ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
αρώματα και φθόγγοι αναδύονται
από τα μέλη του κορμιού σου
τα χείλη μου χασομεράνε στις θηλές
και με κυκλώνει από παντού επιθυμία
μα ξάφνου οσφραίνομαι ότι εσύ
δολώνεις τα αγκίστρια σου με ρήματα
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι
έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα
δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί το τέρας
έλα και δεν θα το αντέξω
τα άκρα μου να μείνουνε μετέωρα
ΤΟ ΦΙΛΙ
Η γλώσσα σου μου έλεγες συχνά
χέλι που γλιστράει στην απόχη
παλεύει να σωθεί στριφογυρίζει
τρίβεται στα τοιχώματα σπαράζοντας
μέχρι να στάξει απ’ τον ουρανίσκο μου
φλογισμένο σάλιο
κι όταν με εγκατέλειψες
θα μου λείψουν πολλά
από σένα μου είπες
μα το φιλί σου περισσότερο
κι εγώ για να παρηγοριέμαι
καθώς η νοσταλγία με σκοτώνει
φαντάζομαι χαιρέκακα
φρυγμένο το στόμα σου
τη γλώσσα αναίσθητη
και τα χείλη σου μετέωρα
ΑΠΝΟΙΑ
Αναμμένη απ’ τον ολονύχτιο καύσωνα
βγαίνει πρωί μ’ ένα σιθρού κομπινεζόν
και σκουπίζει με στιλ το μπαλκόνι
τα χέρια της γίνονται ένα με το κοντάρι
καθώς γέρνει νωχελικά στο πλάι
και τα στήθη της στην κίνηση της σκούπας
πάλλονται έτοιμα να φτερουγίσουν
το βλέμμα μπαινοβγαίνει στο διαφανές
κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά
αγκάθια με τρυπούν παντού
πονώ μα ντρέπομαι να το φωνάξω
–οι γείτονες παραμονεύουν–
ούτε δίπλα της με σάλτο να βρεθώ
ριψοκίνδυνο ασφαλώς
–η πτήση με την πτώση κολλητές–
κοιτάζω μόνο και ορέγομαι τη σκούπα
του μπαλκονιού της τα πλακάκια
και βλαστημώ την άπνοια
που μόλις έναν δρόμο μακριά
με καθήλωσε σκουπίδι
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Περιπλανώμενη στον ουρανό η μητέρα
μπαίνει ξαφνικά στο δάσος σαν ιπτάμενο
έπιπλο που επιστρέφει
κι εξελίσσεται σ’ ένα ήμερο ζώο
όταν πλησιάζουν να τη φάνε τα θηρία
γίνεται αόρατη και γλιτώνει
ύστερα γράφει ποιήματα
πάνω σε φύλλα που τα δίνει
στα πουλιά να μου τα φέρουν
μόνο που τα γραφόμενα
σπάνια φτάνουν σ’ εμένα
τα φύλλα είναι ελαφριά και ο αέρας
τα παίρνει γρήγορα και τα σκορπίζει
αν κάποτε εντούτοις έρθει κάποιο
απρόσιτη προβάλλει η γραφή
είναι αδύνατο να αισθανθώ
αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια τη μητέρα
μα η μητέρα είναι μακριά κι ας λάμπει
ακέραιο κενό μπροστά μου
Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ
Μες στη βδομάδα ανελλιπώς
τη βλέπω μόνη στην απέναντι βεράντα
ν’ απλώνει τη μπουγάδα της
σεντόνια εσώρουχα φουστάνια
κάθε φορά και διαφορετικά
εξάπαντος διαφορετικά
τα ρούχα που κρεμάει
κι εντούτοις
δεν λείπει ποτέ απ’ το σχοινί
ένα καρό πουκάμισο αντρικό
το ίδιο πάντοτε
με μια τρύπα στην τσέπη αριστερά
πεισματικά επιμένοντας να μην τη ράβει
και χάσκει μάτι που ξεχάστηκε ανοιχτό
ΝΙΑΤΑ
Νέος επάνω στα ντουζένια μου
σκέφτηκα απ’ το πλεόνασμα
ν’ αποταμιεύσω λίγα νιάτα
χάπια για τα γεράματα
όταν έφτασε η ώρα
πήγα στον γιατρό να τον ρωτήσω
μην τα πάρεις μου λέει
δεν είναι τα νιάτα χάπια
για την ηλικία σου
βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου
και προξενούν παλιμπαιδισμό
ερεθίζουν τα νεύρα των ματιών
δημιουργώντας παραισθήσεις
ενέχονται ακόμη για εμφράγματα
αλλά η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν
ακατάσχετη νοσταλγία
ΤΟ ΔΟΛΩΜΑ
Με το ραβδί παραμερίζει το σκοτάδι
να περάσει να βγει στο φως
στην επόμενη μέρα να πάει
δυσκολεύεται όμως δεν το βλέπει καλά
και πώς να δει σ’ αυτή την ηλικία
μαύρο πηχτό μες στη νύχτα
το σκοτάδι παμπόνηρο
τον κυκλώνει από παντού
γίνεται μια τεράστια φάκα
και μέσα ο γέρος ποντικός
ξερογλείφεται κι αναπηδώντας
τσιμπά το τυρί που γυαλίζει
σαν ακόμη μια μέρα λαμπρή