Ο τόπος των ποιητών είναι πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πως επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;
Ναι, δεν θα μπορούσε να γράψει κανείς παρά αρχίζοντας από τα υλικά του τόπου του – τη γλώσσα, τη φύση, την ιστορία, τη γεωγραφία των ανθρώπων, μέσα από την πάντα ενεργή κοίτη των βιωμάτων. Κατά κάποιον τρόπο, τον φέρει εσαεί στη ράχη του σαν… καμπούρα, ένας ακροβατών… Κουασιμόδος, ένας λίγο «στραβοκάνης της μοίρας». Αυτός ο δεσμός με τον τόπο και την ιστορία είναι και παραμένει ενδιάθετος, ακόμη κι αν κάποιες φορές, ηθελημένα ή αθέλητα, τεντώνει μέχρι το όριο να σπάσει. Ενδεχομένως, δε, οι καλύτερες στιγμές της καλλιτεχνικής και ποιητικής δημιουργίας, είναι όταν συμβαίνει αυτός να μένει αόρατος, αλλά αυτό αφορά την ικανότητα του καθενός.
Βέβαια, στην προσωπική μου πορεία, η αναφορά στον τόπο χαρακτηρίστηκε από μια ιδιόμορφη σχέση εγγύτητας-απομάκρυνσης, με επίκεντρο πάντοτε την απόσταση. Για να διασαφηνίσω τα πράγματα: Για πολλά χρόνια, κατοικούσα στη Λευκωσία σ’ ένα σπίτι επί της πράσινης γραμμής, παρά τη νεκρή ζώνη, πίσω από το Λήδρα Πάλας. Όλην αυτή την περίοδο, δεν μπόρεσα να γράψω ούτε… λέξη για τον τόπο και την τραγωδία του, τη συνεχιζόμενη κατοχή, την ερείπωση του χρόνου και της ζωής μας. Ίσως, γιατί η ιστορία, με την αμείλικτη αμεσότητά της, περασμένη μέσα από εκείνη την οδυνηρή απτότητα του ορατού, το ανεξίτηλο χάραγμα της σάρκας, βάραινε πάνω μου με τέτοια δύναμη, που δεν μπορούσα να την «διυλίσω» ή να τη «μετασχηματίσω» λεκτικά.
Αντίθετα, σε μιαν άλλη μακρά περίοδο της ζωής μου, όπου έζησα για αρκετά χρόνια στην Ελλάδα (αρχικά Αθήνα, μετά Θεσσαλονίκη), ο τόπος, ως ένα ακρωτηριασμένο – τραυματισμένο κομμάτι της προσωπικής μου ιστορίας, ήταν σχεδόν μονίμως παρών στη γραφή μου, δεν μπορούσα να «ξεφύγω», σαν να βρισκόμουν σε μια σχεδόν αισθητηριακή αγκίστρωση σε μιαν απουσία.
Εν προκειμένω, ισχύει, προφανώς, η ρήση του Φουκώ: «Τελικά, η μόνη πραγματική πατρίδα, το μόνο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να βαδίσει κανείς, το μόνο σπίτι όπου μπορεί κανείς να σταθεί και να καταφύγει, είναι η “γλώσσα”, εκείνη που έμαθε από τα παιδικά του χρόνια. Για μένα, το ζήτημα λοιπόν είναι να ξαναδώσω πνοή σ’ εκείνη τη “γλώσσα”, να χτίσω για τον εαυτό μου ένα είδος οικίσκου της γλώσσας που θα ήμουν εγώ κύριός του και θα γνώριζα τις γωνιές του εν παραβύστω. Πιστεύω ότι αυτό μου έδωσε την επιθυμία να γράψω».
Σκέψεις και στίχοι σας για την Κύπρο μέσα στον κόσμο σήμερα
Οι σκέψεις για την Κύπρο σήμερα στον κόσμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις σκέψεις για την Κύπρο τούς χτες και τις σκέψεις για την Κύπρο τού αύριο, αναμειγμένες μ’ ένα σωρό συναισθήματα. Το παρελθόν ως τραύμα, το παρόν ως πρόβλημα, το μέλλον ως ανησυχία… Αλλά, θέλω εδώ να πω δυο λόγια για τη μνήμη…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα, πριν από την κατοχή και τη διαίρεση ολόκληρης της Κύπρου, σε μια διαιρεμένη Λευκωσία. Δεν είχα τη μνήμη της απώλειας, είχα όμως την εμπειρία της αποστέρησης, εξίσου βίαιη και ξεθεμελιωτική. Μπροστά στο συρματόπλεγμα με καταλάμβανε, και με καταλαμβάνει ακόμα, ένα αίσθημα υπαρκτικής ματαίωσης και ακύρωσης, ένα είδος πραξεακής παραλυσίας. Αυτό από το οποίο είμαστε αποκομμένοι δεν είναι μόνον ο χώρος, αλλά και ο χρόνος. Στην πραγματικότητα, είμαστε εκτοπισμένοι του χρόνου, στερημένοι τη δυνατότητα «να είμαστε», πέραν από το εδώ και τώρα. Και εκεί ο χρόνος κυλά, αλλά όχι για σένα. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, βλέποντας κάποτε την πράσινη γραμμή, τη γραμμή της κατοχής, έκανε λόγο για το μυστήριο της γεωγραφίας. Τη δυνατότητα, όπως εξήγησε, να πας οπουδήποτε στον κόσμο, ακόμη και στα πιο μακρινά μέρη, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στον Καναδά, αλλά να μην μπορείς να πας δυο βήματα απέναντι στο σπίτι σου, στη γη σου. Αυτό σημαίνει ακριβώς την αποστέρηση του χρόνου.
