Scroll Top

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ RONNY SOMECK ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΜΠΟΝΗ

 Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντι σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;

Τυχαία έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Ήταν ένα σημείωμα που έδωσα σε μια συμμαθήτριά μου. Ήμουν 16 χρονών τότε και λίγο πριν της δώσω το σημείωμα, το έσκισα σε μικρά κομμάτια. Για μένα που έπαιζα τότε στις ακαδημίες μπάσκετ της Μακάμπι Τελ-Αβίβ μου φαινόταν παράξενο που έγραψα ξαφνικά ένα ποίημα. Όταν γύρισα στο σπίτι, σκέφτηκα ότι είμαι ένας έφηβος και το ποίημα που έγραψα είναι μόνο ένα από τα συμπτώματα της ηλικίας. Την ίδια μέρα όμως έγραψα άλλο ένα ποίημα και την επόμενη μέρα κι άλλο. Με φόβισε όλο αυτό. Έτσι, έκρυψα τα ποιήματα σε ένα παλιό κουτό για παπούτσια και ήλπιζα ότι αυτή η «παροδική» ασθένεια θα έφευγε.
Μία μέρα, όταν το κουτί άρχιζε να ξεχειλίζει, αποφάσισα να στείλω δύο από τα ποιήματα σε δύο γνωστούς μου. Τον πρώτο φάκελο τον έστειλα σε έναν ποιητή που ήδη θαύματα, τον David Davidan. Απάντησε αμέσως με ένα πολύ όμορφο και συγκινητικό γράμμα. Τον δεύτερο φάκελο τον έστειλα σε έναν διορθωτή μιας πολύ γνωστής εφημερίδας του Ισραήλ. Του έγραψα ότι φοράω τη φανέλα με το νούμερο 7 σε μία ομάδα μπάσκετ και ότι γράφω ποιήματα μυστικά. Του ζήτησα να διαβάσει το ποίημα και να μου πει αν είναι καλό ή όχι. Το συγκεκριμένο ποίημα ήταν προορισμένο ειδικά γι’ αυτόν.
Επί δύο βδομάδες, δεν έλαβα καμία απάντηση. Ήμουν πλέον σίγουρος ότι το ποίημά μου ήταν κακό και δεν άξιζε να λάβω κάποια απάντηση. Την Τρίτη βδομάδα, ωστόσο, προς έκπληξή μου, το ποίημα δημοσιεύτηκε ψηλά στη λογοτεχνική στήλη. Ένιωθα αμηχανία που του είχα ζητήσει να μην δημοσιευτεί. Παρόλα αυτά, χάρηκα που έλαβα «επιβεβαίωση» ότι το ποίημα ήταν καλό. Τότε, σήκωσα τα μάτια μου και είδα ότι αντί για Ronny Somech που ήταν το όνομά μου, έγραψαν «Ronny Someck». Ένιωσα ότι ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη αντί να ενοχληθώ. Ίσα ίσα, σκέφτηκα, κανείς δεν θα ξέρει ότι ήμουν εγώ.
Δύο μέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης προπόνησης μπάσκετ που ακολούθησε, ο προπονητής πίεσε με τον ώμο του τον δικό μου και μου είπε: «Υπάρχει κάποιος με ένα παρόμοιο όνομα με το δικό σου που γράφει ποιήματα». Ο λόγος του είχε έναν προειδοποιητικό τόνο, υπονοώντας ότι ήταν καλό που ήταν κάποιος άλλος. Προφανώς, στο μυαλό του δεν υπήρχε καμία σύνδεση μεταξύ μπάσκετ και συγγραφής ποιημάτων.
Επέστρεψα πίσω στο κουτί, έβγαλα όλα τα ποιήματα και τα έστειλα σε όλες τις εφημερίδες με το καινούργιο μου όνομα. Για να θυμηθούμε λίγο την ιστορία της Σταχτοπούτας – όλα μου τα ποιήματα εν τέλει δημοσιεύτηκαν.
Όταν τυπώθηκε το δέκατο ποίημα, ο προπονητής μού είπε στη μέση της προπόνησης: «Ξέρεις, Ronny, ο τύπος με το παρόμοιο όνομα με σένα δημοσίευσε άλλο ένα ποίημα αυτή τη βδομάδα». Και μετά από ένα τάιμ-άουτ, πρόσθεσε: «Ένα όμορφο ποίημα». Και τότε είπα σε όλους ότι στην πραγματικότητα, ήμουν εγώ αυτός. Από εκείνη τη στιγμή, όλη μου η ζωή στην ομάδα περιπλέχτηκε. Κάθε φορά που κρατούσα την μπάλα για πάνω από ένα δευτερόλεπτο, οι συμπαίκτες μου συνήθιζαν να μου λένε: «Δώσε πάσα! Άντε, τι σκέφτεσαι; Κανέναν καινούργιο στίχο;»
Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε, και στην πραγματικότητα, τίποτα δεν άλλαξε. Είμαι ακόμα το ίδιο αγόρι, ενθουσιασμένο για κάθε ποίημα που γράφει.

