Scroll Top

Χρήστος Κατρούτσος – Τρία ποιήματα

Χαμένο στυλό

Είχε ξημερώσει με τη λάμπα για ήλιο
Όπως και τώρα, όπως και σαράντα χρόνια
Ντύθηκε την υπομονή και ξεκίνησε
Πριν η πλατεία αγριέψει σαν ξυπνήσει η Ομόνοια
Να δει στο Μέτσοβο καρδιογράφημα τριγύρω.

Είχαν πάρει σύννεφο απ’ τα βουνά τα μάτια του
Και πριν αγόρασε έν’ άγρυπνο στυλό ακόμη,
Ξύλινο και τίμιο.
Τον έχασε,
Βαριά τα σκαλοπάτια σαν δεν ανεβαίνεις ύπνο,
Να πιεις την ηρεμία στην πλατεία
Και το ποτήρι με τους στυλογράφους
Θα ‘ταν μισοάδειο.

Κοπέλα για κείνον
Που ποτέ της δεν έπιασε στυλό
Ξανάκαμε τη διαδρομή
Σηκώνοντας τα σκαλοπάτια σαν σελίδες,
Σε κείνες που βρίσκεται το όντως
Και δεν υπάρχει λέξη.
Η κοπέλα που ποτέ της δεν έπιασε στυλό
Με το σχιστό στα μάτια μεσημέρι
Τον βρήκε πριν μελανιάσει στην απώλεια.

* * *
Τι να την κάνω τη θάλασσα

Τι να την κάνω τη θάλασσα όταν
Στον Μάη ξεκινά
Και στον Ιούνη γίνεται στεριά
Καθώς λευκό ταβάνι αντικρίζεις ύπτια
Προφέροντας σιωπή σ’ αυτήν τη συννεφιά
Με τόση ευγλωττία που κάθε της φωνήεν να γυαλίζει
δυστυχώςΑπ’ το ρυτιδιασμένο μάτι μιας κουφής πόρτας
Τριάντα έτη του Μπετόβεν, βλέπω τη θάλασσα
Με τόσο κίτρινο και κόκκινο Σεπτέμβρη πια
Με τόσο αίμα καθώς
Το κάθε μου κολύμπι σφάζονταν Ιούνη μήνα
Ακούσια από τον Αίαντα.

Έσυρα στεγνά του σμίξιμου κορμιά
Στη θάλασσα που θά ‘βρει σκαπανεύς του μέλλοντος
Αυτήν που γράψανε στην άμμο της από σελήνη
Πως όποιο δάκρυ τη σχημάτισε
Πουλήθηκε με χαμηλή τιμή σε μαύρο σύννεφο.

* * *Στάσιμη αναχώρηση

Από τη μια του τσέπη πέφτει παντελόνι
Με τρέξιμο που έκανε στην αποβάθρα
Κοπέλα για εκείνον
Σαν ήταν επιβιβασμένος για τα σύνορα.
Από την άλλη τσέπη
Μαζεύει δεντρολίβανο που άρπαξαν τα ρούχα του
Σαν έτρεχαν στα άλση,
Μαζί με ψίχουλα από παράδοξα του Ζήνωνος,
Πολύτιμη τροφή πριν κάθε τους αποχαιρετισμό,
Και τα ‘ριξε στον δίχως βούληση συρμό.
Φυσώντας από τα μάτια της καπνό
Μονάχα αυτός στην ώρα του θ’ αναχωρούσε
Ασθμαίνοντας σαν τον πλησίασαν τα βλέφαρά της.

Φωτογραφία post cover: © Χρήστος Κατρούτσος