Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα χαρακτηρίστηκε επανειλημμένα ερωτική ποιήτρια. Ζώντας με συνείδηση έρωτος την αδιάκοπη ροή του γίγνεσθαι, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο, στις έως τώρα συνθέσεις της περιέγραφε τις επενέργειες του σφοδρού συναισθήματος που συνδέεται με το αιώνιο είναι και την ακατάλυτη ζωή.
Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, Ντελικάτη γυναίκα (ΠΟΛΙΣ 2021), η ποιήτρια καταπιάνεται με το βασανιστικό νυν. Η όλη σύνθεση των σαράντα έξι ποιημάτων με τις δύο ενότητες ΔΙΑΔΡΟΜΗ και ΠΑΡΑΠΟΝΟ, αφιερώνεται στη μνήμη της κόρης της Ιουλίας. Το βίωμα του θανάτου, που τη συγκλονίζει, ανασύρει στη μνήμη τη μέχρι τώρα διαδρομή. Ο έρωτας επανέρχεται ως ανάμνηση.
Η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα στη Ντελικάτη γυναίκα φιλτράρεται στο διυλιστήριο του συνειδητού και παραδίδεται στον αναγνώστη με ιδιόρρυθμο βηματισμό. Σπονδυλική της στήλη το δίπολο ζωή-θάνατος. Οι λυρικές νότες διαγράφουν καμπύλη ισόρροπα κατανεμημένη στο ποιητικό σώμα. Το δραματικό και το αγχώδες αρμολογούνται με σοφία, ενώ η ατμόσφαιρα του θανάτου με τον ζοφερό της διάκοσμο κάνει την εμφάνισή της από το πρώτο ποίημα:
ΝΑ ΣΥΝΤΡΕΞΕΙΣ
Αγάπη της αλήθειας
και περιπάθειάς μου
έλα να με συντρέξεις.
Λύπες σκληρές σαν λόγχες
στραγγίζουν το σθένος μου. […]
αντιπαλεύω με φονικές λύπες,
στείλε την παρηγοριά σου.
Η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να ξεφύγει από το εφιαλτικό παρόν και να επανασυνδεθεί με τη ζωή, οδηγεί στον έρωτα, το ισχυρό συναίσθημα που έχει τη δύναμη να μεταλλάσσει τον κόσμο. Επανέρχεται σαν σε όνειρο η πρότερη ανέμελη ζωή με τα ερωτικά σκιρτήματα, τις αφές, τα φιλιά, την ηδονή. Καταγράφονται οι συναισθηματικές διακυμάνσεις, ο πόθος η έλξη, ο παροξυσμός, η δοκιμασία.
Ευθυτενής και με ζωηρό βήμα/ περπατούσες στο απέναντι πεζοδρόμιο. […] Σαν είδωλο και οπτασία περπατούσες μέσα στη νύχτα. [i] […] Στεκόσουν στα σκαλοπάτια/ έξω από το γραφείο σου./ Λιώμα ήσουν από την αγωνία της αναμονής. […] Αφηνιασμένοι ήμασταν να σμίξουμε.[ii] Σε είδα στο όνειρό μου/ και περιλούστηκα από την αύρα σου/ τον πόθο που με διέλυε.[iii]
Οι τίτλοι ενδεικτικοί: ΣΑΝ ΟΠΤΑΣΙΑ, ΡΑΝΤΕΒΟΥ, ΠΛΑΝΕΥΕΙ, ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ, ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ, ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ, ΑΔΙΑΦΙΛΟΝΙΚΗΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ. Ουσιαστικά με έντονη συναισθηματική φόρτιση (καμίνι, ρουφήχτρα, περιδίνηση), επίθετα ζωηρά (ακμαίος, άλκιμος), ρήματα δυναμικά (ναρκώθηκα, περιλούστηκα, διαφεντεύει, σφυρηλατεί, διαπλάθει), παρομοιώσεις, ασύνδετα, αποτυπώνουν τον ανεμοστρόβιλο, τη δίνη των συναισθημάτων, τον μαγεμένο μυθικό κόσμο στον οποίο οδηγούνται οι άνθρωποι με τον έρωτα.
Η πρώτη ενότητα ΔΙΑΔΡΟΜΗ κατακλύζεται από το θαύμα του έρωτα. Κατανέμεται ωστόσο στο ποιητικό σώμα ισόποσα με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής: τις μικρότητες, τους βεντετισμούς, τις αντιζηλίες, την καυχησιολογία. Εκφράζεται ο κορεσμός του ποιητικού υποκειμένου από την ξέχειλη φιλαρέσκεια, τη σκληρότητα, τα καβαλημένα καλάμια. Ύαινες και φίδια. Φοράνε προσωπεία και φέρνουν τρόμο, πανικό, ασφυξία.
ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΛΑΙΜΟ
[…] Αξεδίψαστη η κομπορρημοσύνη τους,
απίστευτη η σκληρότητά τους.
Μέχρι τον λαιμό χώθηκα στο ζέον παράλογο
και την ασχήμια του κόσμου.