Ποιος ποιητής σας έχει επηρεάσει περισσότερο;

Η λίστα είναι μεγάλη, αλλά θα εστιάσω στον Allen Ginsberg. To 1993, ήμουν καλεσμένος σε ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός που έλαβε χώρα στην πόλη Λοτζ. Το ρολόι της πόλης σταμάτησε να λειτουργεί τη δεκαετία του ’50. Στους δρόμους, μπορούσε κανείς να μυρίσει τη βότκα από μίλια μακριά, η οποία πουλιόταν μέσα σε τενεκεδένια κουτάκια που τα είχαν σε ψυγεία, δίπλα από τα κουτιά με την κόκα κόλα. Η ποσότητα αλκοόλ ήταν τεράστια. Εκεί γνώρισα τον Allen Ginsberg, σε μία τραπεζαρία. Εκείνος ζήτησε μία σαλάτα και, όπως όλοι μας, πήρε ένα σωρό πατάτες. Λίγες ώρες μετά, πήγαμε για διάβασμα σε ένα μουσείο. Στο τέλος, του είπα ότι είναι το άγρυπνο μάτι του δικού μου αμερικανικού ονείρου, γι’ αυτό και ήταν παράξενο που τον γνώρισα κάτω από τον πολωνικό ουρανό. Χαμογέλασε και μου έδωσε την πολωνική έκδοση των ποιημάτων του. Πάνω από την αφιέρωση, ζωγράφισε ένα πρόσωπο και έγραψε τη λέξη τίγρη μέσα.

Η ποίηση αδικεί τον ποιητή, γιατί δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς αντιμετωπίζετε τον βίο σας από επαγγελματικής άποψης;

Για μένα, η ποίηση είναι το ψωμί και το βούτυρο. Για το ψωμί, χρειάζεται να εργαστώ. Διδάσκω δημιουργική γραφή και είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι στον χώρο, όπου νέα ποιήματα γεννιούνται από νέους ποιητές.

Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες για τις οποίες γράφετε;

Κάποτε με ρώτησαν αν θα ήθελα να διαβάζω τις σκέψεις κάποιου και ποιος θα ήταν αυτός. Απάντησα ότι θα ήθελα να διαβάζω τις σκέψεις του Alexei Leonov, του πρώτου αστροναύτη που αιωρήθηκε στο διάστημα. Τα ποιήματά μου είναι ένα είδος άνωσης. Η επιθυμία να γράφω και να ζωγραφίζω όχι με μολύβι, ούτε με πινέλο, αλλά με έναν σωλήνα όπλου. Όποιος αναζητεί τη μυρωδιά της πυρίτιδας, θα την ψάξει αλλού. Η ποίησή μου δεν κατοικεί σε ρετιρέ. Συλλέγει υλικά του πεζοδρομίου που ονομάζονται ζωή. Τα ποιήματα είναι ένα είδος στριπτίζ και μερικές φορές νιώθω ότι το κεφάλι μου είναι τόσο διάφανο όσο ένα ενυδρείο, έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να δουν όλους τους ξιφίες και τα χρυσόψαρα που κολυμπούν εκεί.

Σε τι διαφέρει η δική σας τέχνη από των άλλων ποιητών;

