Scroll Top

Αλεξάνδρα Μυλωνά, “Ντελικάλτ Εγώ και μερικές φίλες μου v.2, Αφηγήσεις γυναικών” – Παρουσίαση από την Μαγδαληνή Θωμά

Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που συναντιούνται στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, όπως στα άνω δώματα μιας σκέψης; Που κατοικούν σε διαμερίσματα ξέχωρα, του ίδιου κτηρίου, όπως στα κεφάλαια του βιβλίου αυτού; Η συγγραφέας – αφηγήτρια μαζεύει τα λόγια τους στην «ανοιχτή απόχη του λάπτοπ», όπως λέει, από την ταράτσα, όπου βρίσκεται, μέρος ιδανικό για σκέψεις που υπερίπτανται. Οι μικρές τους ηλικίες μεγαλώνουνε, τρυγούν, από την εμπειρία τους, ζωή, σφυρηλατούν μικρά και μεγάλα πάθη. Δοκιμασίες του καθημερινού, βάρη ισόβια. Aναλαμπές μιας σκέψης, καταιγισμοί μιας σχέσης. Αδόκιμα πειράματα και ώριμες αναπολήσεις: όλα μπερδεύονται τρυφερά. Η γραφή της Αλεξάνδρας Μυλωνά τούς δίνει χαρακτήρα και ήθος. Τους μεταφέρει από τις σελίδες ενός βιβλίου, στα φώτα μιας σκηνής, πλάθοντας μαζί και θεατρικούς μονολόγους. Μια ώσμωση θεάτρου και λογοτεχνίας, στη δοκιμή, επάνω, της γραφής.
   Ντελικάλτ, Εγώ και μερικές φίλες μου: ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου. Και αν ο τίτλος πυκνώνει αινιγματικά τη σημασία της ευαισθησίας, έρχεται ο υπότιτλος να τον αναπτύξει, δηλώνοντας το πλαίσιο μιας συναισθηματικής σχέσης. Η πρώτη αφηγηματική φωνή της συγγραφέως, εγκαινιάζει μια θεώρηση των πραγμάτων που επιβάλλει απόσταση: παρακολουθεί τα πράγματα από ψηλά. Όταν πέφτει ο ήλιος, ανεβαίνει στο παλιό πλυσταριό της ταράτσας και αφουγκράζεται, το βράδυ, τις δεήσεις των ηρωίδων της που μεταφέρονται με τ’ αεράκι. Βρίσκεται, έτσι, «από πάνω», αν και όχι υπεράνω των ηρωίδων της, αφού συγχρωτίζεται μαζί τους, μοιράζοντάς τους κομμάτια από την ψυχή της. «Μήπως είστε όλες τυχαίες προβολές του εαυτού;» αναρωτιέται στον Επίλογο, όταν ο κουρνιαχτός της σκέψης καταλαγιάζει. Έτσι κι αλλιώς, ο απόηχος της νύχτας, σαν ήχος βαθύτερος της ψυχής, ησυχάζει και παρηγορεί. Τροφοδοτεί το βλέμμα με το ουσιαστικότερο.
Στα κεφάλαια, που τιτλοφορούνται το καθένα και με ένα γυναικείο όνομα, το διευκρινιστικό νούμερο δίπλα, δηλωτικό της ηλικίας τής κάθε ηρωίδας, αθροίζει, με τον τρόπο του, χρόνια και εμπειρίες. Οριοθετεί μια οπτική. Οι άνθρωποι ζουν ανάλογα με την ηλικία τους πρωτίστως. Και οι γυναίκες, που κουβαλούν αδιακρίτως τη δίκη και την καταδίκη τους, (το βιβλίο έχει αφιέρωση «Της ανθρώπου» από τον ομώνυμο τίτλο του ποιήματος της Ζωής Καρέλλη), δοκιμάζονται διπλά: επωμίζονται το φορτίο του ανθρώπου και το πρόσθετο φορτίο, του φύλου. Η αφηγηματική οπτική δεν μένει αδιάφορη σ’ αυτό. Λογαριάζει, επιπλέον, τα καμώματα της εποχής και τους όρους της σύγχρονης ζωής με χιούμορ και ειρωνεία.