Απόκτησα γνώσεις για το φαινόμενο
που λέγεται άνθρωπος. […] (σελ. 27)
Με γλώσσα συνομιλιακή, καταγγελτική και άμεση, η ποιήτρια στηλιτεύει την κατίσχυση της δύναμης, που έχει παραμερίσει τις αξίες στη σύγχρονη ζωή, τα μιαρά ερπετά με τον κυνισμό που παραφυλάνε για επίθεση. Συμβατικός και ψεύτικος ο άνθρωπος, πάσχει από ψυχική πενία. Εωσφορική η κακότητά του. Κακεντρέχεια, συκοφαντία, φθόνος, αμοραλισμός, σαπίλα. Τίτλοι: ΚΟΡΕΣΜΟΣ, ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΛΑΙΜΟ, Η ΣΥΝΟΜΟΤΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΧΡΕΙΩΝ, ΛΗΣΤΕΥΟΥΝ, ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ, ΕΝΔΗΜΟΥΝ, ΑΓΡΙΑ. Επίθετα: αχρείοι, δολεροί, ανυπόληπτοι. Ουσιαστικά: αυθαιρεσίες, ψευτιές, δολιότητες, υποκρισίες, πισωμαχαιρώματα, ίντριγκες, διπλοπροσωπίες.
ΛΗΣΤΕΥΟΥΝ
Ανυπόληπτοι και δολεροί,
σατανικά ενεργείτε.
Οι ίντριγκες, τα πισωμαχαιρώματα,
και οι διπλοπροσωπίες σας
έρχονται καταπάνω μου […]
Σατανικά ενεργείτε.
Ένα γερό τσάκισμα σας χρειάζεται
να θρυμματιστούν τα σχέδια και οι επιβουλές σας. (σελ. 33)
Η ενότητα ΔΙΑΔΡΟΜΗ κινείται αφενός σε τοπίο ερωτικό και ειδυλλιακό, με τη φαντασία αποχαλινωμένη, μέσα σε οργιαστική φύση και τα πρόσωπα των ερώτων να βγαίνουν από τα δέντρα, σαν να έπαιζαν κρυφτό.[iv] Αφετέρου σε άλγος βαθύ, με την ανάμνηση της νέας γυναίκας που έφυγε πρόωρα, το λευκό μεγάλο νοσοκομείο, τις χημειοθεραπείες, τις μελανιές, τα τρυπήματα, την ωμότητα, τα νιάτα που χάνονται.
[…] Τα οικτρά που φοβόσουν, / οι βαριές, τραγικές λύπες έχουν μπει στη ζωή σου/ να σε καταποντίσουν. / Μέσα στα πλήγματα και τη λαίλαπα του άλγους/ θα κριθείς αν θα αντέξεις. (ΠΛΗΓΜΑΤΑ, σελ. 45)
Από τη μια, ο έρωτας, η χαρά της ζωής. Από την άλλη, ο θάνατος. […] Σαν τον κακούργο έρχεται απρόσκλητα, /χαρακιές κι εγκοπές αφήνει στο σώμα. (ΣΙΝΙΑΛΟ, σελ. 43)
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ, η δεύτερη ενότητα, είναι ένα χρονικό θανάτου. Μια νέα γυναίκα αγωνίζεται για τη ζωή της. Το σώμα, αν και εξασθενημένο από την αρρώστια, βρίσκει δύναμη να μακιγιαριστεί, να πιεί έναν καφέ στην ηλιόλουστη παραλία, να συζητήσει την καταλυτική δύναμη του έρωτα.
[…] Μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου,
πριν βρει τη δύναμη να μακιγιαριστεί,
το γοερό αναφιλητό της, οι λυγμοί,
το σχίσιμο της καρδιάς
το παράπονό της για την κατάρα της αρρώστιας.
Δύσμοιρο σώμα
όταν ο θάνατος κοντοζυγώνει. (Παράπονο, σελ. 54)
Σκηνές βιωματικές, βαθιά ανθρώπινες και συγκινητικές, που ο ποιητικός λόγος μεταφέρει με ερωτήσεις και ασύνδετα, εικόνες και διαυγή λόγο, ρυθμό ασθματικό, προφορικότητα, σκηνογραφία. Η νεαρή ντελικάτη γυναίκα και ο ασύλληπτης τραχύτητας θάνατος.
Η μητέρα θα υποδουλωθεί στην άφθαρτη ανάμνηση της κόρης, στην παραδεισένια φαντασμαγορία που έφερε στη ζωή της. (ΤΡΑΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ, σελ. 58). Η ποιητική διαδρομή θα κλείσει με τη σκέψη ότι ευνοήθηκε, γιατί αγαπήθηκε. Ο έρωτας, το σταθερό αιέν, θα επανέλθει, προσφέροντας παρηγορία.
ΕΥΝΟΙΑ
Μπήκε στη μεγαλειώδη επικράτεια του πάθους.
Καταξιώθηκε στον έρωτα και αγαπήθηκε.
Εύνοια της έτυχε […]
Τα υπέροχα από εδώ ξεκινούν:
ότι αγαπήθηκε. (σελ. 59)
Η συλλογή Ντελικάτη γυναίκα της Αλεξάνδρας Μπακονίκα συγκλονίζει με το πάθος και την αλήθεια της. Η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, η αγάπη, περνούν μέσα από εικόνες άμεσες. Σφηνώνονται σε στίχους ρεαλιστικούς και λέξεις δυναμικές. Ο θάνατος εγείρει στους ζωντανούς τη βαθιά ανάγκη της ανάμνησης των νεκρών, αλλά και την αποδοχή της ζωής με όλη της τη βαρβαρότητα. Η ποιητική φωνή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα είναι φωνή τρόμου και χαμού μέσα σε έναν κόσμο αλλοτρίωσης και θανάτου, με μοναδική ελπίδα τον έρωτα.
[i] Σαν οπτασία, σελ. 12.
[ii] Ραντεβού, σελ. 13.
[iii] Φωτεινοί αιθέρες, σελ. 14.
[iv] Διαδρομή, σελ. 36.