Λευκό ρούχο
Το ίδιο λευκό ρούχο, χρόνια τώρα,
καθόριζε τα όρια των διαδρομών.
Σου έλαχε πολλές φορές να χρωματίσεις το σώμα,
να ντύσεις το χαμόγελο.
Εσύ, γυμνή αλήθεια στο μπαλκόνι,
το κρέμαγες απ’ την ψυχή στα γρανάζια του ανέμου.
Ήθελες να χωράει στου ήλιου την ανυπακοή,
πάσχιζες να τραγουδάει στου φεγγαριού τη μοναξιά
για μια στεγνή ανάμνηση.
Η πολυκαιρία το ’φθειρε, άνοιξε βαθιές χαραμάδες
που έμπηξαν ενοχές στη σάρκα.
Τα σύννεφα έπνιξαν το φως και η βροχή
δεν έπαψε στιγμή να σκάβει τα κεραμίδια.
Μα το λευκό τριμμένο ρούχο,
ήταν πάντα καθαρό σαν πρωτόφαντη ιδέα
και σκέπαζε τόσο απαλά
τα άηχα λόγια στο μέτωπό σου.
Τα παιδιά
Ένα κατάρτι, μια σημαδούρα και δυο γλάροι
οριοθετούν το δυσδιάκριτο
μεταξύ λευκού και γκρίζου
σαν πέφτει πούσι στις ψυχές.
Ένας άνεμος αντάρτης ξεσηκώνει το βυθό
και τα ψάρια με τα λέπια τους φτερά ίπτανται
πάνω από τα κήτη που εισπνέουν άβυσσο,
ενώ τα πουλιά πνιγμένα στο κελαηδητό τους
κουρνιάζουν στην άμπωτη του χρόνου.
Τα παιδιά κλαίνε που το υγρό στοιχείο
πλησιάζει απειλητικά τα κάστρα τους.
Παίρνουν αγκαλιά τους ήλιους
που ακόμα χαμογελάνε και δυο τρία όνειρα
που ξεγλίστρησαν από τα δόντια του καιρού
για να τ’ απλώσουν αύριο και πάλι στην άμμο.
Σ’ αυτό τον κόσμο οι ελπίδες δεν αποσώνουν ποτέ.
Ένα λουλούδι γεννιέται
Πώς μίκρυνε έτσι ξαφνικά αυτός ο δρόμος
και έγινε αδιέξοδο το πέρασμα στον ουρανό;
Μια λίμνη ξεραμένη με πουλιά
που σκάβουν για νερό
και δυο ποτάμια απελπισμένα
που τρέχουν να κρυφτούν.
Κουφάρια τρένων στις λιωμένες ράγες του ήλιου
και λέξεις που αγνοούνται στις σκονισμένες κουκέτες.
Έπεσε η σκεπή του κόσμου
και σκότωσε τις προσευχές μας,
στράγγιξε η ζωή
και πώς να γράψω χωρίς δάχτυλα και αίμα;
Μη μιλάς αγαπημένη …σώπα και άκου τον πόνο,
ένα λουλούδι γεννιέται στην απόγνωση…
άκου το κλάμα του.
Στην όχθη του Ιορδάνη
Η Φέντα, ο Αχμάντ και τ’ άλλα γειτονόπουλα
σαν κόκκινα τριαντάφυλλα κάθε μέρα
φύτρωναν στις γωνιές και μεθούσε
με άρωμα παιδικό η όχθη του Ιορδάνη.
Όταν γκρέμιζαν τις ελπίδες τους
κοίταζαν με δέος τον ουρανό
και φύτευαν με το βλέμμα
πράσινους κήπους στο γαλάζιο.
Σήμερα τύλιξε καπνός τα όνειρα
ακρωτηριάστηκαν τα λουλούδια,
τα γέλια έγιναν θρήνος στα χαλάσματα
και ένα μπουκέτο ματωμένα λόγια
υψώθηκε στης ελευθερίας το θυσιαστήριο.
Το παράθυρο
Σε έβλεπα να κατηφορίζεις σαν θερινή μπόρα
που ξεπλένει τη σκόνη από τα βρώμικα ρείθρα.
Άλλες φορές πέρναγες σαν λουλούδι
που είχε έναν ήλιο στο μέτωπο
και στην ποδιά αρώματα και συγγνώμες.
