Scroll Top

Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί/H ανάδυση της λογοτεχνίας μέσα από τη διεργασία του πένθους – Κριτική από την Ιφιγένεια Σιαφάκα

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη αποτελείται από ποιητικά ημερολογιακά κυρίως μικροκείμενα (ελάχιστα σε κάθετη διάταξη) που ως ενιαία θεματική έχουν την ψυχική διαχείριση της μητρικής απώλειας. Εξαίρεση αποτελεί το τελευταίο μέρος της συλλογής, όπου η ποιήτρια αφιερώνει κάποια ποιήματα και στην απώλεια του πατέρα της.

Πρόκειται ασφαλώς για αυτοβιογραφική καταγραφή, όπου το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται ξεκάθαρα με το υποκείμενο της συγγραφής μέσα από μία μονολογική ημερολογιακή νέκυια με αποδέκτη το «εσύ» μιας νεκρής μητέρας αλλά ωστόσο ολοζώντανης μητέρας η οποία στοιχειώνει τις σελίδες του βιβλίου.

Όμως, καθώς κατηφορίζω και βλέπω όλη την πόλη μας να απλώνεται μπροστά μου, σου λέω πως είσαι ο ζωντανός ορίζοντάς μου. [σελ. 15]

   Προκύπτουν ωστόσο ερωτήματα όχι μόνον για το ενδιαφέρον που μπορεί να εκδηλώσει ο αναγνώστης προς ένα βαρύ ιδιωτικό αφήγημα θανάτου αλλά και για τους προσωπικούς λόγους δημοσίευσης κειμένων με θεματική λίγο ως πολύ εξαντλημένη. Ή, διαφορετικά, ανιχνεύονται στα κείμενα της Πεχλιβάνη εκείνα τα στοιχεία που επαναπροσδιορίζουν την ιδιωτική ψυχική υπόθεση όχι μόνον ως διακριτικά ανεκτή στο δημόσιο βλέμμα αλλά και ως πνευματικό δημιούργημα που επιτρέπει την αποκοπή από τη δημιουργό, προκειμένου να διεκδικήσει διαφορετική θέση στις συνειδήσεις μέσα από μία οικουμενικά προσφερόμενη ταύτιση;

Ο θάνατός σου ήταν σφάλμα. Με βύθισε σε μια κοινοτοπία σκέψης, σε έναν βάλτο ελαφρών προσεγγίσεων της ψυχής, σε μια αμφιθυμική μεταφυσική δεύτερης κατηγορίας. Ο θάνατός σου με εξέθεσε ανεπανόρθωτα, μητέρα. [σελ. 57]

Προσπαθώ να συντάξω μια περίοδο λόγου. Σου εξηγώ πως ο πόνος δεν είναι προνόμιο αλλά κοινοτοπία… [σελ. 66]

   Τα κείμενα, άραγε, της ποιήτριας χαρακτηρίζονται από εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές που αφορούν την έκθεση του ψυχικού βάρους σε μία φιλική συζήτηση, ψυχοθεραπευτική συνεδρία, θρησκευτική εξομολογητική διαδικασία; Είναι, δηλαδή, λογοτεχνία ή άσκηση του αφελούς δικαιώματος της βουλήσεως του ομιλ/όντος σε πεδία που η πρόσβαση δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο η ομιλία ή η διαχείριση του μολυβιού κατ’ οίκον, αλλά κατακτάται με κοπιώδη εργασία, γνώση, απαραιτήτως ταλέντο, και μόνον όταν ανευρίσκονται οι προϋποθέσεις της αισθητικής που διαφοροποιούν την Τέχνη από το (αναφαίρετο ασφαλώς) δικαίωμα της αποθεραπείας διά μέσου της γραφής;

Κάποια βράδια ξενυχτώ μαζί σου, πίνω μαύρο γάλα κι ανάβω σπίρτα [] Σκέφτομαι τη γλώσσα μου, που ορφάνεψε. Και συνεχίζω. [σελ. 33]

Οι μήνες της ανοίξεως έρχονται και διαβαίνουν, με τη δική του θλίψη ο καθείς. Μ’ αφήνουν μες στον χρόνο τον πραγματικό, νήπιο προγλωσσικό, νήπιο ερεβώδες./ Μα φυσικά. Μα φυσικά αφότου έφυγες, μητέρα. [σελ. 60]

Η Πεχλιβάνη λοιπόν μιλά από τη θέση μιας απλώς απαρηγόρητης κόρης ή από τη θέση του δημιουργού που επεξεργάζεται την εμπειρία της; Απευθύνεται σ’ έναν αναγνώστη που τον εκλιπαρεί να την ακούσει ή σε κάποιον που καλεί σε συν/ανάγνωση μιας σκληρής και μη ορατής διά γυμνού οφθαλμού πραγματικότητας –άλλωστε φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, κατά Ηράκλειτον–, η οποία έπεται της θρηνωδίας, και αποτελεί προϊόν ενσυνείδητης προσπέλασης, και άρα κατάθεση άξιας λόγου και προς προβληματισμό;

Κάποιες νύχτες ελαφρές σαν νάιλον κουνουπιέρα ξυπνάω και είμαι νεκρή. Όχι πολύ νεκρή, όπως η Άννα, η Βιρτζίνια ή η γειτόνισσα Μαρία, μα επαρκώς νεκρή για να σε συναντήσω. [σελ. 76]

Μετέχω στη διαδικασία ανασύστασης του μερικού [σελ. 45]

