Προσπάθησα αυτήν την αντίληψη να αναπλάσω στην ποιητική μου. Από την άλλη προσπαθούσα πάντα να εντοπίσω πως κινούνται και τα τοπία του τόπου στο χρόνο. Πρόδηλα, όλη αυτή η διαδικασία υποδηλοί και μια πορεία να αισθανθώ, να γνωρίσω και αναγνωρίσω το πολύπτυχο της φύσης του τόπου. Να ακούσω τη φωνή του τόπου. Τις ανάσες του. Να βυθιστώ στην έμμονη απεραντοσύνη των χρωμάτων της ελιάς και της πέτρας που βγάζει η θάλασσα του Μεσσηνιακού κόλπου. Ρουφούσα το χρώμα του αποξηραμένου στον ήλιο σύκου. Τα φύλλα και τα βότανα του Ταϋγέτου, της Τριφυλίας και της Μάνης. Στις πέτουλες, καπνισμένες στα ξύλα της ελιάς με ελαιόλαδο και μυζήθρα από χοντρό θαλασσινό αλάτι. Ωστόσο, όλη αυτή η ολότητα του τόπου μου δεν με φυλάκισε. Αντίθετα, με δίδαξε πως ακριβώς να εντάξω τα τείχη-σύνορά του σε μια οικουμενική προοπτική αρμονίας. Ζώντας περίπου τέσσερις δεκαετίες εκτός Ελλάδας – βίος που ενδεχομένως παραπέμπει σε μια φυγόκεντρη περιπλάνηση – ο τόπος πλέον στη γραφή μου δεν αποκτά μια μόνιμη χωρική δομή αλλά μια υπερβατική σωματικότητα, στην οποία όμως ανανεώνονται, συνυπάρχουν και μεταλλάσσονται τόποι και τοπία. Συνυπάρχουν χωρικές γεωγραφικές τοποθεσίες και μετεγκαταστάσεις ιστορικού συναισθήματος. Ο Ανρί Μισώ το έκφρασε υπέροχα στο ποίημά του «Σας γράφω από έναν τόπο μακρινό». Μετά από πολλά χρόνια, καταλήγω πως η ενούσια ποιητική ζωή δεν ταυτίζεται με τον τόπο αλλά με τη γλώσσα του ποιητή. Ακριβώς όπως το προσεγγίζει ο Ελύτης: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Για τη δική μου αντίληψη και κρίση, η ποιητική γλώσσα και αισθητική είναι ενέργεια. Η ποιητική γλώσσα μεταφέρει ενέργεια από τόπο σε τόπο. Από αυτή την άποψη, μετουσιώνεται σε κοινωνούμενη εμπειρία . Άλλωστε, η μορφή της ποιητικής γλώσσας – με την έννοια που αποδίδει ο Σολωμός- κοινωνεί αισθητικά αυτά που βιώνει και αισθάνεται οπουδήποτε ο ποιητής. Γιατί η γλώσσα μιλά την ψυχή του τόπου, του κάθε τόπου που μπορεί να μιλήσει.
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα ( ή την Κύπρο) μέσα στον κόσμο σήμερα.
«…Τόσα χρόνια μιλάμε με τα οστά των προγόνων κι ακόμα δεν μάθαμε ιστορία λησμονήσαμε την πατρίδα στα ταξίδια μας γι’ άλλους γαλαξίες Μας σάπισε η νύχτα το ματωμένο φως του φεγγαριού πλημμύρισε τα κόκαλα έσβησε τα μάτια της πόλης…» ( « Η Ομιλία της Νύχτας»: Gutenberg, 2017)
Είναι αναγκαίο να αναστοχαστούμε πως ακριβώς οραματιζόμαστε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό σε μια εποχή εκκόλαψης θεωριών και κινημάτων μετανθρωπισμού. Όσο κυριαρχεί ο εθισμός στον ψηφιακό και κβαντικό δεσποτισμό, ως το απόλυτο κοινωνικο-τεχνικό εργαλείο για κατά βούλησιν αποσύνθεση και επανασύνθεση του κοινωνικού σώματος, τόσο πιο επιτακτικά αναγκαίος γίνεται ο αναστοχασμός για τα αμφιλεγόμενα προτάγματα του 21ου αιώνα. Εν ολίγοις, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες απέναντι σε οτιδήποτε εκπέμπει έναν ιδιαίτερο τύπο καταστροφικής κοινωνικοποίησης και ψευδούς ή παρασιτικής πολιτισμικής συνείδησης. Σε μια περίοδο κοινωνικής κατάρρευσης, είναι εύλογο να θέλουμε να επανεξετάσουμε και να επανερμηνεύσουμε ζητήματα, δυνατότητες και προβλήματα. Το ιστορικά αντίστοιχο – mutatis mutandis – είχε στον 19ο αιώνα επιχειρήσει ο Σολωμός, όταν δικαίως εναντιώθηκε στις γλωσσικές θέσεις του Κοραή και των αρχαϊστών, υπερασπιζόμενος την αξία της ομιλούμενης γλώσσας. Αρκεί, βέβαια, να μην επαναληφθεί αυτό που έχω θεωρητικά αναπτύξει στις «Ιερές Πλάνες»(εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004): ήτοι το τραυματικό υπόδειγμα του 20ου αιώνα, όταν η ελληνική πολιτισμική παραγωγή – έχοντας αμυντική στάση απέναντι στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες -, παρέμεινε δέσμια μιας «εθνοποιητικής» λειτουργίας, ως απόρροια μιας στατικής ερμηνείας και σχέσης με την παράδοση. Ενδεικτικά, στη συλλογή μου « Η Ομιλία της Νύχτας» (Gutenberg, 2017) κλίνω με τους στίχους: «…Κοιμήσου Σοφία αύριο πρωί να ‘χεις τη δύναμη να κομματιάσεις με την αγέρωχη ταχύτητα της άνοιξης τα θλιβερά χειρόγραφα του γερασμένου δάσους». Εν πάση περιπτώσει , οφείλουμε να αναστοχαστούμε και να διαμορφώσουμε, με όρους ριζοσπαστικού εκσυγχρονισμού της παράδοσης και διαλεκτικής αρμονίας, ένα αξιακό πρόταγμα για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό του 21ου.
«…Σ’ ένα κομμάτι κόκκινο σεντόνι το σύμπαν κρύβει το χώρο πυρπολεί το χρόνο μας και ό,τι άγγιξες στη Μόρφου στην Κερύνεια στην Αμμόχωστο δεν γίνεται πάλι πορτοκάλι ούτε λεμονιά Να τη σέβεσαι την πόλη («να τη σέβεσαι τη νύχτα») τον έγκλειστο πόθο του πρόσφυγα…»