Υπάρχει μία ιστορία για μία γάτα που κυνηγούσε ένα ποντίκι. Το ποντίκι βρήκε μία τρύπα και μπήκε μέσα. Μετά από λίγο, το ποντίκι το γάβγισμα ενός σκύλου και σκέφτηκε: Αν άκουσα γάβγισμα, τότε θα πρέπει να έτρεξε μακριά η γάτα. Έτσι, βγήκε από την τρύπα, άνοιξε τα μάτια του και είδε τη γάτα. «Ξέρω» είπε στη γάτα «ότι θα με φας για βραδινό, αλλά πες μου πώς άκουσα το γάβγισμα ενός σκύλου;»
Η γάτα χαμογέλασε και απάντησε: «Σήμερα δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα χωρίς δύο γλώσσες».
Από καιρό σε καιρό, σκέφτομαι σαν τη γάτα. Το πρώτο όνομα των δύο μου γλωσσών είναι η ανατολική ατμόσφαιρα και το δεύτερο η δυτική. Αυτή είναι η ιδέα πίσω από την ποίησή μου. Ο George Orwell, στην ιστορία του «Πυροβολώντας έναν ελέφαντα», περιγράφει τον ήρωά του με ιδιαίτερο τρόπο. Έγραψε: «Φοράει μια μάσκα και το κεφάλι του μεγαλώνει για να ταιριάζει μέσα σ’ αυτή». Η μάσκα μου λέγεται Βαγδάτη. Εκεί γεννήθηκα. Ένας Γερμανός γιατρός βοήθησε για να έρθω σε αυτόν τον κόσμο σε ένα εβραϊκό νοσοκομείο και η νταντά μου ήταν έναν αραβικό κορίτσι. Οι γονείς μου με έφεραν στο Ισραήλ όταν ήμουν μωρό και το «μαύρο κουτί» των αναμνήσεών μου είναι άδειο. Αλλά έμαθα από τους γονείς μου ιστορίες για την καφετέρια δίπλα στον Τίγρη, για τη μυρωδιά των φρούτων στην αγορά της Shugra, για τραγουδιστές όπως ο Farid Al-Atrash και ο Mohamed Abdel Wahab. Οι γονείς μου μιλούσαν σπαστά εβραϊκά και με έπαιρναν στην καφετέρια όπου παιζόταν η μουσική ενός Αιγύπτιου τραγουδιστή με το όνομα Um Kulthum και σερβίριζαν μαύρο καφέ, όπως στο μαγαζί δίπλα στον Τίγρη. Νιώθω πλέον ότι έχω ανάγκη να ζω με δύο κουλτούρες. Προσπαθώ να χτίσω γέφυρες μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας γίνεται συχνά αντικείμενο διαμάχης. Εσείς πώς το βιώνετε;

Ο ποιητής που ζει στο Ισραήλ είναι σαν τον πιανίστα που βλέπουμε σε καουμπόικες ταινίες. Τοποθετεί το πιάνο στη γωνία του σαλούν, εκεί όπου μυρίζει πάντα πυρίτιδα. Γνωρίζει ότι το σαλούν δεν είναι αίθουσα συναυλιών, αλλά ίσως αυτό να είναι το σωστό σημείο. Για την ασφάλειά του, λέει: «Μην με πυροβολήσετε, είμαι απλώς ο πιανίστας».

Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει τη δική σας ποιητική διαδρομή;

Ο ποιητής είναι κυνηγός. Κι όταν με ρωτάνε πού πάω, τους απαντώ: «Όταν επιστρέψω, θα ξέρω πού ήμουν».

Μελλοντικά, πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που εσείς ο ίδιος φιλοτεχνείτε;

Στην καρδιά των αναγνωστών.

Πώς ορίζετε το ποίημα που είναι διαχρονικό;

Καθώς ο χρόνος κυλά, θα ξέρω ότι τα ποιήματα βαστούν ακόμα μόνα τους.

Γράφετε μόνο στα εβραϊκά;

Γράφω στα εβραϊκά. Τα εβραϊκά είναι η γλώσσα που συνδυάζει πολλά επίπεδα μαζί. Από τη μια πλευρά, έχουμε τη Βίβλο και από την άλλη, έχουμε τη στρατιωτική αργκό. Επίσης, παίρνουμε λέξεις από τις κουλτούρες διαφόρων μεταναστών που ήρθαν στον Ισραήλ. Φυσικά, επηρεαζόμαστε κι από τους γείτονές μας τους Άραβες. Αλλά ακόμα κι αν έρθει αυτή τη βδομάδα ο Βασιλιάς Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ, θα καταλάβει τη γλώσσα. Η δουλειά του ποιητή είναι ίσως να γίνει ο ταξιδιωτικός οδηγός του Δαβίδ.

Ο Θοδωρής Μπόνης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εργαστεί στον ηλεκτρονικό Τύπο, το ραδιόφωνο και έχει ασχοληθεί με την κριτική λογοτεχνικών έργων και δοκιμίων. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ και απασχολείται στον τομέα της επιμέλειας-διόρθωσης βιβλίων.