WILLIAM SHAKESPEARE: ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ.
Τι πάει να πει ποιος είμαι; Αμφιβάλεις
κι εσύ καταραμένο πνεύμα της γραφής,
αδίστακτο παράσιτο του ονόματος,
μόλυνση των προσταγών,
πολυσύχναστη παρθένα των ιδεών;
Λοιπόν; Τι προσδοκείς ν’ ακούσεις;
Σε προκαλώ! Είμαι όλο κι όλο…
τίποτα περισσότερο από τον εαυτό μου –
κι αισίως τίποτα λιγότερο:
κάτι σχεδόν ανερμήνευτο από τις συνεχείς
ερμηνείες – όμως ακόμα κι έτσι διαθέτω
μια -δύσμορφη οπωσδήποτε- γοητεία,
σαν δερματοφυτία στο κεφάλι
καταθλιπτικού Δανού φοιτητή.
Για την μελλοντική μας κόλαση
δουλεύω πια. Τι άλλο
μπορώ ν’ αδράξω από τον χρόνο,
σκύλα των δαχτύλων γραφή; Ε, λοιπόν,
ένα όνομα είμαι. Δεν αρκεί;
Αν όχι… Delete!
ΑΙΣΧΥΛΟΥ: ΕΛΛΑΣ
Οπωσδήποτε, Άνδρες Αθηναίοι, των βαρβάρων
τα πτώματα, που κόσμησαν τους βάλτους
του Μαραθώνα -ιδίως όταν ο ήλιος
κάρπισε πορφύρα στα καλάμια-
ήταν σπουδαίος άθλος: ένα έργο
τέχνης, ισάξιο εκείνου του παιδός,
που φιλοτέχνησε ο Κριτίας –
εύρωστος, αρμονικός, προπάντων φυσικός,
δίχως το αφόρητο χαμόγελο
απ’ το οποίο λείπουν μόνο οι κυνόδοντες,
για να μην είναι ανθρώπινο…
Ναι, Άνδρες Αθηναίοι· αποδείξατε
πως κανείς δεν μπορεί να σας στερήσει
την ηλιόλουστη Ατθίδα ευδαιμονία.
Ωστόσο, να θυμάστε πως η αλαζονεία
δεν έχει ιθαγένεια, πατρίδα, πολιτεία:
τον μέσα Πέρση να φοβάστε.
ΑΥΤΑΡ… ΔΑΚΡΥΣΑΣ… ΘΙΝ’ ΕΦ’ ΑΛΟΣ ΠΟΛΙΗΣ, ΟΡΟΩΝ ΕΠ’ ΑΠΕΙΡΟΝΑ ΠΟΝΤΟΝ…
Κοιτάζει την θάλασσα.
Η θάλασσα αφήνει στην άμμο τα τελευταία λέπια
της νύχτας· η μητέρα του
στο βάθος τινάζει τα στρωσίδια της μέρας: «Έλα, να,
ξημέρωσε· ησύχασε». Δακρύζει, τα χείλια του τρέμουν.
«Όχι κι έτσι, Αχιλλέα! Για ένα κορίτσι;
Νόμιζα πως θα σε κάνει άντρα σωστό ο πόλεμος!»
«Ο πόλεμος του έρωτα
αφήνει πίσω του μόνο παιδιά πληγωμένα, μητέρα».
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ
Καθώς ύψωσα το δόρυ,
για να χτυπήσω το θηρίο,
είδα ν’ απλώνεται στα μάτια του μια θλίψη καταπράσινη,
αθώα, βαθιά, σαν της βελόνας του πεύκου καταπάνω
στην θύελλα. Κι έτσι, ακούμπησα την αιχμή όσο τρέξει
λίγο αίμα από το σώμα του.
Ας μείνουμε έτσι για πάντα
στην εικόνα: εγώ, αυτό, η αιχμή και η σταγόνα το αίμα,
που θυμίζει κάποιο άλλο
σώμα, κάποιο άλλο
τρόπαιο στρατιώτη αλλαζόνα.
ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ
«Σκορπίστε χαρτιά μου, σκορπίστε»,
είπε ο Πρόσπερος. «Η ουσία
των πραγμάτων δεν γράφεται, δεν λέγεται.
Ένας κόμπος στον λαιμό το καλό,
ένα μούδιασμα στην γλώσσα το κακό.
Και το χέρι: ενός ξένου δισταγμός.
Πέτρα κι αλάτι και σκιές το μεσημέρι,
θάμνοι και δέντρα, φυλλωσιές,
νυσταγμένα πουλιά το απόγευμα.
Κι αυτά είναι όλα κι όλα τα γράμματα
της σοφίας – κι η σοφία
πάντα ανορθόγραφη. Θα επιστρέψω
εκεί που σκέφτηκα πρώτη φορά
αυτήν την άνυδρη λέξη: Ουσία.
Κι αν θέλω κάτι να γνωρίζω, θα ποτίζω
βασιλικό και ρίγανη και μέντα
και συναφή κατηγορήματα του όντως Όντος».
ΑΜΛΕΤ
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες• κάθε σου λέξη τώρα
σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεσαι, μάταια ψάχνεις
τα λόγια σου στα λόγια σου. Ο κόσμος
δεν είναι πια αντικείμενο μελέτης•
είναι αποτέλεσμα μελέτης.
Δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι απ’ τον φονιά
ούτε το φως απ’ το μαχαίρι.
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες• κάθε σιωπή σου τώρα
χίλιες σιωπές φωνάζει.
Μάταια σωπαίνεις, μάταια κρύβεις
τα λόγια σου στα λόγια σου. Η ζωή
δεν είναι πια σπουδή θανάτου•
είναι πτυχίο θανάτου.
Δεν ξεχωρίζεις τον άνθρωπο απ’ το κάθαρμα
ούτε το σώμα από το πτώμα.
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες, προόδευσες. Η νύχτα έχει γεμίσει
παλιάτσους που υποδύονται τον πρίγκιπα, κρατώντας
το καύκαλό σου και την μέρα περισσεύεις.
Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας,
όλο φωτάκια και δροσιές, ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Τρυπώνει ο ήλιος πεινασμένο ερπετό
στη βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να κομματιάζει τα ημερόπουλα: αίμα, σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει –
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι…