Έβδομη ποιητική συλλογή για τον νεαρό Κύπριο ποιητή Αντρέα Τιμοθέου (εκδ. Μανδραγόρας, 2021) στην οποία είκοσι εφτά ποιήματα μάς προσκαλούν σε ένα ιδιότυπο δείπνο, σε ένα δείπνο στο οποίο ένα σώμα χωρίς πλέον την Αφή του Έρωτα, χωρίς τη μοναδική λάμψη που χαρίζει η ανταπόδοση της ερωτικής επιθυμίας, μπορεί να γίνει έρμαιο και βορά σε μάτια και στόματα. Όπως εύστοχα έχει διατυπωθεί και από την Κική Δημουλά, ο έρωτας είναι φθαρτός και εφήμερος και ο πρώτος σταθμός όταν εκείνος φεύγει είναι η λύπη. Αυτό αποτυπώνεται και από τον Τιμοθέου στους λυρικούς τόνους των ποιημάτων του, στα οποία ο πλούσιος ψυχισμός του ποιητή αποκαλύπτεται σε μια πρωτοπρόσωπη γραφή με χαρακτηριστικά αυτοβιογραφικού λόγου.
Φαντάζομαι/πως είναι αξιοθαύμαστο/ να είμαι λυπημένος/ Όταν τα βράδια/ κεντώ με παραμάνες το σαρκίο μου/ δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα/ Κατά βάθος/ η Τέχνη της ραπτικής με σώζει/ έστω με διατηρεί./ Με βοηθάει πάντα να δηλώνω/ τη ζωή/ που προστάζουν/ οι θάνατοί μου («Προσδοκία», σελ. 17)
Ποιήματα με αφόρμηση τη διάψευση του έρωτα, με το ανάλογο συγκινησιακό φορτίο, με την αισθητική και επανάληψη λέξεων τις οποίες ο ποιητής εντέχνως τοποθετεί μέσα στη συλλογή (σώμα, αίμα, Αφή, μύθος). Έτσι ο Τιμοθέου δικαιώνει θεματικά την προμετωπίδα που έχει επιλέξει για τη συλλογή του αυτή, τον αποφαντικό λόγο της Κατερίνας Αγγελάκη –Ρουκ : «Το σώμα είναι η νίκη/ και η ήττα των ονείρων.»
Το σώμα ως κυρίαρχη ποιητική αναφορά, στην υλική και ενίοτε στη συμβολική και αλληγορική του εμφάνιση, σηματοδοτεί την επίγνωση της ερωτικής υποκειμενικότητας. Διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή λειτουργώντας συνεκτικά και δημιουργώντας την αίσθηση ενός μεγάλου σπονδυλωτού ποιήματος , το οποίο προκύπτει ως λογοτεχνική παρενέργεια της απώλειας μίας ερωτικής Εδέμ.
Έψαχνα να βρω την Εδέμ/ Πλανόδιος/ Ίσως η εξορία/ μου τη συστήσει. («Εξορίας εγκώμιον», σελ. 11 )
Το πρώτο αυτό ολιγόστιχο ποίημα της συλλογής παραπέμπει συνειρμικά στην έκτη ποιητική συλλογή του Τιμοθέου (Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ, 2019) και λειτουργεί ως εφαλτήριο για τη νέα ποιητική διαδρομή του, συνενώνοντας τον προϋπάρχοντα στοχασμό με την εμπειρία ενός Πλανόδιου και πάλι ποιητικού υποκειμένου, το οποίο αναζητά τον ποιητικό αλλά και υπαρξιακό του αυτοπροσδιορισμό.
Ένας παράξενος Πλανόδιος/χωρίς σκοπό, χωρίς καθήκον/θα πορευτείς σε θάλασσες/ με άγριες φουρτούνες./ Αν φτάσεις στην ακτή με στέμμα άθικτο/ καμία θάλασσα δεν σ’ άξιζε / κι όποιον σκοπό σού επέβαλαν/ ήταν δικός σου μύθος. («Πρίγκιπας του πουθενά», σελ. 13)
Εξομολογητικός τόνος γραφής, όπου υφέρπει η πίκρα και η μελαγχολία της ανεπίδοτης ερωτικής ανάγκης. Κυρίαρχα στον λόγο τα ουσιαστικά, αποδίδουν τη δωρική λιτότητα και γνησιότητα των αισθημάτων.
Ίσως να είναι ώρα να σκεφτούμε/ πόσο πιο σταράτο/ πόσο πιο ειλικρινές/ ήταν τελικά εκείνο το: «Νιώθω έρωτα για σένα»/αντί για το/ «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου»./ Οι μετοχές πάντα μας προδίδουν/ ενώ τα ουσιαστικά / στέκουν εκεί χωρίς ανάγκη./ Θες δεν θες σου λέει/ για να αρθρώσεις νόημα/ με χρειάζεσαι./ Αυτό, αυτό κατάργησε / η εποχή μας/ κι έτσι κλειστήκαμε/ ικέτες / σε μια ζωή που πέρασε. («Φοβάμαι», σελ. 18)
O έρωτας από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί μία υπαρξιακή συνθήκη. Η παρουσία του επικυρώνει την υπόσταση, η απουσία του ακυρώνει την Εδέμ , τη μυσταγωγία της Αφής, τη θεία μετάληψη αγάπης από σώμα σε σώμα. Και η τρυφερότητα αξόδευτη , κατά τον ποιητή («Θα γελαστούμε πάλι», σελ. 19) γίνεται η βάσανος και η αφορμή της ταραχής , η οποία εκκινεί από την πείνα του σώματος, καταλήγει στη δίψα της ψυχής και αμφίδρομα. Διακειμενικά, κατά το «Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε» του Ρίτσου, ο Τιμοθέου σε ένα καημό αλλά και προσδοκία παλιγγενεσίας, πεθαίνει μέσα στην απουσία, αναγεννιέται και υπάρχει μέσα στην ιερότητα και ομορφιά που υποβάλλει ο έρωτας .
