ΤΡΕΙΣ ΧΑΡΙΤΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, 199 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα, 2020
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη επιστρέφει με μια επιμελημένη έκδοση, η οποία εν πρώτης εντυπωσιάζει με ένα καλαίσθητο διπλό εξώφυλλο που υπόσχεται όσα απεικονίζει. Αρχικά, αντικρίζουμε δύο τόμους σαν δυο όψεις ενός τραπουλόχαρτου. Ο μισός τόμος, από το τέλος προς την αρχή αφορά, κυρίως, περιπλανήσεις σε τόπους ελληνικούς με έμφαση στην Αθήνα. Στο άλλο μισό, από την αρχή προς το τέλος ξεπηδούν περιηγήσεις από τη Βρετανία, και τη μυστηριώδη Σκωτία. Ορθά ή αντίστροφα, τέλος ή αρχή, η νέα πρόταση της Χατζημανωλάκη οδοιπορεί, αναθυμάται, συγκινεί, διδάσκει.
Τρεις Χάριτες ανεβαίνουν 199 σκαλοπάτια λογοτεχνικής περιήγησης που τολμά να συνδέσει τον ελληνικό πολιτισμό με τις βρετανικές ακτές. Όπως πολύ έντεχνα αναφέρει ο Νίκος Βατόπουλος στον έναν από τους δύο προλόγους του βιβλίου: «Η Πόλυ Χατζημανωλάκη ιχνηλατεί δρόμους σε έναν πηγαίο χάρτη πάνω σε αύλακες πολιτισμικής γεωγραφίας και φαντασιακής ελευθερίας, και οργανώνει ένα βλέμμα που εν πολλοίς αναγνωρίζεται εν τη γενέσει του.»
Ανεβαίνοντας τα 199 σκαλοπάτια της Πόλυς Χατζημανωλάκη νιώθω τον αέρα των αναγνώσεων να πυκνώνει. Στη ματιά της συγγραφέως δεν συναντώ απλά έναν αναγνώστη αλλά τον λάτρη της λογοτεχνίας, τον άνθρωπο που αναζητά τις ρίζες του. Συναντώ τον αναγνώστη να περιπλανάται σε λογοτεχνικά μονοπάτια και ονειροπολήσεις απ’ όπου αναδύονται γεωγραφικές περιπλανήσεις, απλές σκηνές καθημερινότητας, λογοτεχνικές ονειροπολήσεις και πολιτισμικός πλούτος. Μια ενδιαφέρουσα πρόταση ταξιδιωτικής, flanerie λογοτεχνίας, η οποία με όχημα τη μικρή φόρμα και τη μεστή γλώσσα της συγγραφέως μας προσφέρει αληθινή αναγνωστική απόλαυση. Ο λόγος της ξεχωρίζει τόσο για τον εκφραστικό πλούτο όσο και για την επαφή με ίδια την ουσία της Χατζημανωλάκη, ενώ η οικειότητα και η απλότητα ξεπηδά από τις εξαιρετικές περιγραφές της. Οδοιπορεί και περιπλανάται προσφέροντας μας τη δική της αναγνωστική πρόσληψη στην ανάγνωση της ίδιας της καθημερινότητας.
Η Χατζημανωλάκη είναι άνθρωπος τού σήμερα. Εισάγει την εικόνα ως πληροφορία, ακόμα και το διαδίκτυο και εγκαταλείπει τον τόπο της σε μια νοερή πτήση: «Φλάιτ τράκερ: Αθηνά Εδιμβούργο». Αναπολεί και προστατεύει ό,τι αγαπά. Εκμυστηρεύεται σε συνθήκες αυτo – εγκλεισμού, όπως ίδια τον αποκαλεί, αφήνοντας την φαντασία της να συνταιριάσει τα κομμάτια που οικοδομούν το δικό της παρελθόν με αναγνώσεις, εικόνες και αναμνήσεις. «Το φανταστικό Μπαλμπέκ του Προυστ, η ερημιά του Στάλκερ, τα «Ρόδιν’ ακρογιάλια» του Παπαδιαμάντη, το Γουίτμπι του Μπραμ Στόκερ, η αλληλογραφία της με τον Βαν Γκογκ.», την παραμυθιάζουν, ενώ επιχειρεί να ανασυνθέσει τον τόπο της. Το παρόν υποσκάπτει το παρελθόν, ενώ το μέλλον δηλώνει ευθαρσώς την παρουσία του, καθώς η ίδια το ονομάζει «…τόπους του Αλλού.»
