Scroll Top

Ευάγγελος Βαλσαμίδης | Ποιήματα

ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΑ

Σκέψη αβαρής στην αόριστη έννοια του χρόνου
και άτοπη όπως ο αέρας και η θάλασσα
το φως και το σκοτάδι χωρίς εμβαδό
του τόπου μόνο η φύση επιτρέπει να ορισθεί
από της πέντε αισθήσεις.
Να μην μένει απ’ έξω όμως και η άγνοια
που παίρνει διαστάσεις του μερικώς του συν, του πλην
χλευαστικά απ’ τους κατέχοντες αυθεντικά την πλήρη γνώση.
Το να ακούμε ο ένας τον άλλον με έντονη την προσοχή
δυστυχώς κουφαθήκαμε
και μόνο η διαφωνία να αναπνέει ακούγεται
έτσι που τεκμηριωμένη εκκωφαντικά
στης σιγής της το ανακόλουθο
προσχηματικά κι ανάστροφα
κάνει να καταρρέουν οι σχετικές μας πεποιθήσεις
καθώς υπνοβατούμε συνειδητά στα αβαθή
και μορφάζουμε συνειδητοποιώντας
ότι του κάτω κόσμου ο οισοφάγος
καταπίνει ακόμη και το αχώνευτο.
Μόνος κυρίαρχος στη ζωή μας
να είναι ο αέρας που αναπνέουμε
Κανένα υπόλοιπο απουσίας δεν θα γίνει αντιληπτό
γιατί είναι ολοκληρωμένη η παρουσία της, όπως πάντα.
ας με αφήσει κληρονόμο της δικής του ανυπαρξίας
και να μου επιτρέψει να μαζέψω
την τελευταία φολίδα από τη στάχτη του
τότε όλοι θα ξέρουν και θα λένε πως δεν πέθανα
κι εγώ θα κράζω κι ας μην ακούνε.

ΜΗΝ ΤΟΝ ΟΙΚΤΙΡΕΤΕ

Νόμιζε ότι είχε σύμμαχό του την έλλειψη βαρύτητας
που τον ανέβαζε σαν έχανε το έδαφος
σε κάθε του επαφή κάτω απ’ τα πόδια.
Χανότανε σε ρεμβασμούς
πετώντας πάνω από τα νέφη
με ελαφράδα ακατανόητη.
Τον είδανε να υψιπετεί
με χαλαρότητα ανακλαδισμένο σε παγκάκι
ωσάν πουλί δίχως φτερά και ράμφος.
Ο άνεμος τον πήρε και τον σήκωσε
κονιορτοποιημένο να ίπταται σαν σκόνη
λαμπερή από χαραμάδα μέσα σε σκοτάδι.
Είχε κατανικήσει κάθε δολερή βαρύτητα
που δεν την ένιωθε να τον τραβάει σαν Χάροντας σε τάφο.
Ωσάν μπαλόνι φουσκωμένο με ήλιον
διαγράφοντας τροχιά φλεγόμενη σε κύκλου ακτίνα
ώσπου φωτεινός κι απόλυτα άηχος σαν διάττοντας
προσγειώθηκε στη γη με γδούπο.
Μην τον οικτίρετε έκανε ό,τι μπορούσε να ξεφύγει
από το βάρος του σαν ροδοπέταλο
για να μην το λερώσει της ιστορίας κάποια φάρσα.

ΑΦΗΣΑΜΕ Ν’ ΑΤΡΟΦΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ

Ο λόγος που γεννηθήκαν τα πουλιά
είναι οι τύψεις που αφήσαμε
ν’ ατροφήσουν τα φτερά μας
τον χρόνο τον ιστορημένο
που μας ξέφυγε
σ’ ορίζοντα άλλο
λίγο πιο εδώ απ’ την αρχή
και λίγο πιο εκεί από το τέλος.

ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΚΑΠΟΤΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ

Θα έρθει κάποτε ο καιρός
να μας καλέσει ν’ απολογηθούμε ο χρόνος
για όσα αφήσαμε σε χασμωδία να διαρρεύσουν
ζώντας σαν σε μια παρωχημένη παρομοίωση
σαν απελεύθεροι που δεν γνωρίσανε ποτέ τους πριν ελευθερία.
Απόντες απ’ το δέρμα μας που κι αν άλλαζε κάπου κάπου
το ίδιο έμενε σαν να ’ταν στάσιμος ο χρόνος
και να πρέπει πίσω απ’ τα ψεγάδια του να ψάξεις
τα σπαράγματα και τις λοξές ματιές από τα βλέμματα
ή καν και τους ιριδισμούς απ’ τα θολά τους δάκρια να ξεκρίνουν
και το πόση απελπισία χρειάστηκε εκείνη η μαγιά
να δέσει τ’ ανιστόρητο σκοτάδι.
Θα έρθει κάποτε για τον καθένα ο καιρός
που δεν θα μπορέσει να ψηλαφίσει
παραπάνω από πεντ’ έξι ενθυμήματα
σαν στα ενδιάμεσα να είχε ξεχάσει να υπάρξει
να μην έζησε και πως να εξιλεωθούν αυτά που έφυγαν
σαν ποτέ τους να μην έδρασαν να μην υπήρξαν.
Θα έρθει κάποτε για τον καθένα ο καιρός
που θα τον αναπλεύσουμε ενάντια στο ρεύμα δίχως μνήμη.

