Scroll Top

Λουκία Πλυτά – Δύο ποιήματα

Ένα αθώο πουλίΈνα αθώο πουλί θρυμματίζεται
Κάτω από το βάρος της γήινης επίδρασης
Η βαρύτητα νικητής
Στο σώμα του ανοίγει χαράδρες

Τρέχουν νερά
Σκύβεις να πιείς
Την ιστορία της γης
Με τα φοβερά αδιέξοδα

Την πιο κρίσιμη στιγμή
σαν άπιστος Θωμάς
βάζεις το χέρι μες τα αίματα

Η Ρίζα διαφεύγει.

* * *

ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ

Δεν το περίμενε, φυσικά και δεν το περίμενε.
Ήλπιζε στη δόξα των ονείρων
και σε όσα φυσικά φαινόμενα γνώρισε και είχε διαβάσει.
Κάποτε σε ένα μακρινό μπάρκο
είχε δει σαλάχι τεράστιο και γενναίο,
σκλαβωμένο από τα δίχτυα τους
να γεννά το μικρό του
την ώρα που το ανέβαζαν οι ναύτες με την μεγάλη τροχαλία.
Μη με ρωτήσετε σε ποια περιοχή δεν την θυμάμαι,
έχω όμως πειστήριο τη μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία
που μου έδωσε να κοιτάξω πριν μου διηγηθεί το γεγονός.
Τότε ήταν που άλλαξε, γύρισε το μυαλό του, άνοιξε.
Τότε ήταν που σκέφτηκε τα δικά του λάθη και γύρισε,
άλλαξε το χαμόγελό του πλάτυνε και μίκρυνε.
Η ενοχή όμως δεν τον άφηνε.
Που να το πει, ποιος πράγματι θα νοιαζόταν;
Δε βαριέσαι έλεγε, έχω πίστη στην αγάπη,
αλλά και αυτή τον πρόδωσε.
Τρία παιδιά, τα δυό χαμένα,
ξεχασμένα στην αγκαλιά της μάνας τους,
της πρώτης του γυναίκας.
Το τρίτο το μικρότερο,
πλουμί που το’ παιρνε ο άνεμος από τα πολλά που έλαβε,
θάρρος δε γέννησε, μήτε αντοχή στον πόνο
κι έτσι στο σκοτάδι του τον παράτησε
ημίτυφλο, γέρο και ανήμπορο
σ’ένα δωμάτιο λευκό και πεντακάθαρο.
Δεν το περίμενε, φυσικά και δεν το περίμενε,
ώσπου η πόρτα άνοιξε και ξέβρασε
θάλασσες, ωκεανούς, γοργόνες, αστερίες
γιομάτους αλμύρα να σε γλυκαίνουν
ως τα τρίσβαθα της ύπαρξής σου
και τεράστια σαλάχια που γεύονται τη ζωή τους ολάκερη
και φως,
σε όλα τα παράλογα φαινόμενα που πλέκει το μυαλό
όταν αντιλαμβάνεται τη δόξα και το μεγαλείο της καρδιάς
και έκλαψε, έκλαψε πολύ όταν τα τέσσερα χέρια
που τον σήκωσαν ανήκαν σ’αυτούς που κάποτε νόμιζε πως είχε προσπεράσει.