Η δεκαεξάχρονη Πατρίσια πειραματίζεται με τις σκόρπιες κάμερες του δρόμου, που της καλλιεργούν την λατρεία της εικόνας του εαυτού, μαζί και τον φόβο της έκθεσης, ενώ οι υποψίες της δεν την εγκαταλείπουν, ακόμα και στις πιο διακριτικές της στιγμές. Το «σέλφι», πρώτο τεκμήριο του πολιτισμού της εικόνας, προβάλλει την επιφάνεια και αναχαιτίζει το βάθος. Και οι άνθρωποι ευθυγραμμίζονται με την απλουστευτική προβολή τους.
Διαφορετική άποψη έχουν οι αναζητήσεις της Νεφέλης, στον επόμενο ηλικιακό σταθμό των 21 χρόνων, με την ξεκάθαρη κριτική της στην υπεραπλούστευση της επικοινωνίας και την έκπτωση της γλώσσας των κοινωνικών δικτύων. Η κωδικοποιημένη επαφή βαραίνει την καρδιά. Ευαίσθητος δείκτης του ανικανοποίητου η νέα κοπέλα αναζητά το περισσότερο η σύγχρονη αγραμματοσύνη είναι μαζί και απλούστευση της σκέψης και η Νεφέλη δεν ευθυγραμμίζεται με αυτό.
Η Λεοντώ, των 28 χρόνων, καταγγέλλει δυναμικά το ήθος του σύγχρονου αρσενικού, που δεν της πάει. Η σύγχρονη σημειολογία του άντρα κάνει τις παλιές ωραίες αξίες του λευκού πουκάμισου και του υφασμάτινου παντελονιού να δείχνουν ιδιαιτέρως ελκυστικές, συγγενεύοντας εκλεκτά με τη σοφία ενός κλασικού πνεύματος. Το «ΚΤΕΟ του έρωτα», όπως σημειώνει η Λεοντώ, δεν μπορεί να το περάσει ο καθένας.
Το βίωμα της αγάπης ως απάτης μεταφέρει και η τριανταεξάχρονη Καιτούλα, που εκφράζει, μέσα από το ματαιωμένο της αίσθημα, το ματαιόπονο της ελληνικής κοινωνίας να οικοδομήσει στον αέρα με τον αέρα. Η απάτη των άδειων κουφωμάτων της πολυκατοικίας, που της έκανε ο θείος του αγαπημένου της, άφησαν στην καρδιά της κενό. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο με τις συναισθηματικές της άμυνες που είναι χτισμένες γερά: το θράσος του Θράσου την οχυρώνει σε ένα είδος επεξεργασμένου θυμού. Η Καιτούλα θα βρει τον τρόπο της να παρηγορηθεί.
Στο κατώφλι μιας μεταβατικής ηλικιακής καμπής, η τριανταεννιάχρονη Αθηνά θα ξεγλιστρήσει από τις δαγκάνες της βιομηχανίας της ομορφιάς με επιτυχία: η προσπάθεια να της πουλήσουν νεότητα και ωραιότητα θα συγκρουστεί με την υγιή αντίστασή της. Μήπως η νεότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό; Μια αέναη αναζήτηση της ουσίας, η καλλιέργεια μιας ποιότητας ζωής αδιατίμητης που φέρνει ικανοποίηση και ισορροπία.
Ανάλογη αντίσταση προβάλει και η Σουλτάνα, στα 45 της, που αντιμετωπίζει την ήρεμη βία της διαιτολόγου. Η Σουλτάνα γίνεται θύμα μιας διαδικασίας χειραγώγησης με παράλογα στοιχεία που αγγίζουν τα όρια του κωμικού παραλόγου. Η τροφή, ωστόσο, είναι η ανάμνηση της μάνας και η Σουλτάνα από τη μια, δικαιώνεται, αλλά από την άλλη, πέφτει θύμα των ίδιων της των λόγων: η διπλή αυτή οπτική της αφήγησης εμπλουτίζει τα φανερά και κρυφά μηνύματα της ιστορίας.