Η σιωπή μας δηλώνει πως κάποτε υπήρξαμε/ σαν λέξη/ σαν συναίσθημα/ έστω σαν αναζήτηση./ Χωρίς αφή μετρώ τον χρόνο/ κι ακόμα διαγράφω φως/ τις ώρες που ανατέλλεις./ Τι να σημαίνει κεχριμπάρι/ Μάη μήνα/ και τι το σ’ αγαπώ/ αν δεν το κρεμάω στον λαιμό σου; («Υπήρξαμε», σελ. 21)
Μια μέρα θα γίνω όλος θάλασσα/ για να σε κατοικήσω/ θα εξορίσω το αλάτι για τα μάτια σου/ και μες στο φως θα γίνεσαι/ χάρτινο καραβάκι./ Αφού δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω τη μαγεία σου/ ίσως να μην υπήρξα. («Δεν είν’ αυγή», σελ. 23 )
Ωστόσο, αυτή η περιπλάνηση στην αναζήτηση των όσων υπόσχεται ο έρωτας και η Εδέμ του, όσο και αν το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει εξαρχής τις αναμενόμενες νίκες και ήττες ή αποδέχεται με τον ρεαλισμό της εμπειρίας «Εναλλαγές της πίκρας οι ζωές μας» ( Η Πόλη-Η Χώρα-Το Σώμα, σελ. 34), επιφέρει και την ανάγκη της μεταμέλειας για όλα όσα ματαίως ή εκτός ορίων αναζήτησε. Σαν Οδυσσέας με τόλμη Πηνελόπης («Το δείπνο του σώματος», σελ. 16), υφαίνοντας και ξηλώνοντας ίσως τα νήματα των λέξεών του, αφού, όπως ομολογεί «Όσο περίμενα/ οι λέξεις έφτιαχναν εσένα» («Μετά την Εδέμ», σελ. 39)
Γιατί, όμως, ενοχικός ο έρωτας, ενοχικός ο Οδυσσέας-ποιητής, που αναζητά την Εδέμ αντί την Ιθάκη; Ίσως λόγω υπερβολής; « Μία πνιγμένη υπερβολή / ζητούσε ορατότητα» («Ίσως με σώσει το ποίημα»,, σελ. 22) Ίσως πάλι λόγω της κατάργησης του εαυτού μπροστά στο καταλυτικό Εσύ; « Κατηγορώ / που δεν μ’ αγάπησα/ για να σε ζήσω» («Θα ‘ρχεσαι», σελ. 20)
Όποια και να είναι η περίπτωση, η ποιητική διαδρομή του έρωτα καταλήγει ως αφορμή μεταμέλειας για το ποιητικό υποκείμενο, αφού ο Τιμοθέου, τοποθετώντας σε πλήρη αρμονία λέξεις και συναισθήματα, τεχνουργεί την πορεία-δοκιμασία και καταλήγει στο σώμα που δεν ξεπλένεται, όσο κι αν το φορέσεις. («Ανάσα», σελ. 25) Επιθυμία, Αναμονή, Προσδοκία, Διάψευση, Μεταμέλεια συμπορεύονται και αντιστοιχούν στο σώμα ως ήττα των ονείρων.
Ο κύκλος, όμως, των ονείρων κλείνει με τη νίκη. Άλλωστε αυτό αποτελεί και τον αέναο νόμο της ζωής και η Ποίηση ως διαρκής γέννηση και αναγέννηση σηματοδοτεί μεν τη συντριβή και τη θλίψη αλλά και την ανάταση-υπέρβαση της φθοράς. Πέρα από τα γήινα χαρακτηριστικά του έρωτα, ο οποίος ενεργοποιεί το σώμα και τις αισθήσεις, ο ποιητής ανυψώνει τον έρωτα από το ανθρώπινο στο θεϊκό, στο αθάνατο της υφής του. Το θρησκευτικό στοιχείο, προς το τέλος της συλλογής εισχωρεί στο γήινο και σαρκικό, αφού η Αγάπη ως καθαγιασμός του έρωτα μπορεί να γίνεται κοινωνός «σαν όνειρο πρωτόπλαστων». («Η νίκη των ονείρων», σελ. 40)
Ο Τιμοθέου, με την έβδομη ποιητική συλλογή του, καθιερώνει πλέον την ποιητική ταυτότητά του και συστήνει μία ποίηση με συγκερασμό ευαισθησίας και δυναμισμού, ποίηση στοχαστική, με ανάκληση μνήμης και επίκληση προσδοκίας.