Εάν η κριτική είναι ποίηση σε πρόζα κι η ποίηση θεραπαινίδα ενός όλο και διαφεύγοντος νοήματος. Εάν το ποίημα είναι παρερμηνεία ενός άλλου ποιήματος κι η παρερμηνεία αυτή η πατροκτόνος είσοδος στην ενηλικίωση του ποιητή. Τότε κι εγώ –έστω κι έμμεσα- θα ακολουθήσω μιαν αντιθετική πορεία στην (παρ-)ανάγνωση που θα σας παρουσιάσω.
Το βιβλίο του Δημήτρη Μαύρου, «Αυτιστικός Θεός», είναι μια πρώτη προσπάθεια ποιητικής ωρίμανσης. Έντονα επηρεασμένος από τον Harold Bloom, διατρέχει σημαντικές στιγμές του Κανόνα κι αναμετράται μαζί τους ενώ ιδιαίτερη θέση κατέχει η παρουσία του Δημήτρη Αρμάου, που, ως «πρόγονος», είτε θα αφομοιωθεί είτε θα συντρίψει τον επίγονό του.
Κεντρομόλος της συλλογής είναι η αγωνία του ποιητή και η προσπάθειά του να τιθασεύσει την προπατορική κυριαρχία. Μέσα από προσωπεία και θραυσματικές αφηγήσεις, παίζοντας με τις λέξεις και με έντονο το (αυτό-) σαρκαστικό στοιχείο, χτίζει τον λόγο με χειρουργική ακρίβεια. Υπάρχουν σημεία, μάλιστα, όπου θαρρείς και επαληθεύεται η στηβενσιανή άποψη για την λειτουργία της ποίησης∙ δηλαδή ως αποκάλυψης των στοιχείων της μορφής.
«Ημέρα 100.000
Πασχίζω να τελειώσω τον Αυτιστικό θεό. Παρανάγνωσα κάτι παρήγορο σήμερα: Φαίνεται να έπαψα να πέφτω∙ πλέον είμαι πεπτωκώς, άρα, κείτομαι εδώ στην Κόλαση, αλλά καθώς έπεφτα, παρεξέκλινα, άρα κείτομαι εδώ σε μια Κόλαση καλύτερη χάρη σ’ εμένα». (σελ. 28)
Για τον Bloom, η βίαιη «διόρθωση» του προηγούμενου κειμένου και η ενοχή που γεννά η χρονική καθυστέρηση της εμφάνισης του ποιητή, αλλά, ακόμα- ακόμα, και η σχέση του ίδιου με τις αλληγορικές μορφές των αναγνώσεών του∙ υπόσχονται μια βέβαιη πτώση. Όχι ακριβώς ως ήττα∙ αλλά ως αναπόφευκτη και καθαρά έννομη εξισορρόπηση που εγκαθιστά την προσωπική ιστορία (ένα είδος ποιητικής βιογραφίας) στον πυρήνα της δικής του δημιουργίας. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Δημήτρης Μαύρος, γι’ αυτό άλλωστε αναφέρει τα εξής:
«προς ένα νενικήμεθα, προς μια σειρά ματ[αι]ωμένες κατανύξεις, στο κυνήγι ενός thesaurus κι η υπεροψία με τραβά στον πυθμένα, [ποιον; εμένα!] και το βένθος με κοιτά γεμάτο μάτια, ποιο πένθος, το πένθος θέλει μνήμη, η μνήμη αγάπη ή φήμη,
σιβυλλαίνω τε καὶ πρόφημι,
μένει η μέθη αντίδωρο, που πια μου γλίστρησαν για τα καλά οι λέξεις, π’ απέμειναν κουτάκια με ταμπέλες για τα χάπια, π’ απέξω ο θάνατος στημένος σ’ ένα φιατάκι κάθεται και σιγοπίνει Λουξ» (σελ. 25)
Γιατί, όμως, αυτιστικός; Εδώ ίσως να έχουμε μια συνεκδοχή της αγωνίας στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως: «στου χειρουργού τα δάχτυλα νυστέρι, θεϊκή αγάπη, μια εμμονή κατάβαθα στο φάσμα, είναι άσμα αυτιστικού ασθματικού θεού, σαράντα δύο χρόνια ποδαρόδρομος» (σελ. 25).
Τέλος, είναι εντυπωσιακή η δεινότητα του ποιητή στο κομμάτι της τεχνικής επεξεργασίας των ποιημάτων. Οι απότομες εναλλαγές στο μέτρο και η στοχευμένη ανορθογραφία, τα ποικίλα σχήματα λόγου και οι παιγνιώδεις παρηχήσεις που αλλοιώνουν τον ρυθμό κατά την ανάγνωση –δημιουργώντας ηχητικές παραμορφώσεις, καθώς και οι εικόνες που φτιάχνει μέσα από λεπτές επεμβάσεις σε λέξεις ή φράσεις∙ είναι μερικά μόνο τεχνάσματα που χρησιμοποιεί ο ποιητής/ συγγραφέας/ μεταγραφέας.
Είναι ένα αρκετά απαιτητικό έργο που προτείνει μιαν άλλη αντιμετώπιση της ποίησης. Παρωδεί την σοβαροφάνεια και την απατηλή αίσθηση της απόλαυσης διαμέσου της απλότητας. Κι αντιπαραβάλει την αποστασιοποίηση με την αυτοαναφορικότητα και την εξομολογητικού τύπου γραφή. Ανοίγοντας έτσι ένα νέο παράθυρο διαλόγου με τον αναγνώστη.
Δημήτρης Μαύρος, «Αυτιστικός Θεός», Gutenberg, 2020