Όνειρο 5 (contre-jour)
Σου γράφω σε επιστολικό χαρτί τουάλ λευκό, μεγέθους Α4. Σου γράφω έχοντας κόντρα τον ήλιο. Αν το χαρτί πιάσει φωτιά μην το αποδώσεις στις λεξούλες αλλά στο φυσικό φαινόμενο – νομίζω λέγεται σύγκλιση δέσμης του φωτός ή κάτι τέτοιο. Θα είμαι σύντομη πολύ. Άλλωστε η ζωή είναι πολύ μικρή για τις μεγάλες αφηγήσεις και τα εκτενή μυθιστορήματα. Αυτό που πρέπει να θυμάσαι απλώς είναι το contre-jour …μόνον αυτό. Ίσως έτσι να καταλάβεις. Τι είναι να οδηγείς σε δρόμους άγνωστους με ήλιο απέναντι, το μεσημέρι, ή να΄σαι τερματοφύλακας στη Racing Αλγερίας με ήλιο κόντρα σε φάουλ επικίνδυνο της αντιπάλου ομάδας. Και τι να ζωγραφίζεις ήλιους κόκκινους σε μπλοκ ιχνογραφίας. Έχει μια κάποια διαφορά. Δε σε κατηγορώ. Ο καθείς και τα όπλα του. Εσύ έχεις μια φωτοσύνθεση ζωγραφιστή.
Και εγώ κόντρα τον ήλιο.
Όνειρο 35
Απόλυτα πιστή στην κυριολεξία, δανείζομαι μια παρομοίωση –ή είναι μεταφορά; – από τη φίλη μου Κλειώ. Είσαι λοιπόν η Μαύρη θάλασσα. Υφάλμυρο σώμα, σκοτεινό, που επιπλέεις πάνω μου. Λαμπρύνεσαι από ποταμούς πολύπειρους, πόλεις παλαιϊκές, παράκτιες και φρέατα μεταλλικών νερών. Δεν ανασαίνεις. Δεν έχεις οξυγόνο. Φημολογείται πως στο βάθος σου –το απύθμενό σου βάθος– έχεις πολλούς νεκρούς, νεκρούς σαν ζωντανούς, όμορφους σαν δοξασμένο παρελθόν, ακέραιους σαν minima moralia (μαθαίνει εύκολα κανείς). Είσαι και λίμνη όμως. Αυτόνομη απ’το ωκεάνιο σύστημα κι ας ανταλλάσσουμε νερά αιώνες τώρα. Βλέπεις κι εγώ είμαι θάλασσα. Έχω κι εγώ νεκρούς. Αλλά είμαι λευκή κι αλατισμένη. Νόστιμη και ζεστή. Εκτίθεμαι στα ρεύματα, στα κύματα και στους ανέμους, μετατοπίζοντας αμμώδη αποθέματα μιας κάποιας λύπης. Ρέοντας ασταμάτητα. Στο όνειρο αυτό.
Όνειρο 36 (Ανακαλύψεις)
Πλέω στις νότιες θάλασσες φορώντας το ναυτικό κασκέτο του παππού μου που δεν γνώρισα. Σιέρρα Λεόνε και Μονρόβια, Λουάντα και πορτ Ελίζαμπεθ. Τον ύπνο μου τον διασχίζουν οι αρμάδες του Αλβαρέζ Καμπράλ και του Βαλθολομαίου Ντιάζ. Με παρασύρουν άνεμοι στη Βραζιλία όπου καπνίζω χόρτο καλαματιανό και τοσκανέλο τζιάλο. Τα άστρα με επαναφέρουν στις ακτές της Αφρικής και όποτε πιάνουμε στεριά, με λιώνει ο πόθος μου για σένα. Ο ήλιος μού καίει το κορμί και εκεί στον κόλπο της Αλγκόα αναφλέγομαι. Γίνομαι φάρος φλογερός, φάρος αλατισμένος και καρφώνομαι στο πληγωμένο μάτι του ορίζοντα. Μπερδεύονται οι αισθήσεις μου. Σε βλέπω με τα χέρια, σε γεύομαι με τα μυωπικά μου μάτια. Ακούω τα λόγια σου υψώνοντας τη μύτη μου υγρή στον άνεμο, μυρίζοντας τις συλλαβές και τις εκκρίσεις σου.
Και ξαφνικά θέλω να βγω απ’ το όνειρο αυτό. Πολλά μαζεύτηκαν και έχασε τη δομή του. Δεν έχει συνοχή ούτε συνεκτικότητα. Άσε που τα αφρικανικά παράδοξα αυξάνονται επικίνδυναˑ τώρα είμαι ο μάγος της φυλής, πίνω κρασί πινό νουάρ, χορεύω τσάρλεστον και μπάλο ικαριώτικο.
Χρειάζομαι μια θύελλα, μια καταιγίδα κόκκινη να τα διαλύσει όλα. Κι όλα να ξεβραστούν στην άμμο, πηδάλια, άγιες γραφές, ο Μόμπι Ντικ, εσώρουχα μεταξωτά και επιδέξιοι κώλοι, “μεγάλη πόρτα θα διαβείς”, παλιές φωτογραφίες. Τίποτα να μη μείνει. Μονάχα ξέφτια απ’ την αγάπη μου και τ’ όνειρο αυτό, να’χει παιχνίδι ο άνεμος, το κύμα.
Τα καβουράκια του γιαλού να μην ξαναδακρύσουν.
Colette (1873-1954)