Scroll Top

Νίκη Καλαβρέζου – Τρία ποιήματα

Κοιμητήριο

Είναι οι ήχοι από πουλιά χνουδωτά και μυστήρια,
Που κάνουν τις κόρες των ματιών μου να γυαλίζουν διάπλατα,
Και οι υψηλές νότες του αγιοκλήματος,
Που κάνουν τα πόδια μου να χτυπούν με ρυθμό το νυχτιάτικο χώμα,
Και να τρέχουν πάντα στη λάθος κατεύθυνση.

Συνήθως φοράω παπούτσια δετά,
Κατάλληλα για ό,τι προκύψει.
Το μέρος αυτό, για παράδειγμα,
Απαιτεί μια νεκρική ευκαμψία.
Βάρκες ζόμπι, ματαιωμένα κουφάρια,
Τίποτα δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων,
Κανένα κατάρτι δεν δείχνει ευθεία πάνω τ΄αστέρια,
Όλα είναι σπασμένα ή γέρνουν.

Μυρίζουν τα ξύλα τους φίνα αρώματα, πολύ νοτισμένα.
Βροχή και αίμα.
Αν μπορούσα να τρυγήσω τα λιωμένα πανιά,
Τα πένθιμα καρυδότσουφλα,
Όλο ετούτο το κοιμισμένο λιβάδι,
Θα έβγαζα κρασί σκούρο απ΄τη σκουριά,
Ποτισμένο απ’ του κόσμου τις θάλασσες και τ΄αστέρια,
Πικρό, κόκκινο αλατόνερο που με μια του μόνο γουλιά,
Πασχίζεις να ξεριζώσεις με τα δικά σου τα χέρια,
Τα μάτια σου και τη γλώσσα σου.

Μα τέτοια μαγεία δεν ξέρω,
Δεν έχω τεχνογνωσία καμιά,
Στον παγωμένο αέρα ψελλίζω μηχανικά,
Κάτι ακατάληπτο,
Ξύνω απ’ το ξύλο μου την ξεφτισμένη μπογιά,
Μέχρι να μου ματώσει το νύχι,
Κι απορώ με τα νυχτολούλουδα και τα νυχτοπούλια,
Με τα πόδια μου, με τα δετά μου παπούτσια,
Που με έφεραν ως τα εδώ.

*

Το δημογραφικό

Πολύ ενεργά συνεισφέρω στο πρόβλημα,
Το στατιστικό, το οικονομικό,
Και είναι χαρά μου μεγάλη κι ευχαρίστηση,
Που μέρα τη μέρα γερνάω,
Που μαγκώνει η μοίρα η αυχενική,
Και εν καιρώ θα φτύσω ένα ένα τα δόντια μου,
Κι ας πρέπει δαπάνες εγώ να καλύψω.

Στ’ αυτιά μου ηχούν ήδη σειρήνες,
Επείγουσες, μπλε και κόκκινα φώτα,
Κλείνω τ’ αυτιά σε Σκύλλες και Χάρυβδες,
Που με καλούν να μπω σε μανιασμένα νερά,
Και πλέω νωχελικά προς τη συρρίκνωση,
Χωρίς αίματος χρέος,
Ελεύθερη.

*

Οφηλία

Κρυώνω. Τα νερά λίμνασαν, τα λουλούδια σάπισαν κι έγιναν βούρκος.
Πράσινος. Τον ακούω να μου καίει το φόρεμα.

Ενώ άλλους με επαίνους τους ραίνουν,
Για διλήμματα τόσο κοινότυπα,
Είμαι της πικρίας, της απραξίας ο ορισμός.
Και μου ‘δωσαν άπλετο χρόνο να απορώ,
Εδώ τι κάνω, τι ακριβώς παριστάνω;
Να βασανίζομαι αιωνίως γιατί;
Για να προσδίδω τάχα ρομαντισμό στ’ απόκοσμα;

Είπε, πως μου άναψε κεριά κάτω απ’ το νερό για να με κρατήσει ζεστή.
Άλλα χανόταν στις πινελιές του
και τα κεριά έλιωναν χωρίς να το αντιληφθεί.
Κι εγώ όλο πάγωνα, όλο μετάνιωνα.

Georges Dambier Dorian Leigh in suit and hat by Jacques Griffe, 1957 Maria Reachi, Yugoslavia, 1955.

Post cover: Robert Doisneau 122, Rue de Provence, Paris, 1952