Την αφηγηματική έκπληξη καλλιεργεί και ο μονόλογος της «Τζόρτζια 48», που αναπτύσσει την ιδιαιτερότητα ενός προσωπικού λόγου: «Ε, λοιπόν, το φιλοσό. Το έψαξα, το βρήκα, το ζύγισα, το αποφά ». Η λαϊκή τραγουδίστρια Τζόρτζια αυτοσχεδιάζει τον λόγο της και η γλώσσα αποκτά κοινωνική υπογραφή. Έχει μια αυτάρκεια στη θλίψη της, ένα καλοπελεκημένο κουράγιο μπροστά στις δυσκολίες που συναπαντά και οι δυσκολίες φτιάχνουν την αντίστασή της.
Διαφορετική, αλλά εξίσου προσωπική είναι και η έκφραση της πενηνταδιάχρονης Ευανθίας. Το οικογενειακό μυστικό της ερωμένης του άντρα της δεν της αφήνει ψευδαισθήσεις και, στην αρχή του μονολόγου, η κοντή ανάσα του λόγου κάνει το ύφος της γραφής υπαινικτικότερο. Είναι η περίπτωση, όπου η κοινωνική κρίση ευνοεί την προσωπική ζωή: χάνοντας τα οφέλη της η ερωμένη αποσύρεται και Ευανθία διαπραγματεύεται τον καημό της αμυντικά. Τα συναισθηματικά της όπλα τη βοηθούν να ανταπεξέλθει – οι ηρωίδες του βιβλίου παρουσιάζονται και ως ηρωίδες της ζωής.
Η Στέλλα, από την άλλη, χρονών 56, αναγκάζεται να ξεβολευτεί, φιλοξενώντας έναν ουρανοκατέβατο Πολωνό με παράξενα γούστα, μια φιλική γνωριμία της κόρης της. Όταν αυτός αποκαλεί τη μάνα «αισθησιακή γυναίκα» θίγει τον καθωσπρεπισμό της και η πουριτανική ευθιξία της Στέλλας αποκτά έκφραση κωμική: παίρνει ένα όπλο αεροβόλο από την ντουλάπα της και ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Για τη Στέλλα, το κομπλιμέντο είναι προσβολή.
Στην αφήγηση της εξηντατριάχρονης Γιάννας, ο λόγος της γραφής μπολιάζεται δυναμικά. Η προφορικότητα και ο χείμαρρος της έκφρασης διαπυρώνουν στο έπακρο το υλικό της γλώσσας. Η ιδιόλεκτος της Μακεδονικής τοπιολαλιάς ανακατεύεται με σύγχρονα γλωσσικά στοιχεία, η προσωπική έκφραση αποθεώνεται ως μοναδική. Η Γιάννα μιλώντας δημιουργεί: οχυρώνει τον χαρακτήρα της στην ευρηματικότητα του ζωντανού της λόγου.
Οι μονόλογοι του βιβλίου κλείνουν με τα σχόλια της Άλμας, της συγγραφέως των αφηγήσεων. Ο ηλικιακός της δείκτης, 69+, κατατοπιστικός σαν καταστάλαγμα και υπαινικτικά ερωτικός, γίνεται το ήσυχο φίλτρο των σκέψεων και των ιδεών που ανακατεύονται με το ταραγμένο βίωμα της ζωής και απογειώνονται το βράδυ σε μια στοχαστική ταράτσα. Η μαρτυρία της, το λυρικό απόσταγμα του προβληματισμού της, λειτουργεί ως κάδρο της αφήγησης του βιβλίου, αφήγηση που ανοίγει και κλείνει με τα λόγια της. Όταν οι άνθρωποι κοιμούνται, τα όνειρα ξαγρυπνούν Ειδικά, τα όνειρα μιας ζωής τρικυμισμένης. Ο μονόλογος μιας γυναίκας, που μοιράζεται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα της, ανοίγει διάλογο με την εποχή της.
Το αφήγημα της Αλεξάνδρας Μυλωνά, βαθιά σύγχρονο, μεταφέρει τους κλυδωνισμούς της εποχής μέσα από την εύθραυστη ματιά του γυναικείου βλέμματος. Και αν, όπως λένε, δεν υπάρχει γυναικεία γραφή, υπάρχει ωστόσο πάντα μια γυναίκα που γράφει.

Αλεξάνδρα Μυλωνά, Ντελικάλτ Εγώ και μερικές φίλες μου v.2, Αφηγήσεις γυναικών, εκδ. Γράφημα Θεσσαλονίκη 2020, σ. 95.