Scroll Top

Χρήστος Κατρούτσος – Δύο ποιήματα

Το Χτένισμα

Δεν λογαριάζει της ψυχής πανιά
Είχε δικό της ρεύμα
Η προσταγή του μην κοπάσει
Η πλώρη του ακονισμένη για τα κύματα
Και πρύμνη βερνικωμένη με το αίμα τους
Για τη βεβαίωση
Πώς όποιο κύμα στον Αχέροντα καθεύδει

Μήτε στον άνεμο πιστεύει
Μα βλέπετε κι ακούτε κάτι να φυσά;
Πώς να φυσήξει μιαν ιδέα όταν
Ασκείτε νηνεμία
Όταν υβρίζετε τον Αίολο του καθενός,
Όταν σκορπάτε τον πηλό του
Τον φθόνο χτίζοντας με σκεύη
Από σπασμένα πρόσωπα.

Με βιάση να λυθεί το αίνιγμα της σάρκας,
Να χαλαστεί ως περιβόλι γείτονα,
Με το φθινόπωρο παντού,
Με το πορτοκαλί
Σε κόκκινο να γέρνει
Και ύστερα σε χρώμα σαπισμένο.

Μα το κακό δεν ήτανε αυτό για κείνον
Ήταν πως στους καιρούς μας
Μιαν ακάλεστη ριπή ανέμου
Του ανακάτωσε το χτένισμα.

*

Στράτα

Στον ίσιο δρόμο με την αλαλησιά
δακτύλων σαν κόβουν ένοχα
τα πριν κι ορίζουν τα ερχόμενα,
τραβούσαμε ανάπηρα τα γράμματα στην ομιλία,
μας άξιζε μια τέτοια στράτα;

Δεν είδαμε το φλογισμένο βάθος των νυχιών
σαν γύριζαν σελίδα ορφανή από βιβλίο
με την αχάραγη απολογία που χρωστούμε
απέναντι σε άνθος.

Εδώ, στον ίσιο δρόμο,
κομμένες γάμπες Φειδιππίδη
κομμένα νύχια σ’ αγωνία
κι άλλα που βαφήκαν με την πρεσβυωπία
του Αγγίζειν, του Οράν
σαν αίνιγμα βιάζουν οι καιροί.

Φωνήεντα θα κόβουν
στη στράτα που ‘χει το λαχάνιασμά της
μα και τα σπάργανα στον τόπο που τη δέχτηκε,
Τις έλικες μιας φτέρης, του ορέω και το κάλλος του,
αιολικά το δίχως γήρας όρημι
στο κάλλος π’ ωριμάσαμε
και επικά αγγίξαμε ορόω.

Η γλώσσα που θα μας περιγράφει
δεν γράφηκε ακόμη
δεν θα γραφεί.
Όσοι της περισσεύουν τους κρατά απέξω
κι όσοι τη μιλούν βαραίνει το κεφάλι τόσο
που το κλωτσούν στα βήματά τους.

Ο πόθος μας ζυμάρι απαλό
και ψίχουλο κατοπινά
να τον τιμά σπουργίτι,
κι έστω κι από το ράμφος του
να μπούμε δούρεια πουλιά στο πέρα
να μπούμε αποστηθίζοντας γαλάζιο
μες στην απώλεια τ’ ουρανού,
διαβάζοντας γαλάζιο,
γαλάζιο,
γαλάζιο,
Αποφοιτήσαντες ως κύματα
άλλοι για πλώρη στα ερχόμενα,
άλλοι στην πρύμνη έρωτα γινόμενοι,
ν’ αναμετρηθούμε στο ζόφο του πρανούς
στο βράχο
και στο γυμνό του στήθους έναστρα να αλητεύουμε
μιλώντας με τα ψυχανθή, μασώντας σιωπή,

Έτοιμοι να παραδοθούμε στον έρωτα,
στον θάνατο,
στα δυο αινίγματα που τη ζωή μακραίνουν.

Φωτογραφία: Χρήστος Κατρούτσος 

 Φωτογραφία: Χρήστος Κατρούτσος