Το βλέμμα και ο τόπος. Ο τόπος και το βλέμμα. Όπως και να ξεκινήσει κανείς την ανάγνωση αυτής της δοκιμιακής flanerie περιήγησης συναντά τη ζωή να ταυτίζεται με την τέχνη και το αντίστροφο. Συναντά τον πολιτισμό και τον άνθρωπο. Τα κτίρια, ο τάφος ενός σκύλου που αγαπήθηκε πολύ, το λεωφορείο που οδηγεί στο λιμάνι του Ληθ, βορείως του Εδιμβούργου, το Παρίσι, το Πορτομπέλο, η Κορνουάλη, οδηγούν σε συνειρμούς που σχετίζονται με την ψυχή. Δεν λείπει το σύμβολο, η σημειολογία και ο πλούτος των διακειμενικών αναφορών. Ο βηματισμός τού Όσιπ Μάντελσαμ και οι «λιωμένες σόλες του ποιητή», η κατάθλιψη του Ζέμπαλντ, του Έντουαρντ Τόμας «…κι αυτός κατάθλιψη», δηλώνουν σαφέστατα τη γήινη στόφα της Χατζημανωλάκη, αλλά συστήνουν ταυτόχρονα μια νέα πρόταση. Το δοκίμιο ενδύεται το ιμάτιο του λογοτέχνη που αναζητά ρίζες στα ανθρώπινα, στην κοινή καταγωγή της γλώσσας ως ποίηση, στην ανάγκη για επικοινωνία, στην έκφραση του συναισθήματος. Τόποι, συνθήκες ζωής, σε μια συνομιλία που διαρκεί μεταξύ langue και parole διαπλέκονται πολιτισμικά, ψάχνοντας κοινό τόπο. εκείνον της ποίησης, του μυθιστορήματος, της νουβέλας, των μπλούζ, της Τζόαν Μπάεζ, της Πάττι Σμίθ, της επανάστασης που δεν έγινε.
Ο «Άλλος» διατηρεί σπουδαία θέση στη γραφή της Χατζημανωλάκη. Την ίδια στιγμή που επιχειρεί να ενώσει τις όχθες του ποταμού Ληθ με τον απόκρημνο βράχο της Γλυκοφιλούσας του Παπαδιαμάντη, αναρωτιέται τι είναι εικόνα, τι είναι πατρίδα, τι περιέχει το βλέμμα, πώς βλέπει ο άνθρωπος. Μήπως με την ψυχή; Πολλά τα ερωτήματα. Τι είναι «Άλλος»; Η χώρα υποδοχής, ή η γλώσσα; Η γλώσσα για την Χατζημανωλάκη δεν έχει πατρίδα. Η γλώσσα είναι ο εγκλεισμός. Ο φόβος, ο δικός της εγκλεισμός, ο εγκλεισμός των άλλων, ο δρόμος προς την ποίηση και τη γραφή, τα ταξίδια, η φαντασία και η ίδια η έννοια της ελευθερίας. Στο ταξίδι της αναδύονται μορφές σαν τον Ξαβιέ ντε Μαίτρ, όπου «φυλακισμένος», αυτο – έγκλειστος, κάνει ταξίδια γύρω απ’ το δωμάτιό του.
Ο ποιητής για τη Χατζημανωλάκη δεν έχει πατρίδα. Ωστόσο, κάθε της βήμα τον περιέχει. «Μια απεικόνιση του μεγάλου στο μικρό…», η Χατζημανωλάκη οδοιπορεί φέροντας τις άπειρες αναγνώσεις της στο παρόν. Συνομιλεί με τα κείμενα της. Σε κάθε στροφή της περιπλάνησής σχεδιάζει τον αρχιτεκτονικό χάρτη των αναμνήσεων της και τον ακολουθεί ακολουθώντας μονοπάτια που χάραξε οΠρούστ στις Μέρες Ανάγνωσης μεταφράζοντας τον Ράσκιν, ενώ συνομιλεί και σχεδόν ταυτίζεται με τον Ρολάντ Μπάρτ αναζητώντας το δικό της παρελθόν ανάμεσα σε οδούς και επώνυμες κατοικίες της Αθήνας.
Η δεξιά και η αριστερή όχθη του Σηκουάνα για τη Χατζημανωλάκη συναντάται με τις νεωτερικές θεωρίες, προκειμένου να αναλύσει/αναγνώσει την ουσία των αρχιτεκτονημάτων, καθώς και με τον λογοτεχνικό πλούτο που η ίδια συσσώρευσε. Παρίσι, Texas, το πάρκο του Μονσώ, απ’ όπου ίσως εμπνεύστηκε την κυρία Βεντυρέν ο Προυστ, το καλοκαίρι, οι πυρκαγιές και η ανησυχία της για την ανθρώπινη αμέλεια, τον θάνατο της φύσης σχετίζονται πάντα σθεναρά με την ποίηση, τη σημειωτική και με τις ανατρεπτικές θεωρίες του Μεταδομισμού του Derrida, ο οποίος αδρά υπονοείται. Το νόημα για τη συγγραφέα ταυτίζεται με την ίδια του την απουσία.
Όπως κι αν επιχειρήσει να ξεκινήσει κανείς την ανάγνωση τού νέου πονήματος της Χατζημανωλάκη, ορθά ή αντίστροφα, είναι φανερό, ότι η απόλαυση ακολουθεί πιστά την αναγνωστική πρόσληψη. Οι Τρεις Χάριτες είναι ο λόγος που συναντάται η εικόνα, με την ίδια την καθημερινότητα, έτσι όπως αποδίδεται με τα μάτια της ψυχής. Το τυχαίο που συναντάται αμέριμνα, αποκτά υπόσταση και συνδέεται με την ίδια τη ζωή. Επιστημονικότητα, λογοτεχνικό ύφος, κοινωνική ευαισθησία, ενσυναίσθηση κι αγάπη για τον άνθρωπο σφραγίζουν τον λόγο της Πόλυς Χατζημανωλάκη που σαν«…το κουβάρι της Αριάδνης…,» τυλίγει και ξετυλίγει, «…στα ίδια και στα ίδια…»,μα «λίγο διαφορετικά», κάθε φορά. «Για να μπορείς να αφήνεις λίγο το νήμα και να διακτινίζεσαι όπου ποθεί η ψυχή σου.»