Απέναντι σ’ αυτήν τη βία και την αποστέρηση, μοναδικό όπλο δεν μπορούσε παρά να είναι η μνήμη, όχι σαν μια ψυχαναγκαστική αγκίστρωση στο παρελθόν, αλλά με το νόημα, πρωτίστως, μιας εμμονής στο είναι, μιας εμμονής στο είναι σου, κι εδώ υπάρχει αρκετός επαναστατικός και πολύ χαρούμενος Σπινόζα. Αν σήμερα το «δεν ξεχνώ» – αυτό που λέγαμε κάποτε ως σύνθημα αγώνα -πτώχευσε, αυτό οφείλεται κυρίως σ’ εκείνους που χειραγώγησαν την ιστορική μνήμη, για να φτάσουν σήμερα στην αποστασία της. Ο αγώνας αυτός έχει ακριβώς την πιο πάνω έννοια: την εμμονή στο είναι και στο αναφαίρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα να είσαι. Έχει βεβαίως να κάμει και με το ποιες λέξεις χρησιμοποιείς για να προσδιορίσεις τα πράγματα… Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, κατά τον Κούντερα…
Υποστηρίζουν κάποιοι ότι «το ‘δεν ξεχνώ’ απέτυχε –δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που δεν ξέρεις»… Μα το θέμα είναι ότι έχουν ξεχάσει εκείνοι που ξέρουν. Εκείνοι που απεμπόλησαν το ‘δεν ξεχνώ’, είναι αυτοί ακριβώς που μπόρεσαν να ξεχάσουν, ενώ ξέρουν. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που θυμούνται ‘δίχως τη μνήμη’, όπως λέει ο Καρούζος, κι ας βρίσκουν ‘άδειο το νερό πίσω από τα κυλίσματα’… Όταν σου λέει ένα 16χρονο παιδί, δεν πάω στα κατεχόμενα, γιατί δεν θέλω να δω τον τόπο μου σκλαβωμένο, ξέρει και παραξέρει: Έχει πλήρη συνείδηση της ιστορίας και ξέρει ότι μέσα σ’ αυτήν μοιράζονται τόσο η σκλαβιά, όσο και η ελευθερία…
Η ιστορία δεν εξαντλείται στο βίωμα μιας γενιάς, η έκλειψη της οποίας θα σηματοδοτούσε ένα οριστικό τέλος. Αυτοί οι δεκαεξάχρονοι, αλλά και οι σημερινοί 25χρονοι και 30χρονοι, οι οποίοι υποτίθεται… δεν έχουν μνήμες, έχουν διαμορφώσει ήδη μια συγκροτημένη στάση για τα πράγματα, βαθιά συνειδητή και συνειδητοποιημένη, η οποία, προφανώς, δεν είναι… ανέκφραστη. Άρα λοιπόν δεν μπορείς να αντικρίζεις την ιστορία με βάση τη διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνους που έζησαν ένα ιστορικό γεγονός και σ’ εκείνους που δεν το έζησαν, και μάλιστα να επιχειρείς να θεμελιώσεις πάνω σ’ αυτήν μια… ιστορική πολιτική για το μέλλον. Όσο ρόλο διαδραματίζει η βιωμένη μνήμη στην ιστορία, άλλο τόσο διαδραματίζει και η αβίωτη μνήμη. Εξάλλου, ο ιστορικός ορίζοντας δεν συντίθεται μόνον από τα βιώματα και τις μνήμες, αλλά και από την αποβλεπτικότητα των ενεργειών, και όχι μόνο. Και αυτός που λένε ότι δεν έχει μνήμη, είναι κάποιος που του έχουν στερήσει τη μνήμη ως μέλλον αλλά και το μέλλον ως μνήμη. Η υπέροχη «Νύφη του Ιούλη» του Παναγιώτη Νικολαΐδη είναι η καλύτερη απάντηση σε όλα αυτά… Ο Παναγιώτης είναι, ακριβώς, κάποιος που θυμήθηκε – που θυμάται – χωρίς τη μνήμη… Θυμήθηκε, όσα δεν έζησε, γι’ αυτό «βρήκε άδειο το νερό πίσω από τα κυλίσματα». Αλλά, οι άλλοι; Που έζησαν; Γιατί θέλουν να περάσουν «ένα σκοινί στον λαιμό της θύελλας»; Γι’ αυτό, άραγε, εδώ και πολύν καιρό, μια αιδήμων σιωπή αναθρώσκει στα ερείπια της διαπομπευμένης μνήμης και κοκορεύεται για οτιδήποτε άλλο;
Κι ένα ποίημα (ανέκδοτο, δημοσιευμένο πριν από χρόνια στην Ευθύνη)
Πατρίδα
Δεν είναι των αργυραμοιβών
αποφάσεις και σχέδια
αυτό που σε κρατά
Ούτε που παίρνεις ψωμί από την τύψη
για να χορτάσεις την εκδίκηση
ή που γίνεσαι λιγότερο ανέστια
με μιαν εκ παραδρομής ευσπλαχνία
Είναι ο αγέρωχος ήλιος
όταν πέφτει το σκοτάδι αργά
κι η εικόνα του μέσα
στα σπλάχνα σου λάμπει
Οι ψίθυροι της ταπείνωσης
όσων στάθηκαν αντίκρυ στην ομορφιά
βάζοντας όλη την αγάπη στο αίμα
Η ζείδωρη ρέμβη στο παράθυρο, πρωί,
πάνω από τις ροδακινιές
Η ευωδιά του εσταυρωμένου υάκινθου
στον καιάδα της ερημίας
Οι αχλαδιές την άνοιξη
σαν ομοιώματα μελλοντικών
αναστημένων