Πάει καιρός που δεν φάνηκες , ο δρόμος άδειος.
Που και που λίγα ατίθασα παιδιά
στήνουν ξόβεργες να αιχμαλωτίσουν παρουσίες.
Κάποιοι φίλοι είπαν ότι άλλαξες γειτονιά.
Εγώ κάρφωσα με σανίδια το παράθυρο
και άνοιξα άλλο με θέα τον ουρανό.
Λυκόφως και Λυκαυγές
Κάποιες λέξεις ήθελαν να πουν τόσα πολλά
μα σιώπησαν ,έτσι χωρίς προφανή λόγο.
Κάποιες άλλες βιάστηκαν να εκστομίσουν
από ανάγκη της ψυχής τ’ ανομολόγητα .
Τούτος ο κόσμος με περισσή αιδώ
ξεμακραίνει από τ’ ανθρώπινα.
Στις ξέρες , στα έλη , στα υπόγεια
παραμένουν καρδιές αμπαρωμένες.
Στο λυκόφως στοιβάζονται οι ελπίδες
και στο λυκαυγές όνειρα απελπισμένα.
Τι να πουν οι κουρελιασμένες αγάπες
που άθελά τους πιάστηκαν στα ξάρτια.
Τι να νιώσουν οι καθάριες συνειδήσεις
που έχτιζαν δίκιο με ψεύτικους ήλιους.
Τώρα προτάσσεται ο εαυτός με κραυγές
και ανταμοιβή λάφυρα από μαχών πεδία.
Οι γνώσεις και τα γράμματα
σκεπάστηκαν απ’ το σκοτάδι της αμάθειας.
Τώρα οι λίγοι ρομαντικοί που απόμειναν
σκάβουν στον ορίζοντα της θλίψης να ξεθάψουν
το κάλλος της ζωής που καλύφθηκε μ’ ασχήμια.
Της ελπίδας η γέννηση
Σέρνονται οι μέρες και τα χρόνια σε ένα σκοτάδι απειλητικό.
Σκοντάφτει η ζωή στα χαλάσματα που αφήνει ο άνθρωπος,
οι σκιές γλιστρούν σε δρόμους λασπωμένους,
εκεί που τα παιδιά ζητούν βοήθεια με την ανάσα πνιγμένη από φόβο,
εκεί που δεν ακούει κανείς και τα σοκάκια κλαίνε από μοναξιά.
Παράθυρα σφαλιστά στον έσω κόσμο , διπλοαμπάρωτα
μη ταραχτούν ταριχευμένα συναισθήματα και ανταριάσουν.
Αποικιοκράτες της διπλανής πόρτας φοράνε πορφυρούς μανδύες
να σκεπάσουν τη γύμνια και τους λεκέδες που τους κατατρύχουν.
Οι σκλάβοι του χρήματος σέρνονται από χρυσά περιλαίμια
για να κουρνιάσουν την ματαιοδοξία στις φυλακές που ύψωσαν.
Ένα λειψό φεγγάρι τρεμοπαίζει στις ψυχές που στάζουν δάκρυα
να γιάνουν οι πληγές που αιμορραγούν από αδιαφορία.
Πέρα στη θάλασσα , αμυδρά σπαράγματα που χάνονται
και ένα σκυλί που παλεύει , ουρλιάζει ,ξεπλένει τις ντροπές μας.
Ατέλειωτη νύχτα με ομίχλη και βροχή που διαρκεί …και διαρκεί.
Αραιά και που λίγα χέρια σκάβουν χαραμάδα στον ήλιο,
δυο -τρεις καρδιές συλλέγουν φως από τα μάτια των πουλιών,
μια αγκαλιά σαν ουρανός πασχίζει να κάνει αστέρια τα ραγίσματα.
Κι’ όμως ο ήχος της γραφίδας ακούγεται όλο και πιο δυνατά,
το μελάνι ποτίζει τις αυλακιές της γνώσης και του μέλλοντος,
η λάμψη από το χάραμα του αύριο κοντοσιμώνει στο κατώφλι.
Μη σκιάζεστε , το κλάμα που αναδύεται από τον αχυρώνα
είναι της ελπίδας η γέννηση κι ας κρώζουν απειλητικά οι κόρακες.