FOR I SHALL NOT FALL
Γιος του Ξούθου και της Κρέουσας
και κοινό τους καμάρι.
(στη Δ.)
Ήταν παράξενο που έριχνε τόσο χιόνι
τόσο λευκό τόσο πολύ τόσο αθόρυβο κι έπεφτε
όπως άλλος πλένει βεράντες
έπεφτε έπεφτε σαν τις κουρασμένες κλειδώσεις
στρωνόταν μεταλλικό και σφάδαζε πάνω στ’ αμάξια
και τα ’τρωγε σαν τον πίνακα με τα τρίγωνα το σφουγγάρι
ή τον Ιωνά τη ρέγγα σε μια βέργα στην πυρά
να λυγίζει πάνω απ’ τις απείθαρχες γλώσσες
ή την πείνα του οδοιπόρου που αλιεύει
σπαράγγια απ’ τη σούπα
ενώ ο άλλος εγείρει σποραδικές προπόσεις σε απόντες
μιλώντας με το κρασί και τις κουρτίνες του φεγγίτη
για μια Βιέννη μετά τ’ ολολύζον απύθμενο Κάιρο.
Ήταν παράξενο νύχτωνε βιαστικά σαν ληστεία
έπτεφτε νυκτώδης κι αγέρωχη υψιπέτεια
κι άσπριζε ολοένα την αλάνα και τη νύχτωνε κατεβάζοντας
όσο οι γείτονες κάπνιζαν στα περβάζια λυγμούς
και κάποιοι που δεν θρηνούσαν τόσο τα χρόνια
όσο τις απλίκες και τα κάρα
μάζευαν πλοκάμια τις μπουγάδες.
Ναι όλα όλα θα τελειώσουν είναι γνωστό ειπώθηκε και πεθάναν
όλοι μα όλοι οι αστέρες κι οι βλοσυροί σε καλούν να πρόσεχεις
το προωθούσαν χρόνια στο χαρτί το βγάζαν στα κανάλια
και τώρα δεν αντέχεται
αλλά χτες ήταν αλλιώς λένε οι γείτονες να εδώ το βλέπεις
που ’ναι καμμένο; Το ξέραμε όλοι γνωστά αυτά
και παλιές οι ζάρες τους
κανείς δεν κοιμόταν το ξέραμε βάζαμε τα χέρια στους κροτάφους
και αχ αχ μανούλα μου το ξέραν όλοι
και δώσ’ του να πέφτει μαλακά το αθόρυβο
και να σβήνει τρομαγμένους στον δρόμο.
Από πού ήρθαν όλοι όσοι νίβονται; Προς τι τόσο ασήμι στα κάδρα;
Πού είναι μια μεγάλη μεγάλη κολόνα να κρυφτώ;
Αδύνατο λέγαν έχεις ρούχα θα φαίνεσαι
πέφτουν κρότοι τέλειωσε δέξου τη στάχτη.
Οι Ρώσοι μπαίναν λόχοι λόχοι σαν μεγάλα
μυρμήγκια στη Μόσχα
οι Γερμανοί πλησιάζαν με τις μπουκωμένες
μπατζάκια γαλότσες τον Ρήνο
ο Δούναβης άναβε και καιγόταν
σαν αρχαίος νεκρός μια καλύβα με ξύλα
ένα κιόσκι σοκολάτες που πήρε φωτιά
και ξανοίγεται στον Αχέροντα
οι Κινέζοι μα τι κάνουν οι Κινέζοι τόση τέχνη
άρματα καμτσίκια κράνη στους τάφους
παρατημένα στο τείχος που φτιάχτηκε
να μην μπουν οι θεοί κι οι Μογγόλοι
κι ο Πρίαμος αχ Πρίαμε στις παρυφές της δόξας σου
τώρα ξέρεις τα ξύλινα σκήπτρα
το καραβόπανο της ζωής
δεν σε σώζουν τάφροι ποδόλουτρα και μαντεία
θα πέσεις σαν το μήλο από ψηλά
τώρα που πέφτουν κεφάλια απ’ τους ώμους
θα πέσει κι η ένδοξη Τροία
τα παιδιά σου αγρίμια σαν τρίκυκλα
στις άνυδρες στέπες της πίσσας
σαν το πρώτο ποδήλατο με τις πλαϊνές ρόδες
που ’κανε περήφανο τους γονείς μου
κι όσους παραπλάνησαν πως ψηλώνω
και δώσ’ του ταχύτητες με τον λεβιέ να παραβγαίνω
όποιον ήθελε κι όποιον δεν φοβόταν να πεθάνει
κάτω απ’ τα συνθήματα του άγραφου τοίχου
που το ’ριχνα και το ξελαχάνιαζα
να τινάξω τα χέρια ψηλά στον αέρα να ξέρουν πως υπήρξα
πως διέτρεξα μια Αρκαδία από ασβέστη
με δυο ρόδες μόνο χωρίς να στηρίζει κανείς
και χωρίς να πέφτω.