ΕΣΣΕΤ’ ΗΜΑΡ

Θα έρθει μέρα που η πραγματικότητα
θα ξεφύγει από τη θέση της
θα καταρρεύσει διαφορετικά
στου καθενός τα μάτια σαν μετέωρο
δίχως κρότο και εκκωφαντικό βουητό
σαν θρήνος πνιγμένος σ’ ένα δάκρυ.
Δεν θα θρηνήσουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο
άλλος θα βλέπει τη δική του
κι άλλος του άλλου, ό,τι καταρρέει
άλλ’ αντ’ άλλων θα προκύπτει το ζητούμενο
που θα ’χει υποχωρήσει κάτω από τα πόδια.
Θλιβεροί στην κωμωδία
μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα στο γέλιο
και όλα λίγο πριν από την κατάρρευση
να γίνει η πτώση ανώδυνη σαν οιμωγή
σκώμμα παλιάτσου που δακρύζει.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΠΕΛΑΓΩΝ

Ανάμεσα πελάγων και ιστορικών παλινδρομήσεων
γίνεται η Ελλάδα κατοικήσιμη.
Φως λαμπερό που έχει την ατυχία να λοιδορείται
απ’ όσους ευεργετούνται
επειδή τάχα τους τυφλώνει
και καλούνται ως μάρτυρες βλέμματα πετρωμένα
φαράγγια, νεροσυρμές, ερείπια
λαχανιασμένες σαύρες σε χαλάσματα
ο θρος του κριθαριού ως το ριπίζει ο άνεμος
η αξίνα που ανασκάπτει πολιτισμών αποτυπώματα
του κύματος ο φλοίσβος και οι ψυχές
που αποτέθηκαν ως μορφές πάνω στην πέτρα
μόνο έτσι γίνεται κατοικήσιμη η Ελλάδα
κι αναθρώσκει απ’ τα σκευάσματα
που λεπτολογούν οι αρχαιολόγοι·
μάρτυρες ακόμη και τα θραύσματα
όστρακα από πιθάρια, οστά και σαρκοφάγοι
όπου αναδύεται το σούρουπο
πιο σκοτεινό απ’ τη νύχτα
να σκιάσει κάτω από μιας τρίχας τη σκιά
ό,τι θάφτηκε ζωντανό για να μιλήσει
αιώνες μετά ανασκαφόμενο
όταν τραβιέται απ’ το χώμα η μαύρη σκέπη.
Ανάμεσα πελάγων και ιστορικών παλινδρομήσεων
με κάποια μόνο ομηρικά επιρρήματα
θα γίνετα πάντοτε κατοικήσιμη η Ελλάδα.

ΣΤΟ ΛΙΓΑΚΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ακόμη κι αν δεν ακούστηκε του πουλιού
η τελευταία ανάσα
σ’ ετούτο το λιγάκι του κόσμου.
Ακόμη κι αν στο αποτύπωμα του θανάτου
δεν ξεθώριασε η σωρευμένη ντροπή.
Ακόμη κι αν συνεχίζεται ο θρυμματισμός των ψυχών
όσων απέναντι στις σκιές αντιστέκονται
σ’ ετούτο το λιγάκι του κόσμου.
Όσο κι αν ο ήλιος εξακολουθεί να φωτίζει.
Όσο κι αν η γη αλλάζει πλευρό μέρα και νύχτα
φέρνοντας φως και σκοτάδι
σ’ ετούτο το λιγάκι του κόσμου.
Όσο κι αν επιμένει ο χρόνος
να μεταπλάθει το παρόν μας κάθε λεπτό.
Όσο κι αν η πορεία μας είναι ίδια
ενώ διαφέρουν τα βήματα
σ’ ετούτο το δικό μας λιγάκι.
Όσο κι αν η γη ξεζούμισε τους πλανήτες από νερό
δεν μπόρεσε να ξεπλύνει τον κόσμο.

Βιογραφικό Ευάγγελος Βαλσαμίδης