   Ασφαλώς τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Ανάμεσα σε εκατοντάδες βιβλία που υποδύονται την ποίηση, επειδή εκφράζουν «αληθινά» τη συντριβή των δημιουργών τους για τις τραγωδίες της ζωής, το παρόν βρίσκεται στον αντίποδα επιβεβαιώνοντας ότι η λογοτεχνία δεν συνιστά «κουβά» δακρύων αλλά πεδίο Τέχνης με ιδιαίτερες απαιτήσεις και ασφαλώς ικανότητες.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν είναι απλό να εκθέτει ο δημιουργός με κρυστάλλινο τρόπο την αναντιστοιχία ανάμεσα στον ιστορικό και τον προσωπικό του χρόνο [σελ. 60], την ταύτισή του με το απολεσθέν αντικείμενο της αγάπης αλλά και την επιστροφή του σε μια τρομακτική ψυχική κατάσταση/ προγλωσσική, όπως την ονομάζει η ποιήτρια, όπου η γλώσσα είναι ανενεργός ως προς τον διαμεσολαβητικό της ρόλο για τη σύσταση του υποκειμένου. Η μητρική απώλεια, όπως διαφαίνεται και στα αποσπάσματα, ισοδυναμεί ψυχικά για την Πεχλιβάνη με την απώλεια της γλώσσας. Ως εκ τούτου η συγγραφική πράξη στο σύνολό της έρχεται να επαναφέρει τη γλώσσα και συνεπώς, συμβολικά, και τη νεκρή μητέρα. Άλλωστε η ποιήτρια μιλά για την ανασύσταση της μητέρας διά μέσου αντικειμένων, πράξεων, της φωνής, της αφής κ.λπ. Έτσι, το «γιατί γράφω» όχι μόνον δηλώνεται συνειδητά αλλά κομίζει και υλικό για τη συμβολική λειτουργία της γραφής.

Οι κλωστές της φωνής σου απαλές. Με υφαίνουν, με κάνουν μοχέρ απαλό. Μ’ αυτό σε σκεπάζω για να σ’ έχω ζεστή. Κάνω τα πάντα για να είσαι ζεστή. Γίνομαι γάτα μακρύτριχη. [σελ. 63]

Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Κι ενώ με καταπίνει, νιαουρίσματα σκίζουν τα κύτταρά μου. [σελ. 36]

Τώρα μάς πλησιάζει και ανεβαίνει πάνω σου, έχει μια γαλάζια ουρά, που είναι θάλασσα, σηκώνει κυματάκι και σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σε δροσίζει. Σήμερα ο καιρός είναι όμορφος. Εσύ γαλάζια θάλασσα και η ουρά της γάτας να τρεμοπαίζει. [σελ. 17]

   Στο πλαίσιο αυτό τοποθετούνται και οι γάτες, σηματοδοτώντας και την επιλογή του τίτλου της συλλογής [Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί], που συνοδεύεται από φωτογραφίες γατιών της Ιωάννας Φραγκοστεφανάκη, στο Γ´ Κοιμητήριο του Δήμου Αθηναίων στη Νίκαια. Από τους παραπάνω στίχους επιβεβαιώνεται ο τρόπος της απεύθυνσης προς τη νεκρή μητέρα: διά μέσου πολλαπλών ταυτίσεων [σελ. 38 Αφηγηματολογία ΙΙ …πολλαπλή εστίαση (είμαι εγώ, είμαι εσύ, είμαι οι άλλοι όλοι], μιας συνεχούς δηλαδή αλλαγής θέσεων που επιτρέπουν και τη διαφορετική θέαση αλλά και τους κύκλους επεξεργασίας του πένθους – η μητρική φωνή χαϊδεύει την ποιήτρια, η ποιήτρια γίνεται μοχέρ, το μοχέρ τρίχωμα της γάτας, η ποιήτρια γίνεται γάτα. Η γάτα έχει μια ουρά, η ουρά είναι γαλά/ζια θάλασσα, η θάλασσα χαϊδεύει τη μητέρα, η μητέρα γίνεται θάλασσα γαλά/ζια, η γάτα/ποιήτρια βρίσκεται πάνω στη γαλά/ζια θάλασσα, εκεί εν ολίγοις όπου η πολυσημία του σημαίνοντος αποκαλύπτει την αλήθεια μέσα από μία σειρά λογικής ανάλυσης των λεγομένων της. Την ύπαρξή της εντός της πένθιμης διαδικασίας ως νηπίου ερεβώδους, κατά τα λεγόμενα της Πεχλιβάνη, που ωστόσο στον πραγματικό χρόνο αρθρώνει έναν λόγο καθαρό, άμεσο, στιβαρό, μεστό, με στοιχεία ονειρικά, κάποτε παραλόγου και μαγικού ρεαλισμού, ωραίες μεταφορές και εικόνες, που δημιουργούν ατμόσφαιρα.
Εκείνο που είναι αξιομνημόνευτο είναι η άρτια τεχνική διαχείριση του θέματος, που έχει ως αποτέλεσμα την απαραίτητη απόσταση και κριτική ματιά προς το ίδιο το γραπτό της. Μια απόσταση που, επί της ουσίας, ορίζει και την οπτική του αναγνώστη ώστε να παρακολουθήσει το κείμενο με ενσυναίσθηση αντλώντας αισθητική απόλαυση, αλλά χωρίς να διαρραγεί βιαίως απ’ αυτό. Αυτό ακριβώς το μέτρο είναι που κάνει το κείμενο λογοτεχνικό και άξιο ανάγνωσης, δηλαδή όχι μόνον αληθινό αλλά και αξιοπρεπές απέναντι στην ανυπέρβλητη υπόθεση του θανάτου. Άλλωστε, όπως λέει και η ίδια, κάθε χρόνο οι ίδιοι ανασταίνονται…

Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί, εκδόσεις Κίχλη, 2021